Αντίθετα προς τους προκατόχους του των τελευταίων δεκαετιών που ήταν επικεντρωμένοι στην οικονομία, ο πρόεδρος της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, εισήγαγε την έντονη εθνικιστική ρητορική στη διάρκεια της διακυβέρνησής του. Την περασμένη Τρίτη, σε ομιλία του για την επέτειο των 75 ετών από την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (1η Οκτωβρίου 1949), επανέλαβε τον στόχο της επανένωσης με την Ταϊβάν, λέγοντας ότι «κανείς δεν μπορεί να σταματήσει τον ρου της ιστορίας».

Ο Σι πολλαπλασίασε τις δηλώσεις περί επιστροφής της Ταϊβάν «με ειρηνικά μέσα ή με πόλεμο» αφότου η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία. Σήμερα, με τη Μέση Ανατολή στις φλόγες, τα σχέδια του κινέζου προέδρου για την Ταϊβάν ηχούν ακόμη πιο απειλητικά.

Στα 75 της χρόνια, η κομμουνιστική Κίνα έχει πολλά για να καυχηθεί. Σε μεγάλο βαθμό κατάφερε να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής του κινεζικού λαού και να αναβαθμίσει τη θέση της στον κόσμο. Η πολιτική σταθερότητα των τελευταίων σαράντα ετών, κυρίως μετά τις μεταρρυθμίσεις του Ντενγκ Χσιαοπίνγκ στις αρχές της δεκαετίας του 1980, δημιούργησε τις συνθήκες για οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική απελευθέρωση σε σχέση με το παρελθόν.

Η αλλαγή πολιτικής από τον Σι Τζινπίνγκ

Ωστόσο η ηγεσία του Σι Τζινπίνγκ από το 2012 και εντεύθεν περιόρισε τα «ανοίγματα» της προηγούμενης γενιάς. Η πανδημία του κορωνοϊού υπήρξε για την Κίνα, όπως και για όλον τον πλανήτη, σημείο καμπής: η κινεζική οικονομία, η δεύτερη μεγαλύτερη στον κόσμο, η οποία είχε ήδη εισέλθει σε τροχιά ύφεσης, δυσκολεύεται να ανακάμψει. Επιπλέον η πανδημία έδωσε την αφορμή στο καθεστώς Σι να δείξει το σκληρό του πρόσωπο, εφαρμόζοντας ασφυκτικά λοκντάουν και καταστολή.

Η Κίνα έγινε 75 ετών σε μια κρίσιμη διεθνή συγκυρία: σε έναν μήνα θα διεξαχθούν οι κρισιμότερες εκλογές των τελευταίων δεκαετιών στις ΗΠΑ, η Μέση Ανατολή φλέγεται, ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν δείχνει σημεία εκτόνωσης.

Παρά ταύτα, το Πεκίνο δεν δείχνει να υπαναχωρεί στις διεκδικήσεις του σε σχέση με την Ιαπωνία ή τις Φιλιππίνες και κυρίως σε σχέση με την Ταϊβάν, συμμάχους των ΗΠΑ και του δυτικού κόσμου. Η πιθανή προσάρτηση της Ταϊβάν, που στην επετειακή ομιλία του ο Σι χαρακτήρισε «ιερό έδαφος της Κίνας», πυροδοτεί έντονη ανησυχία για πιθανή ανάφλεξη με άγνωστες συνέπειες για τον πλανήτη.

«Το Βήμα» συνάντησε και συνομίλησε με τον Γκλεν Τίφερτ, ερευνητή στο ίδρυμα Ηoover, καθηγητή στο αμερικανικό πανεπιστήμιο Στάνφορντ, ειδικό στην ιστορία της Κίνας, κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα αυτές τις ημέρες.  

Η Κίνα έγινε 75 ετών υπό την ηγεσία του Σι Τζινπίνγκ. Ποια είναι η Κίνα του Σι;

«Ο Σι είναι ο σημαντικότερος ηγέτης στην Κίνα μετά τον Μάο. Εκείνος όμως ήταν επαναστάτης, δεν φοβόταν τον λαό, επιζητούσε τη στήριξή του για να επιτύχει τους στόχους του. Ο Σι φοβάται τον λαό, δεν τον αντιμετωπίζει ως κινητήριο δύναμη αλλά ως σώμα που πρέπει να πειθαρχήσει. Ο Σι εξέτασε τι πήγε λάθος στη Σοβιετική Ενωση και αποφάσισε ότι θα είναι ο αντι-Γκορμπατσόφ. Εβλεπε ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ) αποδυναμωνόταν, ότι η διαφθορά ήταν εκτεταμένη. Απαίτησε ιδεολογική πειθαρχία, εφάρμοσε σκληρό πολιτικό έλεγχο. Υπάρχει όμως πλέον σοβαρός κίνδυνος η εμμονή με τον πολιτικό έλεγχο να «σκοτώσει την κότα με τα χρυσά αβγά», τον ιδιωτικό τομέα που παρήγαγε τον πλούτο των τελευταίων δεκαετιών».

Ο ρυθμός ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας επιβραδύνεται, η κινεζική μεσαία τάξη δυσφορεί. Τι αντίκτυπο έχει το γεγονός αυτό;

«Είναι σαφές ότι το μοντέλο της οικονομικής ανάπτυξης της Κίνας έχει φτάσει στα όριά του και πρέπει να βρεθεί ένα νέο. Το πρόβλημα είναι ότι η κινεζική κυβέρνηση δεν μπορεί να αλλάξει αυτό το μοντέλο, έχει επενδύσει πολύ σε κρατικές επιχειρήσεις των οποίων τα στελέχη δεν θέλουν να αλλάξει τίποτε. Μέχρι την πανδημία, η μεσαία τάξη της Κίνας αισθανόταν «άτρωτη». Με την πανδημία, η μεσαία τάξη ένιωσε την καταστολή στο πετσί της, τώρα βλέπει την ύφεση και επιρρίπτει την ευθύνη στο καθεστώς. Οσα μέλη της μπορούν, φεύγουν από τη χώρα».

