Κάθε χρόνο στις 15 Απριλίου η Κίνα γιορτάζει την ημέρα Εκπαίδευσης στην Εθνική Ασφάλεια. Η καθιέρωση του εορτασμού είναι πρόσφατη, εγκαινιάστηκε μόλις το 2015, με πρωτοβουλία του Σι Τζινπίνγκ, ηγέτη της Κίνας. Από την αρχή της διακυβέρνησης του, το 2012, ο Σι έχει θέσει στο επίκεντρο της πολιτικής του την ασφάλεια στο όνομα της οποίας προέβη σε εκκαθαρίσεις εσωκομματικών αντιπάλων, προώθησε περιοριστικούς νόμους και δημιούργησε ένα αστυνομικό κράτος οργουελιανής εμπνεύσεως.
Η προστασία του καθεστώτος
Τον περασμένο Οκτώβριο, λίγο πριν αναδειχθεί για τρίτη θητεία στο ανώτατο αξίωμα της χώρας του, μιλώντας στο 20ό συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας (ΚΚΚ) ο Σι επανήλθε στο ζήτημα της ασφάλειας και της προστασίας από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς: επί της ουσίας, στο ζήτημα της προστασίας του απολυταρχικού καθεστώτος. Το Πεκίνο, όπως σημειώνει σε άρθρο της στο Foreign Policy η Σίνα Τσέσνατ Γκρέτεινς, επίκουρη καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Τέξας, στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να αποτρέψει οποιαδήποτε εξωτερική απειλή κατά της σταθερότητας της Κίνας και του ΚΚΚ επιδιώκει ακόμη και να αποδυναμώσει τις σχέσεις και τις συνεργασίες των ΗΠΑ με άλλες χώρες.
Από τον περασμένο Οκτώβριο έχουν αλλάξει πολλά: μετά την πανδημία η κινεζική οικονομία έχει εισέλθει σε ύφεση, οι ξένες επενδύσεις έχουν μειωθεί, ως έναν βαθμό και εξαιτίας της εμμονής του Πεκίνου στο ζήτημα της ασφάλειας, το οποίο λειτουργεί αποτρεπτικά για τους ξένους επενδυτές.
Επιπλέον, την περασμένη Τετάρτη ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν υπέγραψε διάταγμα με στόχο τον περιορισμό αμερικανικών επενδύσεων στον τομέα της τεχνολογίας σε κινεζικές επιχειρήσεις υπό τον φόβο ότι οι εν λόγω επενδύσεις θα χρησιμοποιηθούν από την Κίνα για την ενίσχυση της αμυντικής της βιομηχανίας. Το διάταγμα θα τεθεί σε ισχύ από τις αρχές του επόμενου έτους, ωστόσο αποτελεί σαφές μήνυμα προς την κινεζική ηγεσία ότι οι ΗΠΑ, παρά την αναθέρμανση των σινοαμερικανικών σχέσεων – στην οποία συνέβαλε και η επίσκεψη του αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν στην Κίνα τον Ιούνιο -, θα συνεχίσουν να επιβάλλουν περιορισμούς στο Πεκίνο ως προς την απόκτηση σημαντικής για την άμυνα υψηλής τεχνολογίας.
Eν τω μεταξύ, η άρνηση του Πεκίνου να καταδικάσει τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία έχει οξύνει τις εντάσεις μεταξύ της Κίνας και της Ευρώπης, η οποία αποτελεί τον μεγαλύτερο εμπορικό της εταίρο. Κανένα ωστόσο από αυτά τα νέα γεωπολιτικά δεδομένα δεν στάθηκε αρκετό ώστε να ανατρέψει την εμμονή του Πεκίνου στο ζήτημα της ασφάλειας.
Καρατομήσεις για παραδειγματισμό
Τον περασμένο Μάιο η κινεζική ηγεσία επανέλαβε τη δέσμευσή της στο πλαίσιο της «συνολικής στρατηγικής για την εθνική ασφάλεια», όπως αυτή έχει διαμορφωθεί από τον Σι εδώ και μια δεκαετία. Και για να μην αφήσει καμία αμφιβολία ως προς την προσήλωσή του στο ζήτημα, ο Σι προχώρησε στις 2 Αυγούστου σε εκκαθαρίσεις στην ηγεσία των πυραυλικών δυνάμεων του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, καθαιρώντας τον στρατηγό Λι Γουτσάο και τον υποδιοικητή του, στρατηγό Λιου Γκουανμπίν (οι οποίοι είχαν εξαφανισθεί από το προσκήνιο εδώ και έναν μήνα). Η τύχη των δύο στρατηγών αγνοείται και δυτικοί αναλυτές εκτιμούν ότι κρατούνται στο πλαίσιο ερευνών διαφθοράς που αφορούν υφισταμένους τους.
