Οσο ο Μπαράκ Ομπάμα βρισκόταν στον Λευκό Οίκο, ο Ντόναλντ Τραμπ – ο οποίος δεν είχε εκφράσει τότε ακόμη πολιτικές βλέψεις – πρωτοστατούσε στο να «αποδείξει» ότι ο πρώτος μαύρος πρόεδρος της Αμερικής είχε δήθεν γεννηθεί εκτός ΗΠΑ, καλώντας τον να δώσει στη δημοσιότητα το πιστοποιητικό γέννησής του, και τον κατηγορούσε ότι ήταν «κρυφοϊσλαμιστής». Αφότου ο Τραμπ εξελέγη πρόεδρος, ο Ομπάμα απέφευγε επιμελώς να τον κριτικάρει.
Την περασμένη εβδομάδα όμως ο Ομπάμα πρόφερε για πρώτη φορά δημοσίως το όνομα του Τραμπ αφότου αποχώρησε από τον Λευκό Οίκο, τον Ιανουάριο του 2017. Τον χαρακτήρισε «απειλή προς τη δημοκρατία μας» που εφαρμόζει «πολιτικές του φόβου και του μίσους», προσεγγίζει τη Ρωσία, αποθρασύνει τους υπερμάχους της λευκής υπεροχής και πολώνει τη χώρα, αλλά πρόσθεσε ότι ο Τραμπ είναι «ένα σύμπτωμα, όχι η αιτία». Τον κατηγόρησε ευθέως ότι αβαντάρει τους μισαλλόδοξους: «Υποτίθεται ότι αντιστεκόμαστε στις διακρίσεις. Και αναμφίβολα οφείλουμε να αντιστεκόμαστε με σαφήνεια και κατηγορηματικά στους οπαδούς των ναζιστών. Πόσο δύσκολο είναι να πει κανείς ότι οι ναζιστές είναι κακοί;» αναρωτήθηκε.
Η απάντηση του Τραμπ στον Ομπάμα ήταν στο συνηθισμένο πλαίσιο μεταξύ περιφρόνησης και αγένειας στο οποίο κινείται ο αμερικανός πρόεδρος, αποφεύγοντας την ουσία. «Συγγνώμη, παρακολούθησα (την ομιλία) αλλά με πήρε ο ύπνος», είπε. «Τη βρήκα πολύ καλή – πολύ καλή για να κοιμηθώ. Αν αυτή δεν σας κάνει να πάτε να ψηφίσετε τον Νοέμβριο, τίποτα δεν θα το καταφέρει».
Ενας από τους λόγους που ο Ομπάμα αποφάσισε να ανοίξει επιτέλους το στόμα του και να πει τα πράγματα για τον Τραμπ με το όνομά τους είναι η πίεση από τους Δημοκρατικούς, εν όψει και των εκλογών του Νοεμβρίου για την ανανέωση του Κογκρέσου. Η ομιλία του, στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόι στο Σαμπέιν-Ουρμπάνα, αποτέλεσε την έναρξη της εντατικής δίμηνης προεκλογικής εκστρατείας που θα διεξαγάγει ο πρώην πρόεδρος για να βοηθήσει τους Δημοκρατικούς να ανακτήσουν τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας.

Βάλλεται από παντού

Δύο μήνες πριν από τις εκλογές, ο Τραμπ βάλλεται από πολλές πλευρές. Την Τρίτη κυκλοφόρησε στα βιβλιοπωλεία το βιβλίο του δημοσιογράφου της «Washington Post» Μπομπ Γούντγουορντ – ο οποίος είχε ξεσκεπάσει το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ στη δεκαετία του ’70 – με τίτλο «Fear» (Φόβος). Το βιβλίο αντικρούει τους ισχυρισμούς του Τραμπ ότι ο Λευκός Οίκος λειτουργεί σαν «καλολαδωμένη μηχανή». Βασισμένο σε (ανώνυμες) μαρτυρίες συνεργατών του Τραμπ, περιγράφει μια διακυβέρνηση που άγεται και φέρεται από τις διαθέσεις του προέδρου, γεμάτη ίντριγκες και πισώπλατα μαχαιρώματα, τα οποία συχνά απολαμβάνει να παρακολουθεί ο Τραμπ, ο οποίος παρουσιάζεται σαν πεπεισμένος ότι οποιαδήποτε προετοιμασία και σχεδιασμός θα εμπόδιζε τη μη προβλεψιμότητα που ο ίδιος θεωρεί κορυφαίας σημασίας στην άσκηση των καθηκόντων του.
Οι διάλογοι εντός του Λευκού Οίκου που μεταφέρει ο Γούντγουορντ βρίθουν από τον όρο f*** (γ***το). Η προεδρική κρεβατοκάμαρα αποκαλείται από τους συνεργάτες του Τραμπ «εργαστήριο του Διαβόλου», όπου ο πρόεδρος βυθίζεται στην παρακολούθηση τηλεοπτικών προγραμμάτων, και ο χρόνος που περνά τουιτάροντας ως «η ώρα της μάγισσας». Ο βετεράνος δημοσιογράφος παραθέτει περιστατικά που δείχνουν ότι ο Τραμπ είναι «επαγγελματίας ψεύτης» – όπως φανέρωσαν και οι δηλώσεις του την Πέμπτη ότι στο Πουέρτο Ρίκο δεν πέθαναν σχεδόν 3.000 άτομα από τον τυφώνα «Μαρία», όπως κατέληξαν ανεξάρτητες μελέτες και πολλές άλλες πηγές, αλλά έχασαν τη ζωή τους «6 ως 18 άτομα, ίσως και λίγοι παραπάνω».
Ο εκδοτικός οίκος του «Fear» ανακοίνωσε ότι τύπωσε το βιβλίο σε 1 εκατομμύριο αντίτυπα. Προτού ακόμη κυκλοφορήσει, έγινε το έκτο στη λίστα με τα μπεστ σέλερ του 2018 της Amazon μόνο από τις προπαραγγελίες. Το βιβλίο του Γούντγουορντ ήρθε να προστεθεί σε άλλα βιβλία-καταπέλτες για τον Τραμπ που όλα έγιναν ευπώλητα εφέτος: το «Fire and Fury» του δημοσιογράφου Μάικλ Γουλφ (Νο 1 στη λίστα των μπεστ σέλερ της Amazon), το «Last Week Tonight», μια παρωδία ενός παιδικού βιβλίου που έχει γράψει ο αντιπρόεδρος Μάικ Πενς (Νο 2), και το «A Higher Loyalty» του πρώην διευθυντή του FBΙ Τζέιμς Κόμεϊ (Νο 5).

