Οντας πια ο απόλυτος κυρίαρχος στο εσωτερικό, ο Ταγίπ Ερντογάν καλλιεργεί εκτός συνόρων το προφίλ ενός πανίσχυρου εταίρου και όχι ενός απλού συμμάχου. Γνώμονάς του είναι να οδηγήσει την Τουρκία στην επόμενη μέρα, προσδίδοντάς της το παγκόσμιο εκτόπισμα που ο ίδιος θεωρεί ότι της αρμόζει. Εχει πει άλλωστε ότι «αυτός είναι ο αιώνας της Τουρκίας», είχε θέσει τον στόχο η χώρα του να είναι η 10η δύναμη στον κόσμο το 2023 (κάτι που δεν κατάφερε) και το κύριο πεδίο όπου μπορεί να επιδείξει όλο του τον μεγαλοϊδεατισμό είναι η εξωτερική πολιτική.
Ορισμένοι αναλυτές προεξοφλούν ότι θα συνεχίσει στον ίδιο εριστικό και προκλητικό τόνο, θεωρούν όμως ότι θα ήταν φρονιμότερο, εξαιτίας της δεινής κατάστασης στην οποία βρίσκεται η οικονομία της χώρας του, να ακολουθήσει μια πιο ρεαλιστική πορεία. Δηλαδή, να χτίσει σταθερές σχέσεις και να αποφύγει αχρείαστες συγκρούσεις με τη Δύση. Φαίνεται δύσκολο, αν αναλογιστεί κανείς την ιδιοσυγκρασία του πολιτικού ανδρός.
Ηδη με το πρώτο συγχαρητήριο τηλεφώνημα που δέχθηκε από τον αμερικανό ομόλογό του, Τζο Μπάιντεν, αργά το βράδυ της περασμένης Δευτέρας, ο Ερντογάν ξεκίνησε τα ανατολίτικα παζάρια, αλλά δείχνοντας παράλληλα μια διάθεση να βάλει νερό στο κρασί του για να πετύχει τους στόχους του. Εθεσε ξεκάθαρα την άρση του βέτο για την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ ως αντάλλαγμα για την πώληση των F-16 στην Τουρκία, η οποία έχει μπλοκαριστεί στο αμερικανικό Κογκρέσο, κυρίως εξαιτίας της αγοράς των S-400 και της επιθετικότητας της Αγκυρας στην Ανατολική Μεσόγειο, στο Αιγαίο και στους Κούρδους της Συρίας.
Εκ πρώτης όψης, ο διάλογος των δύο ηγετών δεν οδήγησε κάπου, όμως «δεν πρόκειται για μια αξεπέραστη διαφορά» αναφέρει το αμερικανικό πρακτορείο Bloomberg. Αφενός, πρόσφατα έχουν υπάρξει σημάδια πιθανού συμβιβασμού στο Καπιτώλιο και, αφετέρου, ο ίδιος ο Ερντογάν δείχνει διατεθειμένος να το διαπραγματευθεί. Το ζήτημα θα τεθεί στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ τον προσεχή Ιούλιο και θα καθορίσει τις σχέσεις των δύο χωρών που το τελευταίο χρονικό διάστημα έχουν διαρραγεί.
Η μεταναστευτική απειλή
Υπό τη διακυβέρνηση Ερντογάν, η Τουρκία δόμησε μια δυσάρεστη σχέση με την ΕΕ, όχι μόνο λόγω της αντίληψης που επικρατεί στην Ευρώπη ότι έχει υπονομεύσει το κράτος δικαίου στη χώρα του, αλλά κυρίως εξαιτίας των απειλών του να στείλει σε ευρωπαϊκό έδαφος εκατομμύρια σύρους πρόσφυγες που βρίσκονται στην Τουρκία.
