Ο ακροδεξιός Ζαΐρ Μπολσονάρο προηγείται στις δημοσκοπήσεις για τις σημερινές προεδρικές εκλογές στη Βραζιλία, δείχνοντας ότι το ακροδεξιό-λαϊκιστικό κύμα που σαρώνει την Ευρώπη του Ορμπαν και του Σαλβίνι και την Αμερική του Τραμπ εξαπλώνεται και στη Λατινική Αμερική. Το καταγγελτικό, ακραίο ύφος του Μπολσονάρο τον ευνοεί σε μια κοινωνία άκρως πολωμένη, όπως η βραζιλιάνικη σήμερα, ενώ τα αντι-αριστερά αντανακλαστικά πολλών ψηφοφόρων ύστερα από χρόνια διακυβέρνησης της χώρας από το αριστερό Κόμμα των Εργατών (ΡΤ), που κατηγορείται για διαφθορά και θεωρείται υπεύθυνο για την παρατεταμένη οικονομική κρίση της Βραζιλίας, ενισχύουν τη δυναμική του ακροδεξιού υποψηφίου.

Παγκόσμια κρίση της δημοκρατίας

Τον Αύγουστο, το επιτελείο του Μπολσονάρο ανακοίνωσε ότι ο ακροδεξιός Στιβ Μπάνον, που βοήθησε στην εκλογή του Τραμπ στις ΗΠΑ και σήμερα οργανώνει την Ακροδεξιά ανά την Ευρώπη εν όψει των ευρωεκλογών, ανέλαβε σύμβουλος στην προεκλογική εκστρατεία του Μπολσονάρο.
«Η άνοδος του Μπολσονάρο αποτελεί υπενθύμιση ότι βιώνουμε μια παγκόσμια κρίση της δημοκρατίας, που δεν περιορίζεται στον τραμπισμό ή στην άνοδο της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη» έγραψε ο ιστορικός Φεντερίκο Φιντσελστάιν στη «Washington Post». Αναλυτές προειδοποιούν ότι τυχόν εκλογή του Μπολσονάρο θα βρει μιμητές και σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, με καταστροφικές συνέπειες για την περιοχή.
Δημοσκόπηση της Ibope, που δόθηκε στη δημοσιότητα την Τετάρτη, δίνει 32% στον Μπολσονάρο και 23% στον Φερνάντο Χαντάντ, υποψήφιο του Κόμματος των Εργατών και προσωπική επιλογή του πρώην προέδρου Λουίζ Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, που δεν μπορεί να ξαναδιεκδικήσει την προεδρία γιατί βρίσκεται στη φυλακή για διαφθορά. Αν όπως όλα δείχνουν περάσουν οι δυο τους στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών που θα πραγματοποιηθεί στις 28 Οκτωβρίου, η μάχη θα δοθεί πόντο-πόντο. Δημοσκόπηση της Datafolha την Τρίτη έδειξε ότι στον δεύτερο γύρο ο Μπολσονάρο θα λάβει 44% και ο Χαντάντ 42%, ανατρέποντας προηγούμενες δημοσκοπήσεις που έδιναν ελαφρύ προβάδισμα στον Χαντάντ.
Αν εκλεγεί πρόεδρος της μεγαλύτερης οικονομίας στη Λατινική Αμερική και ένατης στον κόσμο, δηλώνει ότι θα χαλαρώσει τους νόμους για την οπλοφορία, θα ιδιωτικοποιήσει κρατικές εταιρείες και θα αποσύρει τη Βραζιλία από τη συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα.
Την εκλογική του βάση αποτελούν οι συντηρητικοί κάτοικοι της αγροτικής Βραζιλίας, της αποκαλούμενης «ζώνης της Βίβλου, της σφαίρας και του βοδινού», και οι ευαγγελικοί που αποτελούν το 25% των ψηφοφόρων (ο ίδιος ο Μπολσονάρο είναι καθολικός αλλά η νυν, τρίτη, σύζυγός του ευαγγελική). Αναμένουν από τον ακροδεξιό υποψήφιο να καταργήσει το σύμφωνο συμβίωσης μεταξύ ομοφυλοφίλων και να μπλοκάρει με βέτο τις προσπάθειες για τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων, των ναρκωτικών, του τζόγου και της έρευνας για τα βλαστοκύτταρα και, κυρίως, να καταργήσει τη διδασκαλία των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤ στα σχολεία, την οποία εισήγαγε η πρώην πρόεδρος Ντίλμα Ρούσεφ (από το ΡΤ, που καθαιρέθηκε για διαφθορά) εξοργίζοντας τους συντηρητικούς Βραζιλιάνους.

