Ενα τριετές πρόγραμμα ενίσχυσης της οικονομικής συνεργασίας της χώρας της με την Κίνα και έξι εμπορικές συμφωνίες υπέγραψε η ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι κατά τη διάρκεια του πενθήμερου ταξιδιού που πραγματοποίησε στη χώρα του μεταξιού. «Είναι αμοιβαία η βούληση να εισέλθουν οι σινο-ιταλικές οικονομικές και εμπορικές σχέσεις σε νέα φάση» δήλωσε η Μελόνι μετά τη συνάντησή της την Κυριακή με τον ομόλογό της Λι Τσιανγκ, ενώ την επομένη, που έγινε δεκτή από τον πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ, εξήρε την Κίνα ως «σημαντικό συνομιλητή» για τη διαχείριση των διεθνών κρίσεων.
«Υπάρχει μια διογκούμενη ανασφάλεια σε διεθνές επίπεδο και πιστεύω ότι αναπόφευκτα η Κίνα είναι ένας πολύ σημαντικός συνομιλητής για να ανταποκριθούμε στις δυναμικές αυτές. Πρέπει να εργαστούμε από κοινού για να εγγυηθούμε την ασφάλεια, τη σταθερότητα και την ειρήνη» είπε η ιταλίδα πρωθυπουργός μετά τη συνάντησή της με τον κινέζο πρόεδρο. Ο Σι μνημόνευσε τους «μακροχρόνιους δεσμούς φιλίας» και επίσης τα αισθήματα «ανεκτικότητας, αμοιβαίας εμπιστοσύνης και σεβασμού» μεταξύ του Πεκίνου και της Ρώμης.
Εταίρος, όχι υποτελής
Δεν ήταν πάντα έτσι. Πέρυσι η Μελόνι απέσυρε την Ιταλία από την Πρωτοβουλία «Μία Ζώνη, Ενας Δρόμος» του προέδρου Σι (είναι η μετεξέλιξη του παλαιότερου «Δρόμου του Μεταξιού»). Η Ιταλία ήταν η μοναδική χώρα του G7 που υπέγραψε την Πρωτοβουλία (το 2019) προκαλώντας για αυτό αντιδράσεις τόσο της κυβέρνησης της Ουάσιγκτον όσο και άλλων δυτικών κυβερνήσεων. Η Μελόνι, η οποία ανέλαβε το 2022 ως πιο φιλοδυτική και φιλονατοϊκή από τους κεντροαριστερούς προκατόχους της, είχε χαρακτηρίσει «σοβαρό σφάλμα» τη συμμετοχή της χώρας της στην Πρωτοβουλία, έτσι απέσυρε την υπογραφή. Τώρα επιστρέφει στο Πεκίνο επικαλούμενη το «Πνεύμα του Μεταξιού» για να εγκαινιάσει μια νέα εποχή στις διμερείς σχέσεις και να «αποκαταστήσει τις εμπορικές ισορροπίες».
Το νέο άνοιγμα της Μελόνι στην Κίνα έχει μία πολιτική και μία οικονομική διάσταση. Την πολιτική την περιέγραψε μιλώντας στο BBC η επικεφαλής οικονομολόγος της επενδυτικής τράπεζας Natixis Αλίσια Γκαρσία-Χερέρο: «Κάθε χώρα που μετέχει στην Πρωτοβουλία «Μία Ζώνη, Ενας Δρόμος» γνωρίζει ότι η Κίνα προηγείται και οι υπόλοιποι έπονται. Δεν πιστεύω ότι η Ιταλία ως μέλος του G7 θα ήθελε να συγκαταλέγεται μαζί με τη Ρωσία, το Πακιστάν ή τη Σρι Λάνκα σε αυτούς που έπονται των Κινέζων. Η Μελόνι δεν ήρθε στην Κίνα ως επικεφαλής χώρας συνδεδεμένης με το κινεζικό άρμα. Ερχεται λιγότερο ως υποτελής και περισσότερο ως εταίρος».
Εμπορικές ανισορροπίες
Η εμπορική διάσταση της επίσκεψης Μελόνι έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι σχέσεις των δύο χωρών είναι ανισοβαρείς, παρά το ότι το μεταξύ τους εμπόριο είναι πολύ ανεπτυγμένο, φτάνοντας πέρυσι σε αξία τα 66,8 δισ. ευρώ (71,76 δισ. δολάρια) – η Κίνα είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εκτός ΕΕ εταίρος της Ιταλίας μετά τις ΗΠΑ. «Εχω πει επανειλημμένως ότι είμαστε η μοναδική μεγάλη χώρα της Δυτικής Ευρώπης που συμμετείχαμε στην Πρωτοβουλία «Μία Ζώνη, Ενας Δρόμος», αλλά δεν ήμασταν η χώρα με τις καλύτερες εμπορικές σχέσεις με την Κίνα. Απείχαμε πολύ από άλλες ευρωπαϊκές χώρες» είπε η Μελόνι αποφεύγοντας να αναφέρει τη Γερμανία. Η ιταλίδα πρωθυπουργός ανακοίνωσε την υπογραφή έξι διμερών συμφωνιών που καλύπτουν πολλούς επιχειρηματικούς τομείς, μεταξύ αυτών τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Από το γραφείο του κινέζου πρωθυπουργού ανακοινώθηκε ότι το Μνημόνιο Βιομηχανικής Συνεργασίας που υπεγράφη αφορά κλάδους όπως τα ναυπηγεία, η αεροδιαστημική βιομηχανία, η ενέργεια και η τεχνητή νοημοσύνη.