Η καρατόμηση των στρατηγών, σε συνδυασμό με την καθαίρεση, στις 26 Ιουλίου, του Κιν Γκανγκ, υπουργού Εξωτερικών (και πρώην πρέσβη του Πεκίνου στην Ουάσιγκτον) ο οποίος είχε διοριστεί στο αξίωμα από το ίδιο τον Σι, τον περασμένο Δεκέμβριο, επαναφέρει στο προσκήνιο το ζήτημα της ασφάλειας της Κίνας και επί της ουσίας το ζήτημα της αφοσίωσης στον Σι και της κομματικής πειθαρχίας.
Οπως επισημαίνει στους «Νew York Times» ο Τζόζεφ Τορίτζιαν, επίκουρος καθηγητής στο αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον, ειδικός στον τρόπο λειτουργίας της κινεζικής ηγεσίας, «σύμφωνα με τη λογική του Σι ο ηγέτης ποτέ δεν θα φθάσει στο σημείο να μην αισθάνεται ότι κινδυνεύει. Ακόμη και αν είναι ο απόλυτος κυρίαρχος στη χώρα σου, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει πρόβλημα στο σύστημα που διοικεί».
Η εμμονή του Σι με την ασφάλεια δεν αποτελεί έκπληξη. Λίγο πριν ο ίδιος ανέλθει στην εξουσία, το 2012, οι κινεζικές αρχές είχαν εντοπίσει και εξαρθρώσει δίκτυο πρακτόρων της CIA στην Κίνα, όπως είχαν τότε μεταδώσει οι «Νew York Times» και το Reuters. Και σε ένα από τα επίσημα κυβερνητικά έγγραφα που δημοσιεύτηκαν κατά την πρώτη θητεία του Σι στο περιώνυμο «Εγγραφο αρ. 9» επισημαινόταν ότι «αν οι δυτικές αξίες και η δυτική ιδεολογία εξαπλώνονταν στην Κίνα, το γεγονός θα προκαλούσε αποσταθεροποίηση του καθεστώτος».
Το 2021 σε επίσημο έγγραφο του ΚΚΚ με αφορμή τα εκατό χρόνια από την ίδρυση του Κόμματος επισημαινόταν «ο κίνδυνος διάλυσης και ανατροπής του καθεστώτος». Οι προειδοποιήσεις για την ύπαρξη κατασκόπων στην Κίνα είναι χαρακτηριστικές της δεκαετούς διακυβέρνησης του Σι και ερμηνεύονται από το γεγονός ότι για τον κινέζο ηγέτη, η εσωτερική και η εξωτερική ασφάλεια της χώρας είναι αλληλένδετες. Ακόμη και εσωτερικές απειλές, όπως η μουσουλμανική μειονότητα των Ουιγούρων, στην επαρχία Σινζιάνγκ (στην οποία ασκείται άγρια καταστολή), έχει ως κίνητρο ως έναν βαθμό τον φόβο του Σι για την ύπαρξη εξωτερικών δυνάμεων οι οποίες επιβουλεύονται την Κίνα και απειλούν τη σταθερότητά της.
Ο φόβος για τις δυτικές επιρροές
Εξ ου και οι αυστηροί έλεγχοι του καθεστώτος σε οποιαδήποτε οργάνωση μπορεί να «μεταδώσει» επιρροές της Δύσης, είτε πρόκειται για θρησκευτικές οργανώσεις είτε για μη κυβερνητικές οργανώσεις είτε ακόμη, όπως συνέβη πρόσφατα, και για ξένες επιχειρήσεις.
Περισσότερο όμως και από την ενδεχόμενη εξωτερική απειλή, η εμμονή του Σι με την ασφάλεια εξηγείται από τη σύνδεση της κινεζικής οικονομίας με την κοινωνία. Κατά τη διάρκεια της θητείας του Σι το ΚΚΚ επανεξέτασε τη σχέση μεταξύ κινεζικής κοινωνίας και οικονομίας. Μέχρι το 2012 οι προκάτοχοι του Σι έθεταν την ανάπτυξη της οικονομίας ως πρωταρχικό στόχο πάνω από οτιδήποτε άλλο.
Αντιθέτως, για τον Σι και τη σημερινή κινεζική πολιτική ελίτ η ασφάλεια γίνεται προαπαιτούμενο για την οικονομική ανάπτυξη.