Η δημόσια υγεία νοσεί βαθιά και το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό. Σε μεγάλες και οργανωμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης (όπως στη Γερμανία, στην Ιταλία, στην Ισπανία και στη Φινλανδία) οι ρωγμές στα υγειονομικά συστήματα είναι τόσο βαθιές που πριν από μερικούς μήνες ο «Guardian» τα χαρακτήριζε ως μια ωρολογιακή βόμβα η οποία μετρά αντίστροφα μέχρι να εκραγεί.
Πολύωρες αναμονές στα Επείγοντα μέχρι να βρεθεί ένα κρεβάτι σε θάλαμο, πολύμηνο «περίμενε» για μια χειρουργική επέμβαση ρουτίνας, εξουθένωση του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού έπειτα από τρία χρόνια πανδημίας, υποστελεχωμένα νοσοκομεία ή νοσοκομεία «γερασμένα» με σοβαρές ελλείψεις σε υλικοτεχνικά μέσα, συνθέτουν τη ζοφερή εικόνα αυτού που κάποτε θεωρούνταν η μεγάλη μεταπολεμική κατάκτηση του κοινωνικού κράτους των δυτικών χωρών της Γηραιάς Ηπείρου.
Το NHS στην Εντατική
Στη Μεγάλη Βρετανία, το εθνικό σύστημα υγείας NHS, που κλείνει 75 χρόνια ζωής αυτόν τον μήνα, περνά τη βαθύτερη κρίση στην ιστορία του σε ό,τι αφορά τις μονάδες, τις παροχές υγείας, αλλά κυρίως το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, το οποίο, υπό το βάρος των εξοντωτικών βαρδιών και των χαμηλών αμοιβών, στρέφεται σε μεγάλο ποσοστό στο εξωτερικό αναζητώντας καλύτερες συνθήκες εργασίας.
Πριν από δέκα ημέρες, χιλιάδες γιατροί στο Ηνωμένο Βασίλειο κατέβηκαν ξανά στους δρόμους πραγματοποιώντας πενθήμερη απεργία, στη μεγαλύτερη στα χρονικά κινητοποίησή τους, αξιώνοντας αύξηση κατά 35% στους μισθούς. Βασικό τους επιχείρημα, το οποίο αφορά ως επί το πλείστον τους ειδικευόμενους γιατρούς, είναι ότι τα τελευταία χρόνια έχουν απολέσει το 26% των αμοιβών τους, την ώρα που το κόστος διαβίωσης εξαιτίας του πληθωρισμού έχει εκτοξευθεί.
Το βρετανικό σύστημα υγείας πάσχει εδώ και πολλά χρόνια, ήδη από την εποχή της κρίσης χρέους του 2010, όμως από το Brexit και έπειτα η κατάσταση ξέφυγε. Μεγάλο μέρος γιατρών και νοσηλευτών που προέρχονταν από κράτη-μέλη της ΕΕ, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα χωρίς ποτέ να αντικατασταθούν. Επιπλέον, όλες οι πολιτικές που αφορούσαν το σύστημα υγείας, τις οποίες εφάρμοσαν έκτοτε οι συντηρητικές κυβερνήσεις, ήταν σπασμωδικές. Η πανδημία του κορωνοϊού ήρθε να δώσει τη χαριστική βολή στα ήδη προϋπάρχοντα δομικά προβλήματα, δηλαδή την κακοδιαχείριση, την υποστελέχωση και τα υπό κατάρρευση νοσηλευτικά ιδρύματα.
Λίστες ντροπής
Είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα, περίπου 7.400.000 ασθενείς στη Μεγάλη Βρετανία βρίσκονται σε λίστα αναμονής για ένα χειρουργείο ή άλλες ιατρικές θεραπείες, με την αναμονή για περίπου 3.000.000 από αυτούς να ξεπερνά ακόμη και τους 18 μήνες. Την ίδια ώρα, επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι οι θάνατοι ασθενών με καρδιαγγειακά νοσήματα αυξήθηκαν απότομα τους τελευταίους μήνες, γεγονός που δεν αποκλείεται να συνδέεται, όπως αναφέρουν ειδικοί, με τις πολύμηνες καθυστερήσεις στη θεραπεία τους.
Ενα ραντεβού με γιατρό ή μια επίσκεψη στα επείγοντα περιστατικά κάποιου δημόσιου νοσοκομείου αποδεικνύεται πραγματικός εφιάλτης. Οσο για τον μέσο όρο αναμονής για ένα ασθενοφόρο, σύμφωνα με τον βρετανικό Τύπο, έχει ξεπεράσει ακόμη και τα 90 λεπτά. Μάλιστα, έχουν υπάρξει περιπτώσεις ασθενών που χρειαζόταν να διακομιστούν σε νοσοκομείο αλλά πέθαναν περιμένοντας το ασθενοφόρο να φθάσει.
Επίσημα στοιχεία του NHS δείχνουν πως τον περασμένο Νοέμβριο 37.837 ασθενείς περίμεναν περισσότερες από 12 ώρες στα Επείγοντα των νοσοκομείων, μια αύξηση κατά 355%(!) σε σχέση με τον Νοέμβριο του 2021, όταν ο αντίστοιχος αριθμός ανερχόταν σε 10.646 ασθενείς.
