«Οι Δημοκρατικοί περνούν κρίση ταυτότητας που ίσως να τους κοστίσει μια συντριπτική ήττα στις ενδιάμεσες εκλογές». Οταν γράφονταν αυτές οι γραμμές στη «Washington Post», το ημερολόγιο έδειχνε 2 Οκτωβρίου 1982 και οι Δημοκρατικοί είχαν υποστεί την πρώτη βαριά ήττα τους από τον Ρόναλντ Ρίγκαν έναν χρόνο νωρίτερα. Θα χρειαζόταν να μεσολαβήσουν 11 χρόνια και άλλες δύο ήττες σε προεδρικές αναμετρήσεις μέχρι να εμφανιστεί ένας «νέου είδους» Δημοκρατικός κυβερνήτης σαν τον Μπιλ Κλίντον που θα τους έβγαζε από την πολιτική έρημο.
Σήμερα, μετά την ήττα του Νοεμβρίου από τον Ντόναλντ Τραμπ και την απώλεια ελέγχου και των δύο νομοθετικών σωμάτων στο Κογκρέσο, οι Δημοκρατικοί βρίσκονται αντιμέτωποι με το ίδιο αδιέξοδο. Οι αμερικανικές εφημερίδες περιγράφουν μια παρόμοια κατάσταση με το 1982 και μιλούν για ένα κόμμα που δυσκολεύεται να αποφασίσει τι πιστεύει, ποια θέματα πρέπει να αναδείξει και πώς θα αντιμετωπίσει την επιθετική ατζέντα μιας ριζοσπαστικά δεξιάς κυβέρνησης που κινείται με ταχύτητα αστραπής.
Το 1982 η απάντηση που είχε δοθεί ήταν «αλλάζουμε ή βουλιάζουμε» – επιλογή που δικαιώθηκε, καθώς η πολιτική μετατόπιση των «νέων Δημοκρατικών» προς το Κέντρο σφράγισε την ολική επαναφορά τους.
«Καθήκον μας μια θετική εναλλακτική πρόταση»
Σήμερα το τοπίο παραμένει ομιχλώδες, χωρίς να υπάρχει καθαρή πυξίδα και απάντηση στο δίλημμα του πολιτικού προσανατολισμού. Αυτό εν μέρει οφείλεται ότι στις ΗΠΑ δεν υπάρχει η θέση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και έτσι τα κόμματα καλούνται να πορευτούν χωρίς έναν ντε φάκτο ηγέτη. Αυτό συνήθως δεν είναι πρόβλημα. Γίνεται όμως σημαντικό όταν ένα κόμμα βρίσκεται σε σταυροδρόμι, αντιμετωπίζοντας «κρίση ταυτότητας».
Μιλώντας στο «Βήμα», ο πολιτειακός γερουσιαστής της Νέας Υόρκης Τζέιμς Σκούφης υποστηρίζει ότι οι Δημοκρατικοί αντιμετωπίζουν μια υπαρξιακή πολιτική κρίση που συνδέεται άμεσα με την κρίση ταυτότητας. Οπως εξηγεί, είναι η πρώτη φορά στην ιστορία του σύγχρονου δικομματικού συστήματος των ΗΠΑ που οι Ρεπουμπλικανοί έχουν αναλάβει τον ρόλο του κόμματος της εργατικής τάξης.
«Πρέπει ως Δημοκρατικό Κόμμα να τονίσουμε ξανά τις αξίες της εργατικής τάξης. Είναι επίσης καθήκον μας να παρουσιάσουμε μια θετική εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης απέναντι στον Τραμπ. Πρέπει να βρούμε την ταυτότητά μας και να απευθυνθούμε ξανά στους ψηφοφόρους που έχουν εγκαταλείψει την πάλαι ποτέ μεγάλη παράταξή μας και να ανακτήσουμε τη χαμένη εμπιστοσύνη τους».
Ο κ. Σκούφης είχε θέσει υποψηφιότητα στις πρόσφατες εκλογές για την ανάδειξη του πρόεδρου της Δημοκρατικής Εθνικής Επιτροπής (DNC) που προετοιμάζει το κόμμα για τις επόμενες εκλογικές μάχες. Τελικά αποφάσισε να στηρίξει τον Κεν Μάρτιν που κατάφερε να βγει νικητής σε αυτή τη δύσκολη αλλά κρίσιμη εσωκομματική αναμέτρηση. Εξηγώντας τους λόγους που στήριξε τον Μάρτιν, ο ελληνοαμερικανός γερουσιαστής ανέφερε ότι «έχουμε πρόβλημα με το μήνυμά μας, με το branding μας. Ο κ. Μάρτιν έχει την εμπειρία που χρειάζεται για να βοηθήσει να διευρύνουμε τον συνασπισμό μας. Ενα μεγάλο μέρος αυτής της προσπάθειας είναι να ξεκαθαρίσουμε το μήνυμά μας».