Σε «ισότιμη βάση»
Εν κατακλείδι, η κυβέρνηση Μελόνι επιθυμεί να αναβαθμίσει τις σχέσεις της χώρας της με την Κίνα, αλλά σε «ισότιμη βάση». Επιδιώκει δηλαδή να προωθήσει τα ιταλικά προϊόντα στην τεράστια κινεζική αγορά, αλλά ταυτόχρονα «να προστατεύσει την εγχώρια και ευρωπαϊκή οικονομία, την τεχνολογία και τις υποδομές από την κινεζική διείσδυση και επιρροή» όπως σημειώνει το περιοδικό «Politico». Εχει λάβει εξάλλου κάποιες «εθνικά υπερήφανες» εμπορικές αποφάσεις. Απαγόρευσε, για παράδειγμα, σε μια κρατική κινεζική εταιρεία να αναλάβει τον έλεγχο της γιγαντιαίας ιταλικής βιομηχανίας ελαστικών Pirelli, ενώ στήριξε αναφανδόν την επιβολή από την Κομισιόν δασμών 37,6% στις εισαγωγές ηλεκτρικών αυτοκινήτων από την Κίνα – τον Οκτώβριο η ΕΕ πρόκειται να δασμολογήσει περαιτέρω τα κινεζικά αυτοκίνητα. «Οι κινεζικές επενδύσεις στην Ιταλία φτάνουν μόλις στο ένα τρίτο των ιταλικών επενδύσεων στην Κίνα. Είναι μια διαφορά που θα ήθελα να δω να μειώνεται με τον σωστό τρόπο» τόνισε η Μελόνι σε φόρουμ ιταλών και κινέζων επιχειρηματιών που διοργανώθηκε τη Δευτέρα στην κινεζική πρωτεύουσα.
Τι συμβαίνει με τις ιταλικές εξαγωγές
Χωλαίνει το «Made in Italy», αυξάνεται το δημόσιο χρέος
Την περασμένη Τρίτη η ιταλική στατιστική υπηρεσία ISTAT ανακοίνωσε τις πρώτες εκτιμήσεις για την ανάπτυξη το δεύτερο τρίμηνο, η οποία έφτασε στο 0,2% σε τριμηνιαία βάση και 0,9% σε ετήσια. Πρόκειται για επιδόσεις αναμενόμενες από τις αγορές και ανάλογες με τις προβλέψεις της κυβέρνησης Μελόνι (τον Απρίλιο είχε προαναγγείλει ανάπτυξη 1% την εφετινή χρονιά). Η ISTAT επισήμανε ότι ακόμα κι αν τα επόμενα δύο τρίμηνα η ανάπτυξη είναι μηδενική, το ΑΕΠ της χώρας θα αυξηθεί το έτος που διανύουμε κατά 0,7%.
Εκείνο που ταλανίζει το οικονομικό επιτελείο της ιταλικής κυβέρνησης και την πρωθυπουργό είναι ότι, όπως φάνηκε και από τα στατιστικά στοιχεία, η ανάκαμψη της οικονομίας μετά την πανδημική ύφεση οφείλεται στην ανάκαμψη της εσωτερικής ζήτησης και όχι στις εξαγωγές που εξακολουθούν να χωλαίνουν. «Από την άποψη της ζήτησης, η συμμετοχή στην αύξηση του εγχώριου προϊόντος είναι θετική, αλλά η συνιστώσα των καθαρών εξαγωγών είναι αρνητική» σημειώνει η ISTAT, που θα ανακοινώσει στις 2 Σεπτεμβρίου τα τελικά στοιχεία για την πορεία του ΑΕΠ το δεύτερο τρίμηνο.
Διαρκής πονοκέφαλος, βέβαια, της κυβέρνησης της Ρώμης είναι η εξόχως επικίνδυνη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας. Το δημοσιονομικό έλλειμμα υποχώρησε μόλις στο 7,4% το 2023 από 8,6% που ήταν το 2022 και παραμένει το υψηλότερο στην Ευρώπη, ενώ το δημόσιο χρέος υπολείπεται μόνο του ελληνικού και αναμένεται να ξεπεράσει εφέτος το 140%, καθώς εξακολουθεί να βαίνει αυξανόμενο. Η Ιταλία είναι άλλωστε μία από τις επτά χώρες-μέλη στις οποίες η Κομισιόν έδειξε «κίτρινη κάρτα» τον Ιούνιο, εκκινώντας τη «διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος».