«Eίμαστε υπέρ το δέον συνηθισμένοι στο να θεωρούμε τον Τύπο ως πυλώνα της δημοκρατίας για να τον εκλάβουμε ως δυνητική απειλή». Στο πρόσφατο βιβλίο Rupert Murdoch. L’ Empereur des médias qui manipule le monde (εκδ. Tallandier) ο γάλλος ιστορικός του Ινστιτούτου Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού Νταβίντ Κολόν αναλύει το φαινόμενο Ρούπερτ Μέρντοκ επιζητώντας να ορίσει μέσω αυτού τη σημερινή συνθήκη των μέσων ενημέρωσης. Ο υπότιτλος του βιβλίου («Ο αυτοκράτορας των media που χειραγωγεί τον κόσμο») είναι ενδεικτικός ως προς τον προβληματισμό του: για τον Κολόν η στρατηγική που φέρει τη σφραγίδα του Μέρντοκ αποσκοπεί στον χειρισμό της κοινής γνώμης διά της ατζέντας της λαϊκιστικής Δεξιάς. Με τις μεθόδους αυτές, ωστόσο, η διάσταση του Τύπου ως «τέταρτης εξουσίας» φαλκιδεύεται με αποτέλεσμα από στυλοβάτης του δημοκρατικού πολιτεύματος να καθίσταται υπονομευτής του.
Δούρειος ίππος
Οπως όλα τα βιβλία που προσφέρονται ως τροφή για σκέψη, και αυτό του γάλλου ιστορικού γεννά περισσότερα ερωτήματα από όσα απαντά. Για παράδειγμα, το πρωτοπόρο στη λαϊκιστική ρητορεία μοντέλο Μέρντοκ είναι και πρωτοπόρο δημοσιογραφικά; Πέραν της «λαϊκιστικής Δεξιάς» λειτουργεί ή θα μπορούσε ενδεχομένως να λειτουργήσει και για τη «λαϊκιστική Αριστερά»; Είναι το ψηφιακό αντίστοιχο της «Sun» και του «Fox» οι πλατφόρμες των κοινωνικών μέσων και τα εκεί προσωπικά κανάλια πολιτικών όπως ο Ντόναλντ Τραμπ ή ο εκπρόσωπος ενός «Τραμπισμού χωρίς τον Τραμπ» κυβερνήτης της Φλόριντα Ρον ΝτεΣάντις; Προεκτάσεις της λογικής του Νταβίντ Κολόν, τα παραπάνω ζητήματα τίθενται ως φυσική συνέπεια της επιχειρηματολογίας του για τον μεγιστάνα της NewsCorp ως δούρειο ίππο μιας καινοφανούς Δεξιάς.
Μέρντοκ χωρίς γοητεία
Για την πορεία του Μέρντοκ από κατάκτηση σε κατάκτηση, από τις εφημερίδες στα τηλεοπτικά δίκτυα και στον κινηματογράφο, ο Κολόν δεν προσθέτει νέες γνώσεις – θα ήταν, άλλωστε, δύσκολο για ένα πρόσωπο του οποίου οι δραστηριότητες βρίσκονται στο φως της δημοσιότητας εδώ και σχεδόν 70 χρόνια. Πράγματι, όμως, η ανάλυσή του αφαιρεί έναν αέρα γοητείας που ενίοτε τις περιβάλλει. Σε ένα παλαιότερο αφήγημα ο ιδρυτής της NewsCorp ταυτιζόταν με την αρχετυπική εικόνα του βαρόνου του Τύπου: εκείνου που χρησιμοποιεί υψηλούς τόνους και ενίοτε αμφιλεγόμενες μεθόδους με το βλέμμα στις κυκλοφορίες και τη σαγήνευση του κοινού. Αργότερα, η προσωπική του ζωή (με αποκορύφωμα τον γάμο του με την Τζέρι Χολ) και οι ενδοοικογενειακές διαμάχες για την εξουσία τον κατέστησαν αντικείμενο παρόμοιων σκανδαλοθηρικών προσεγγίσεων με αυτές των δικών του εφημερίδων.
Διάβρωση της Δημοκρατίας
Αν η ματιά μας οφείλει να εστιαστεί κάπου, όμως, υποδεικνύει ο συγγραφέας, είναι στον εντοπισμό των αντιφάσεων μεταξύ προσωπικών και επαγγελματικών επιλογών. Ο Μέρντοκ δεν είναι καπνιστής, αλλά οι «Times», η «Sun» και η «New York Post» λογίζονται ως «φυσικοί σύμμαχοι» της Philip Morris. Ο ίδιος φρόντισε να προβάλει την ετοιμότητά του να εμβολιαστεί κατά του κορωνοϊού, έδωσε όμως βήμα σε κάθε είδους αντιεμβολιαστές μέσω του Fox. Πολιτικά, δηλώνει «ελευθεριακός» (libertarian), υπέρμαχος επομένως της άκρας ατομικής ελευθερίας και του λιγότερου δυνατού κράτους, η διακήρυξη αρχών ωστόσο δεν ταιριάζει με τη στοίχισή του στις εσωκομματικές διαμάχες ούτε των Συντηρητικών ούτε των Ρεπουμπλικανών. Στη διάσταση μεταξύ των δύο διακριτών αυτών κατευθύνσεων ο Κολόν εντοπίζει συγκεκριμένη πολιτική στοχευση: ο Μέρντοκ βρίσκεται στην πρωτοπορία «μιας νέας ατλαντικής επανάστασης, αυτής του λαϊκισμού της Δεξιάς». Συντάσσεται, με άλλα λόγια, με τον Τραμπ, τον Μπόρις Τζόνσον και τους κάθε λογής Brexiters γιατί αυτοί συγκρότησαν σε ρεύμα τις διάχυτες τάσεις που τα έντυπά του υπέθαλπαν. Ο γάλλος ιστορικός αποσκοπεί, ωστόσο, όπως προαναφέραμε, στη διατύπωση ενός γενικότερου συμπεράσματος που αφορά συνολικά τον θεσμό των σύγχρονων μέσων ενημέρωσης. Προοδευτικά, ο 20ός αιώνας σήμανε την ανεξαρτησία του Τύπου και την εγκαθίδρυσή του ως «τέταρτης εξουσίας»· αν πλέον στον 21ο αιώνα τα μέσα ενημέρωσης μεταμορφωθούν σε όχημα του λαϊκισμού, αυτή η γνώριμη και ευεργετική για το πολίτευμα μορφή του παύει να υφίσταται. Προφανώς, το μοντέλο Μέρντοκ δεν έχει κατισχύσει – και ενδεχομένως κάτι τέτοιο να μη συμβεί και στο μέλλον. Ωστόσο, και μόνο η απήχησή του συνιστά ήδη διάβρωση ενός πυλώνα της δημοκρατίας.