Το πανίσχυρο λόμπι των αγροτών

Ο Μπολσονάρο ως βουλευτής δεν έχει να επιδείξει κανένα σπουδαίο επίτευγμα σε 27 χρόνια, τα οποία αφιέρωσε κυρίως στο να τσακώνεται και να προκαλεί, παρά να κάνει ουσιαστική δουλειά. Εχει περάσει από πολλά κόμματα, όλα ασήμαντα και μικρά, με τελευταίο το Κοινωνικό Φιλελεύθερο Κόμμα (PSL), στο οποίο προσχώρησε τον Ιανουάριο, και το οποίο κατέχει εννέα από τις 513 έδρες στη Βουλή και καμία στη Γερουσία. Ο Μπολσονάρο όμως κατάφερε να ταρακουνήσει την πολιτική σκηνή της Βραζιλίας στην οποία κυριαρχούν δύο κόμματα από το 1994, το ΡΤ και το PSDB.
Τον υποστηρίζει το πανίσχυρο λόμπι των αγροτών, επειδή οι φυτείες στην επαρχία απειλούνται από εισβολές και ληστείες λόγω της ανόδου της εγκληματικότητας. Τον υποστηρίζουν οι επιχειρηματίες – αν και ως βουλευτής αντιτασσόταν σφοδρά στις ιδιωτικοποιήσεις κρατικών μονοπωλίων – ως το μικρότερο από δύο κακά (ο Χαντάντ τουιτάρισε πρόσφατα ότι η αγορά είναι «μια αφηρημένη οντότητα που τρομοκρατεί το κοινό»). Το περίεργο είναι ότι τελευταίως, παρά τον έντονο μισογυνισμό του, άρχισε να ανεβαίνει η δημοφιλία του και ανάμεσα στις γυναίκες που θέλουν να αποτρέψουν την επιστροφή του ΡΤ στην εξουσία.

Το «πουλέν» του Λούλα και οι ανησυχίες για πραξικόπημα

Ο κύριος αντίπαλος του Μπολσονάρο, ο 55χρονος Χαντάντ, πρώην δήμαρχος του Σάο Πάολο, λιβανέζικης καταγωγής, πορεύτηκε προεκλογικά με το σύνθημα «Ο Χαντάντ είναι ο Λούλα! Ο Λούλα είναι ο Χαντάντ!», το οποίο του έδωσε μεγάλη ώθηση στους ψηφοφόρους του ΡΤ, που ανήκουν κυρίως στην εργατική τάξη. Θα τον ψηφίσουν και εκείνοι που δεν αντέχουν τον ακροδεξιό αντίπαλό του. Η πρόκληση που αντιμετωπίζει είναι να πείσει ότι δεν θα ακολουθήσει την οικονομική πολιτική του κρατισμού και των παροχών του ΡΤ.
Ο Χαντάντ προσπαθεί να καθησυχάσει τις ανησυχίες πολλών στη Βραζιλία για μια αριστερή στροφή στην οικονομική πολιτική. Διαβεβαιώνει, για παράδειγμα, ότι θα σεβαστεί τα συμβόλαια που έχουν υπογραφεί με ξένες πετρελαϊκές εταιρείες και δεν θα «τα σκίσει», όπως προτείνουν πολλά ηγετικά στελέχη του ΡΤ.
«Πουλέν» του Λούλα, αν εκλεγεί πρόεδρος θα δεχθεί ισχυρές πιέσεις για να απονείμει χάρη στον μέντορά του που εκτίει 12ετή ποινή επειδή χρησιμοποίησε μίζες για προεκλογική χρηματοδότηση του ΡΤ. Ο ίδιος ο Χαντάντ το αρνείται, όμως παραμένει μέλος της ομάδας δικηγόρων υπεράσπισης του Λούλα.
Εκφράζονται πολλές ανησυχίες ότι τυχόν χάρη στον Λούλα θα δώσει «πάτημα» στον στρατό να επέμβει για να καταλάβει την εξουσία. Εν τω μεταξύ ο Μπολσονάρο, που δηλώνει θαυμαστής της χούντας του 1964-1985 στη Βραζιλία, κατέστησε σαφές ότι δεν θα αναγνωρίσει το εκλογικό αποτέλεσμα αν κερδίσει ο Χαντάντ, αν και ο υποψήφιος αντιπρόεδρός του προσπάθησε να το «μαζέψει» λίγες ημέρες αργότερα.
«Ο Μπολσονάρο προετοιμάζει το έδαφος, άμεσα ή έμμεσα, για ένα πραξικόπημα ή ένα αυταρχικό καθεστώς με την υποστήριξη του στρατού. Εχει μεγάλη απήχηση στους στρατιωτικούς. Αν κερδίσει, θα ενταθούν οι φωνές για ένα νέο Σύνταγμα που θα περιορίζει τη δημοκρατία. Αν χάσει, η επιστροφή του ΡΤ στην εξουσία, που θα θεωρηθεί από τους οπαδούς του Μπολσονάρο ως αποτέλεσμα εκλογικής νοθείας, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δικαιολογία για επέμβαση του στρατού. Η Βραζιλία κινδυνεύει ούτως ή άλλως να πάρει έναν δρόμο με μη δημοκρατική έκβαση» έγραψε ο καθηγητής Χρηματοπιστωτικών Ροντρίγκο Ζεϊντάν στο Americas Quarterly.