«Το μήνυμα δεν φτάνει στους ψηφοφόρους»
Η πολιτική αναλύτρια Νομικί Κονστ γνωρίζει τον νέο ισχυρό άνδρα των Δημοκρατικών από το 2016, όταν συνεργάστηκαν επί δύο χρόνια σε μια επιτροπή για τη μεταρρύθμιση του Δημοκρατικού Κόμματος μετά την ήττα της Χίλαρι Κλίντον. «Δεν θα μπορούσα να φανταστώ καλύτερη επιλογή για τη θέση του προέδρου του κόμματος. Είναι κάποιος που αντιλαμβάνεται τι πρέπει να αλλάξει δομικά. Καταλαβαίνει ότι το πρόβλημα δεν είναι στο μήνυμα αλλά στον τρόπο με το οποίο το επικοινωνούμε» σημειώνει μιλώντας στο «Βήμα».
Η ελληνοαμερικανίδα αναλύτρια επιμένει ότι δεν υπάρχει ανάγκη για αλλαγή πολιτικού μηνύματος δεδομένου ότι η απόσταση που χώριζε τον Τραμπ από την Κάμαλα Χάρις σε όλες τις κρίσιμες Πολιτείες ήταν ιδιαίτερα μικρή. Ως εκ τούτου, υποστηρίζει την ανάγκη αλλαγών στη δομή και στον τρόπο λειτουργίας του κόμματος σε εθνικό επίπεδο.
«Το τωρινό μοντέλο λειτουργίας επικεντρώνεται στην προεδρική αναμέτρηση. Συγκεντρώνονται πολλά δισεκατομμύρια δολάρια τα οποία επενδύονται μία φορά στα τέσσερα χρόνια. Ο Κεν κατανοεί ότι πρέπει να ενισχύσουμε την αποκεντρωμένη λειτουργία του κόμματος και να χτίσουμε ένα δίκτυο στελεχών, ακτιβιστών και υποψηφίων που θα έχουν παρουσία σε τοπικό επίπεδο. Το μήνυμα δεν φτάνει στους ψηφοφόρους, γιατί μιλάμε μαζί τους μόνο τις τελευταίες ημέρες πριν από τις εκλογές».
Το δίλημμα για τη woke ατζέντα
Στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών όλοι συμφωνούν ότι το κόμμα πρέπει να επικοινωνήσει καλύτερα τις θέσεις του στα θέματα της καθημερινότητας, όπως ο πληθωρισμός, η ασφάλεια και η στέγαση. Ωστόσο, υπάρχει ελάχιστη συναίνεση για το πώς θα γίνει αυτό, αλλά και για διαφωνίες για την έμφαση που πρέπει να δοθεί στα θέματα της woke ατζέντας. Μερικοί εκφράζουν την ανησυχία ότι αυτά τα θέματα είναι σημαντικά για τη σκληρή βάση αλλά ίσως να μη βρίσκουν απήχηση στο ευρύτερο κοινό.
Η Κονστ κάνει λόγο για ένα ψεύτικο δίλημμα, λέγοντας ότι οι Δημοκρατικοί δεν χρειάζεται να επιλέξουν μεταξύ των θεμάτων ταυτότητας ή των ζητημάτων της εργατικής τάξης. «Εάν καταφέρουμε να ελέγξουμε το μήνυμα, δεν θα έχουμε το δίλημμα της επιλογής» τονίζει.
Ο γερουσιαστής Σκούφης πιστεύει και αυτός ότι το κόμμα δεν χρειάζεται να θυσιάσει τις αξίες του. Παραδέχεται, όμως, ότι οι Δημοκρατικοί διαφωνούν για το αν πρέπει να τοποθετούν στο επίκεντρο τα θέματα της ταυτότητας. Αυτό δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση γιατί όλο και μεγαλύτερο τμήμα της αμερικανικής εργατικής τάξης αποτελείται από μέλη της ισπανόφωνης και της μουσουλμανικής κοινότητας που ασπάζονται τις παραδοσιακές οικογενειακές αξίες.