Για πρώτη φορά στην πολυκύμαντη ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων – και μάλιστα κατά τη διάρκεια μιας ακόμη εξαιρετικά επικίνδυνης κρίσης – κάνουν εμφανή την παρουσία τους τόσο πολλοί εξωτερικοί παράγοντες, τη στιγμή που η παραδοσιακή αμερικανική παρουσία στην ευρύτερη περιοχή μας έχει εντυπωσιακά περιοριστεί. Είναι επίσης η πρώτη φορά που το αντικείμενο της ελληνοτουρκικής αντιδικίας δεν αφορά τον χώρο του Αιγαίου, αλλά την Ανατολική Μεσόγειο, όπου είναι φυσικό να εμπλέκονται όχι μόνο οι χώρες της περιοχής, αλλά και η Γαλλία, που τείνει να παίξει τον ρόλο ναυτικής υπερδύναμης στην περιοχή, όχι μόνο λόγω Λιβύης αλλά και λόγω των παραδοσιακά ιστορικών της σχέσεων με τον Λίβανο και τη Συρία. Ενώ και η Γερμανία, για πρώτη φορά και αυτή, εγκαταλείπει τη ζώνη επιρροής της στην Κεντρική Ευρώπη και τίθεται επικεφαλής της ευρωπαϊκής ναυτικής δύναμης επιτήρησης του λιβυκού εμπάργκο.
Προφανές είναι ότι η Αθήνα έχει αντιληφθεί τις νέες αυτές κινήσεις και γι’ αυτό έχει επιδοθεί σε έναν μαραθώνιο διπλωματικών επαφών προς όλες αυτές τις χώρες (Ισραήλ, Αίγυπτος, Γαλλία και Γερμανία), μη παραλείποντας φυσικά τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς μάλιστα, για πρώτη φορά επίσης, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ εξέδωσε μια τόσο ξεκάθαρη ανακοίνωση καταδίκης των τουρκικών ενεργειών. Ενώ ο απερίγραπτος Ντόναλντ Τραμπ, γνωστός για την «ειδική σχέση» με τον Ερντογάν, παραμένει προς το παρόν σιωπηλός, ασχολούμενος με το να υβρίζει την υποψήφια αντιπρόεδρο Κάμαλα Χάρις, αναδεικνύοντας έτσι τα ρατσιστικά του χαρακτηριστικά και δείχνοντας ότι μάλλον έχει αντιληφθεί ότι έφτασε το τέλος του. Αρκεί φυσικά να αποχωρήσει ομαλά μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των προεδρικών εκλογών.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.