Υπάρχει περίπτωση η μεσαία τάξη να ασκήσει πιέσεις στην κυβέρνηση;

«Σύμφωνα με μια θεωρία των κοινωνικών επιστημών, όταν μια χώρα κατακτά ένα συγκεκριμένο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης, η μεσαία τάξη διεκδικεί περισσότερο λόγο και περισσότερη δημοκρατία. Αυτό συνέβη στη Νότια Κορέα, στην Ιαπωνία, στην Ταϊβάν. Η Κίνα διαψεύδει αυτή τη θεωρία. Και αυτό γιατί η Κίνα είναι ακόμη πολύ φτωχή χώρα με μεγάλες ανισότητες  Μέχρις ότου αυτές μειωθούν, δεν θα υπάρξουν τέτοιου είδους διεκδικήσεις. Επίσης υπάρχει διαφορά μεταξύ της «γενιάς της Τιενανμέν» (50-55 ετών), πιο φιλελεύθερης, και της νεότερης γενιάς, της γενιάς Ζ, πιο εθνικιστικής. Η γενιά Ζ, μέχρι την πανδημία, ένιωθε ότι η Κίνα δεν είχε να δώσει λόγο σε κανέναν – πόσω μάλλον στη Δύση – διότι τα είχε καταφέρει με τον δικό της τρόπο».

 

Στο εσωτερικό του ΚΚΚ υπάρχουν αντίθετες φωνές;

«Η διαμάχη μεταξύ συντηρητικών και φιλελευθέρων υφίσταται εδώ και δεκαετίες, και δεν ενοχλούσε τους συντηρητικούς διότι η χώρα αναπτυσσόταν οικονομικά και τεχνολογικά. Τώρα που διαθέτουν προηγμένη τεχνολογία και ελέγχουν την εθνική ασφάλεια, οι συντηρητικοί θεωρούν ότι μπορούν να ενισχύσουν περαιτέρω τη θέση της Κίνας με πιο επιθετικό τρόπο».

Από γεωπολιτικής απόψεως, η Κίνα πού στέκει σήμερα; Η Δύση έχει λόγους να ανησυχεί εξαιτίας της κινεζικής στήριξης στη Ρωσία, στο Ιράν, στη Βόρεια Κορέα;

«Η Ρωσία, το Ιράν, η Βόρεια Κορέα και η Κίνα δεν είναι ακριβώς συμμαχία, έχουν όμως κοινό συμφέρον να αποδυναμώσουν τη διεθνή τάξη στην οποία πρωτοστατούν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους. Συνεργάζονται σε αυτή την κατεύθυνση. Η Κίνα στηρίζει τη Ρωσία στην Ουκρανία, δοκιμάζει την Ινδία στα σινο-ινδικά σύνορα, δοκιμάζει την Ιαπωνία και κυρίως την Ταϊβάν. Η Κίνα προσπαθεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να καταλάβει την Ταϊβάν».

Ακόμη και με πόλεμο;

«Ναι, και δεν θα πρόκειται για περιφερειακό πόλεμο αλλά για ευρύτερο που θα συμπαρασύρει και την Ευρώπη. Η Δύση οφείλει να αποτρέψει αυτό το ενδεχόμενο, να ενισχύσει την αποτρεπτική της δύναμη για να διασφαλίσει την ειρήνη – αυτό που αποτύχαμε να κάνουμε στην περίπτωση της Ουκρανίας. Ο κινεζικός κλοιός γύρω από την Ταϊβάν σφίγγει. Και εδώ, η Ευρώπη είναι απαραίτητη. Στην Αμερική πολλοί υποστηρίζουν ότι οι ΗΠΑ βοήθησαν πολύ την Ευρώπη στην αντιμετώπιση του Ουκρανικού και τώρα η Ευρώπη θα πρέπει να στηρίξει τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους στο ζήτημα της Ταϊβάν».

Η Ευρώπη μπορεί να ισχυριστεί ότι η Ταϊβάν βρίσκεται πολύ μακριά και ότι με την κατάσταση στη Μέση Ανατολή, δεν μπορεί να εμπλακεί σε ένα ακόμη μέτωπο.

«Σε αυτό απαντώ ότι η απόσταση από το γραφείο μου στο Στάνφορντ, στην Καλιφόρνια, ως το Κίεβο και ως την Ταϊπέι είναι ακριβώς η ίδια. Ενας πόλεμος στην Ασία δεν σημαίνει μόνον απώλειες ανθρώπων, σημαίνει και κατάρρευση των αγορών και της οικονομίας».

Εν όψει των αμερικανικών εκλογών, υπάρχει ο κίνδυνος κινεζικής ανάμειξης, ανάλογης με της Ρωσίας στις εκλογές του 2016;

«Μέχρι πρόσφατα, οι κινεζικές εκστρατείες παραπληροφόρησης στις ΗΠΑ δεν ήταν πολύ αποτελεσματικές, όμως με την Τεχνητή Νοημοσύνη έγιναν αποτελεσματικότερες όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά και στην Ευρώπη. Ωστόσο οι ΗΠΑ παράγουν τόσο πολλή παραπληροφόρηση που ενώ θα έπρεπε να παρακολουθούμε την κινεζική, αναγκαζόμαστε να εστιάσουμε στο δικό μας, εσωτερικό μέτωπο».