Κατά την εκτίμηση της γαλλικής «Le Monde», «η ΕΕ εισέρχεται σε μια νέα φάση αβεβαιότητας με τον τούρκο εταίρο», με τη σκιά της μεταναστευτικής απειλής να βρίσκεται πάντα εκεί. Είναι όμως γεγονός ότι ο Ερντογάν δεν θα ρισκάρει να υπονομεύσει τη σχέση με το ευρωπαϊκό μπλοκ γιατί θα είναι σαν να αψηφά την οικονομική πραγματικότητα, η οποία του επιβάλλει διατήρηση των δεσμών με τον μεγαλύτερο εμπορικό του εταίρο που του αποφέρει σημαντικές επενδύσεις.
Αν υπήρξε ένας ξένος ηγέτης που χάρηκε περισσότερο για τη νίκη του Ερντογάν την περασμένη Κυριακή, αυτός δεν ήταν άλλος από τον Βλαντίμιρ Πούτιν, μια και ο τούρκος ομόλογός του διατήρησε καλές σχέσεις με τη Μόσχα μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022. Παρά την αμφιθυμία της Τουρκίας σε αυτή τη σύρραξη, η Αγκυρα δεν συντάχθηκε ποτέ με το δυτικό στρατόπεδο που επέβαλε σκληρές κυρώσεις στη Μόσχα και μέχρι σήμερα, κατά την πιο πρόσφατη δήλωση του τούρκου προέδρου στο CNN, δεν δεσμεύεται από τις κυρώσεις της Δύσης σε βάρος της Ρωσίας.
Η συμμαχία με τον Πούτιν
Αναλυτές κάνουν λόγο για έναν ακατάλυτο δεσμό ανάμεσα στον Πούτιν και τον Ερντογάν, μια «win-win» συμμαχία με κοινά οικονομικά και στρατηγικά οφέλη. Μόνο οι ρωσικές εξαγωγές προς την Τουρκία, από το 2% που ήταν το 2021, έχουν ξεπεράσει σήμερα το 7%, το εμπόριο σχεδόν διπλασιάστηκε από τα 35 δισ. δολάρια στα 68 δισ., ενώ χιλιάδες ρώσοι τουρίστες συρρέουν στη γείτονα με δεδομένο ότι οι επιλογές τους για ταξίδια έχουν περιοριστεί σημαντικά μετά την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία, ρίχνοντας ζεστό συνάλλαγμα σε μια οικονομία σε βαθιά κρίση.
Την ίδια ώρα ο τούρκος πρόεδρος θα επιχειρήσει να αναζωογονήσει ευρύτερα τις σχέσεις της χώρας του στο εξωτερικό και να πείσει περιφερειακούς συμμάχους όπως η Λιβύη, το Κατάρ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και άλλους παγκόσμιους παίκτες – κυρίως την Κίνα – να επενδύσουν περισσότερο στην τουρκική οικονομία. Είναι ξεκάθαρο ότι η Τουρκία του Ερντογάν δεν είναι πια εξάρτημα της Δύσης αλλά μια μεγάλη δύναμη που στρέφει το βλέμμα της σε ολόκληρο τον κόσμο.
Στο εσωτερικό στο μεταξύ, άπαντες ομολογούν ότι η χώρα οδεύει ολοένα και πιο κοντά σε μια απολυταρχία ευρασιατικού τύπου, μια διολίσθηση που έχει ήδη ξεκινήσει μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, που έδωσε την «δικαιολογία» στον Ερντογάν να χρησιμοποιήσει έκτακτες εξουσίες για να προχωρήσει σε ευρεία καταστολή της κοινωνίας, φυλακίζοντας χιλιάδες αντιφρονούντες.
Μεταξύ των οποίων βρίσκεται η ηγετική φυσιογνωμία του φιλοκουρδικού κόμματος HDP, Σελαχατίν Ντεμιρτάς, που είναι από το 2016 στη φυλακή κατηγορούμενος για «τρομοκρατική προπαγάνδα». Προ ημερών ο Ντεμιρτάς ανακοίνωσε ότι παραιτείται από την ενεργό πολιτική, ελπίζοντας να βρεθεί και πάλι ελεύθερος. Ο Ερντογάν έχει διαφορετικά σχέδια. Οσο είναι πρόεδρος, έχει πει, «κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί».