Ακραίο μεν, αλλά αναμενόμενο μετεωρολογικό φαινόμενο για την εποχή του χρόνου και τη γεωγραφική περιοχή κρίνεται από τους ειδήμονες η κακοκαιρία «Dana» που έπληξε τη Βαλένθια οδηγώντας στον θάνατο δεκάδες ανθρώπους.

«Κάθε χρόνο τους φθινοπωρινούς μήνες παρατηρούνται στη Μεσόγειο βαρομετρικά χαμηλά, δηλαδή περιοχές με χαμηλή ατμοσφαιρική πίεση. Αυτές δημιουργούν αστάθειες οι οποίες ευνοούν την ανάπτυξη καταιγιδοφόρων νεφών που συνήθως δίνουν μεγάλα ύψη βροχής» εξήγησε μιλώντας στο «Βήμα» ο δρ Κωνσταντίνος Λαγουβάρδος, διευθυντής Ερευνών του Αστεροσκοπείου Αθηνών, και πρόσθεσε: «Τα φαινόμενα αυτά αρχίζουν συνήθως από τη Δυτική Μεσόγειο τον Σεπτέμβριο, όταν ακόμη η θερμοκρασία των θαλάσσιων υδάτων είναι αυξημένη και βαθμηδόν προχωρούν ανατολικά. Οι περιοχές που κυρίως επηρεάζονται είναι τα παράλια της Ισπανίας (Βαλένθια, Καταλωνία), τα παράλια της Νότιας Γαλλίας, η Βόρεια Ιταλία (και κυρίως η περιοχή της Λιγουρίας), τα παράλια της Αδριατικής και βεβαίως η χώρα μας».

Αν και στην Ελλάδα οι έντονες βροχοπτώσεις παρατηρούνται κυρίως τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο, ο «Ντάνιελ» που έπληξε πέρυσι τον Σεπτέμβριο τη Θεσσαλία απέδειξε ότι και οι τρεις μήνες του φθινοπώρου είναι επίφοβοι για ακραίες βροχοπτώσεις. Πώς όμως σχετίζονται οι υψηλές θαλάσσιες θερμοκρασίες με τα υψηλά ποσά βροχόπτωσης;

«Οι αυξημένες θαλάσσιες θερμοκρασίες σημαίνουν έντονη εξάτμιση του νερού και ενίσχυση των καταιγιδοφόρων νεφών» μας λέει ο δρ Λαγουβάρδος, θυμίζοντάς μας ότι ο «Ντάνιελ» τροφοδοτήθηκε από τις αυξημένες θερμοκρασίες στο Ιόνιο. Οι αυξημένες θαλάσσιες θερμοκρασίες σε συνδυασμό με τις ψυχρές αέριες μάζες ψηλά στην ατμόσφαιρα δημιουργούν αυτό που οι μετεωρολόγοι ονομάζουν «ψυχρή λίμνη», δηλαδή την αστάθεια που γεννά τα υψηλά επίπεδα βροχοπτώσεων.

Σύμφωνα δε με πληθώρα δεδομένων, η κλιματική κρίση αυξάνει τη συχνότητα και ενισχύει την ένταση τέτοιων φαινομένων. Αρκούν ωστόσο οι θαλάσσιες θερμοκρασίες στα ανοιχτά της Βαλένθια, οι οποίες μάλιστα δεν ήταν ιδιαίτερα αυξημένες, για να εξηγήσουν το πόσο θανατηφόρος υπήρξε η κακοκαιρία «Dana»;

«Οι συνέπειες μιας κακοκαιρίας είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων και όχι μόνο του ύψους της βροχόπτωσης. Εν προκειμένω έχουμε να κάνουμε με την ευαλωτότητα των πόλεων. Η αυξημένη πυκνότητα πληθυσμού, η μείωση του περιαστικού πρασίνου, η μη ανθεκτικότητα των υποδομών είναι καθοριστικοί παράγοντες για τις συνέπειες ακραίων ή και λιγότερο ακραίων καιρικών φαινομένων» μας λέει ο δρ Λαγουβάρδος, ο οποίος στο ερώτημα τι θα συνέβαινε αν η Αθήνα πληττόταν από αντίστοιχο καιρικό φαινόμενο, δεν μασά τα λόγια του: «Θα μπορούσε να είναι καταστροφικό! Ωστόσο, το γεγονός ότι δεν μπορούμε να αποτρέψουμε τέτοιου είδους φαινόμενα από το να συμβούν δεν σημαίνει ότι είμαστε εντελώς απροστάτευτοι. Η πρόβλεψή τους, η οποία είναι εφικτή μία-δύο ημέρες πριν συμβούν, και η ενημέρωση των κατοίκων ώστε να περιορίσουν τις μετακινήσεις τους σε αυτό αποσκοπούν».