Συμφωνία Πολ Μάναφορτ – Ρόμπερτ Μιούλερ

Και σαν να μην ήταν αρκετά όλα αυτά για μια εβδομάδα, η «Washington Post» αποκάλυψε την Τετάρτη ότι ο πρώην επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ Πολ Μάναφορτ βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με τον ειδικό ανακριτή Ρόμπερτ Μιούλερ, που ερευνά την ανάμειξη της Ρωσίας στις αμερικανικές εκλογές και τον ρόλο του Τραμπ σε αυτή. Ο Μάναφορτ είναι πολύ κοντά σε συμφωνία για να ανοίξει το στόμα του και να πει ό,τι γνωρίζει με αντάλλαγμα χαμηλότερη ποινή για τον ίδιο σε κατηγορίες που αντιμετωπίζει σχετικά με πολιτικές υπηρεσίες που προσέφερε στην κυβέρνηση της Ουκρανίας (αφορούν ξέπλυμα χρήματος, μη δήλωση ότι εργαζόταν για ξένη κυβέρνηση κ.λπ.).
Η συμφωνία του Μάναφορτ με τον Μιούλερ έχει ιδιαίτερη σημασία διότι σε άλλη δίκη για τραπεζικές και φορολογικές απάτες, στην οποία καταδικάστηκε τον περασμένο μήνα, ο Μάναφορτ αρνήθηκε να «δώσει» τον Τραμπ για να λάβει ως αντάλλαγμα πιο επιεική ποινή. Ηταν ο μοναδικός από τους πρώην φίλους και συνεργάτες του Τραμπ στους οποίους έχει απαγγείλει κατηγορίες ο Μιούλερ που αρνήθηκε να προδώσει τον πρόεδρο – κερδίζοντας δημόσιους επαίνους από τον Τραμπ και εικασίες ότι αν καταδικαστεί, ο πρόεδρος θα του απονείμει χάρη.
Κατόπιν όλων αυτών, οι Ρεπουμπλικανοί είναι όλο και πιο ανήσυχοι για το αποτέλεσμα των εκλογών του Νοεμβρίου καθώς λόγω του Τραμπ γίνεται όλο και πιο απίθανο να καταφέρει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα να διατηρήσει την πλειοψηφία στο Κογκρέσο. Στη Γερουσία, οι Ρεπουμπλικανοί ελέγχουν σήμερα τις 51 από τις 100 έδρες. Ηλπιζαν ότι τον Νοέμβριο θα τις αύξαιναν σε 60 (εκτοπίζοντας τους Δημοκρατικούς σε Πολιτείες όπου σάρωσε ο Τραμπ στις εκλογές του 2016) και θα κατάφερναν να «κάνουν παιχνίδι» στο σώμα ανενόχλητοι. Και η μάχη στη Βουλή των Αντιπροσώπων μοιάζει χαμένη για τους Ρεπουμπλικανούς.
Σαν να μην έφθαναν τα παραπάνω, δημοσκόπηση του Πανεπιστημίου Κουίναπικ που δόθηκε αυτή την εβδομάδα στη δημοσιότητα δείχνει ότι το 55% των αμερικανών ψηφοφόρων πιστεύει τις καταγγελίες που έκανε ανώτατο στέλεχος της κυβέρνησης Τραμπ μέσω ανώνυμου άρθρου γνώμης στους «New York Times» την περασμένη εβδομάδα (μόνο το 28% δεν τις πιστεύει). Ο ανώνυμος συντάκτης, που έκανε πάταγο με το άρθρο, περιέγραψε την ύπαρξη μιας «σιωπηλής αντίστασης» από «ενηλίκους» στον Λευκό Οίκο που προσπαθούν πίσω από την πλάτη του Τραμπ να ανατρέψουν τις πιο τρελές αποφάσεις του.