Επιδιώκοντας να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, ο συντηρητικός πρωθυπουργός Ρίσι Σούνακ ανακοίνωσε τον περασμένο μήνα ένα 15ετές σχέδιο για την πρόσληψη και την εκπαίδευση 300.000 γιατρών και νοσηλευτών, το οποίο θα χρηματοδοτηθεί για τα πέντε πρώτα χρόνια με 2,76 δισ. ευρώ. Ωστόσο, οι επικριτές του επισημαίνουν ότι δεν προβλέπει αυξήσεις σε μισθούς, το οποίο είναι το μοναδικό ουσιαστικά κίνητρο για να αποτραπεί η περαιτέρω «φυγή» γιατρών και νοσηλευτών από το σύστημα υγείας.
Το NHS εν τάχει
Το 1948 στη Μεγάλη Βρετανία ιδρύεται το δημόσιο σύστημα υγείας (NHS) από τον τότε υπουργό Υγείας Ανάιριν Μπέβαν. Είναι μια ιστορική στιγμή καθώς η υγειονομική περίθαλψη, που μέχρι τότε απευθυνόταν σε όσους μπορούσαν να την αντέξουν οικονομικά, γίνεται προσιτή σε όλους.
Η ίδρυση του NHS στηρίχθηκε σε μια τολμηρή και πρωτοποριακή έκθεση του 1942 από τον λόρδο Γουίλιαμ Μπέβεριτζ, η οποία εισήγαγε το μοντέλο της κοινωνικής ασφάλισης που χαρακτηρίζεται από την καθολικότητα των παροχών προς όλους. Στην εν λόγω έκθεση βασίστηκαν σχεδόν όλα τα κράτη που διαθέτουν ανεπτυγμένα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης.
Με την ίδρυση του NHS, ένα φυλλάδιο στάλθηκε σε κάθε βρετανικό νοικοκυριό τον Ιούνιο του 1948, το οποίο εξηγούσε ότι θα παρείχε όλη την ιατρική, οδοντιατρική και νοσηλευτική φροντίδα προς όλο τον πληθυσμό, χωρίς εξαιρέσεις.
Οι αξίες του NHS συμπυκνώνονται στα εξής: συνεργασία με τους ασθενείς, σεβασμός και αξιοπρέπεια, δέσμευση στην ποιότητα της περίθαλψης, συμπόνια, βελτίωση της ζωής, ενώ έχει μότο το «όλοι μετράνε».
Ερημοποίηση στη χώρα-πρότυπο
Περιορισμένη πρόσβαση για 8.000.000 Γάλλους
Μέχρι πρότινος η Γαλλία ήταν χώρα-πρότυπο για την ποιότητα του δημόσιου συστήματος υγείας και παράδειγμα για την καθολική κάλυψη που παρείχε στους ασθενείς. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο, το γαλλικό εθνικό σύστημα υγείας έχει έρθει αντιμέτωπο με διαρθρωτικά προβλήματα. Το πιο μεγάλο και πιο επείγον είναι αυτό που οι Γάλλοι αποκαλούν «ιατρικές ερήμους».
Πρόκειται για περιοχές όπου η πρόσβαση στη δημόσια υγεία είναι περιορισμένη και στις οποίες υπολογίζεται ότι ζουν περίπου 8.000.000 Γάλλοι. Θέλοντας να αντιμετωπίσει την «αίσθηση της ατέρμονης κρίσης» στις υπηρεσίες της υγείας, όπως έχει αποκαλέσει το πρόβλημα ο Εμανουέλ Μακρόν, η γαλλική κυβέρνηση έλαβε μια σειρά από εντυπωσιακά μέτρα. Εδωσε το λεγόμενο «μπόνους εγγραφής» ύψους 50.000 ευρώ για τους γενικούς ιατρούς που πηγαίνουν σε υποεξυπηρετούμενες περιοχές, έβαλε τέρμα στο ανώτατο όριο του αριθμού φοιτητών ιατρικής που ισχύει από τη δεκαετία του ’70, άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο χρηματοδοτούνται τα νοσοκομεία και σε μεγάλο βαθμό απάλλαξε τους γιατρούς από τις χρονοβόρες διοικητικές εργασίες στα νοσοκομεία.
Μάταια. Η πίεση τόσο στις υπηρεσίες υγείας όσο και στο ιατρονοσηλευτικό προσωπικό εξακολουθεί να είναι τεράστια, καθιστώντας αδύνατη την παροχή υπηρεσιών υγείας σε μεγάλο μέρος της γαλλικής επικράτειας. Είναι χαρακτηριστικό ότι περισσότεροι από 6.000.000 ασθενείς, μεταξύ των οποίων 600.000 με χρόνιες παθήσεις, δεν έχουν πρόσβαση σε τακτική παρακολούθηση, ενώ στα νοσοκομεία μεγάλων πόλεων όπως το Στρασβούργο και η Λυών, ραντεβού για επεμβάσεις ή χημειοθεραπείες μετακυλίονται εξαιτίας των ελλείψεων, θέτοντας σε πραγματικό κίνδυνο τη ζωή εκατοντάδων ασθενών, όπως επισημαίνει η εφημερίδα «Le Monde».