Την εβδομάδα που μας πέρασε οι τρεις μεγαλύτερες πόλεις του Ισραήλ πήγαιναν για ύπνο και ξυπνούσαν αναμένοντας το ιρανικό χτύπημα. Η εικόνα όμως σε καθεμία από αυτές ήταν διαφορετική. Τόσο διαφορετική όσο και οι κόσμοι που συνθέτουν αυτή τη χώρα.
Τελ Αβίβ: Ο κόσμος είναι έξω
Δύο παρά τέταρτο. Το πρωί. Η ένταση της ημέρας μα και το βάρος από τα απανωτά μηνύματα ανησυχίας του τύπου «πάρε το πρώτο αεροπλάνο και γύρισε πίσω» διώχνουν τον ύπνο όσο λίγα πράγματα. Το ευχάριστο βραδινό αεράκι κάνει ό,τι μπορεί για να σπάσει την υγρασία στο Τελ Αβίβ, τόσο τουλάχιστον που ο περίπατος να μην είναι απαγορευτικός.
Η γειτονιά είναι ήσυχη σε βαθμό που σε κάνει να υποθέσεις ότι ο κόσμος ίσως να κλείστηκε στο σπίτι του και περιμένει. Κακώς. Στον δρόμο για το 24ωρο σουπερμάρκετ για τα βασικά – καφές, νερό και ξηρή τροφή μπας και γίνει κάτι –, μόλις δυο δρόμους παρακάτω, ο κόσμος είναι έξω και διασκεδάζει.
Τα μπαρ είναι γεμάτα και εδώ, στη Φλορεντίν, τη συνοικία που φέρει το όνομα του Θεσσαλονικιού Σολομώντα Φλορεντίν ο οποίος το 1920 αγόρασε αυτό το κομμάτι της ερήμου, τότε, και ο κόσμος κάθεται στα πεζοδρόμια, συζητάει, γελάει.
Λίγο πιο κάτω ένα από τα καταφύγια με την πόρτα μισάνοιχτη περιμένει. Ηθελε να αλλάξει ξαφνικά η κατάσταση. Προς το παρόν το παράλληλο σύμπαν της πόλης κυριαρχεί.
Χάιφα: Βαρύ κλίμα
Το καλοκαίρια στον κόλπο της Χάιφα η ζέστη δεν αστειεύεται. Στην άλλη πλευρά της άκρης του όρους Καρμέλ στο οποίο κάθεται η πόλη οι παραλίες είναι γεμάτες με κόσμο. Εκεί συνήθως φυσάει, εν αντιθέσει με αυτή την πλευρά όπου το βουνό κόβει τον αέρα και δημιουργεί μια ατμόσφαιρα αποπνικτική, και αυτό σύνηθες. Τα πρόσωπα των ανθρώπων στο κέντρο λες και ταυτίστηκαν με το κλίμα: βγάζουν μια δυσφορία και μια μιζέρια συχνά.
Η τρίτη μεγαλύτερη πόλη του Ισραήλ βρίσκεται μόλις 40 χιλιόμετρα από τον Λίβανο. Το δε βαρύ κλίμα, ειδικά στο κέντρο έχει να κάνει και με κάτι άλλο: το ένα τέταρτο των κατοίκων είναι Αραβες και παρότι οι πλείστοι είναι χριστιανοί και όλοι πολίτες του Ισραήλ πολλοί νιώθουν να διχάζονται ανάμεσα στις δύο ταυτότητες.
Αλλοι πάλι δείχνουν να μην έχουν αμφιβολίες για το τι είναι πια και να θεωρούν την ισραηλινή υπηκοότητα μόνο για τα χαρτιά ή να έχουν ενταχθεί απόλυτα. Στο αραβικό καφέ κοντά στο λιμάνι η φωνή της Ουμ Κολσούμ γεμίζει τον αέρα όπως ο καπνός από τους ναργιλέδες. Στον τοίχο φωτογραφίες, ένα ούτι και και μια επιγραφή «Beirut Ι love you».
Ο διπλανός μου, Αραβας επίσης – οι παραδίπλα είναι Εβραίοι –, ξεκινά την κουβέντα ρωτώντας με εάν δεν είναι καταπληκτικό το σαμπούσεκ με τυρί που παρήγγειλα. Και είναι. Του λέω να μου μιλήσει στην κάμερα. Δεν θέλει. Τον ρωτώ για το κλίμα και το πώς νιώθει τις μέρες αυτές εν αναμονή της επίθεσης και μου λέει για την άβολη θέση ειδικά των Αράβων. Μου υπενθυμίζει ότι το 2006, όταν η Χεζμπολάχ βομβάρδισε τη Χάιφα με εκατόν τόσες ρουκέτες, είχαν σκοτωθεί 11 άνθρωποι. Και Αραβες.
«Οι Εβραίοι δεν μας πειράζουν», λέει, «αλλά κι εμείς δεν μπορούμε να γίνουμε κάτι άλλο». «Και τι είστε;». «Αραβες» απαντά χαμογελώντας. «Για αυτό είμαι σίγουρος ακόμα!». Συνειδητοποιώ ότι είναι ο μόνος άνθρωπος που είδα να χαμογελά από την ώρα που έφτασα. Ηταν, μέχρι και που πήρα το τρένο της επιστροφής.
Ιερουσαλήμ: «Πρέπει να τελειώνει»
Το τραμ σταματά. Ανθρωποι ανεβαίνουν και κατεβαίνουν και σε κάθε στάση οι μέσα σκανάρουν μηχανικά και ανήσυχα τους έξω. Εδώ δεν υπάρχει είσοδος, δεν υπάρχουν ανιχνευτές και μηχανές όπως αλλού στο Ισραήλ. Το τραμ είναι αναπόφευκτα εκτεθειμένο στον δρόμο, γι’ αυτό και συχνά οι στάσεις του και τα ίδια τα οχήματα έγιναν στόχοι επιθέσεων.
Ο νεαρός με το αυτόματο που λίγο πριν λοξοκοίταζε το τριπόδι μου ώσπου βεβαιώθηκε τι ήταν, σκανάρει επίσης συνεχώς. Εβραίες ορθόδοξες με παρόμοιες περούκες και καλσόν κατακαλόκαιρα ή με μαντίλια, Αράβισσες με μαντίλες και μακριά μαύρα φουστάνια, Εβραίες «δυτικές» με κοντά παντελόνια και τατουάζ, υπερορθόδοξοι με καπέλα και παλτά, στρατιώτες και στρατιωτίνες, όλοι σκανάρουν.
Από περιέργεια και ενίοτε δυσφορία οι μεν για τον κόσμο των δε, από φόβο όταν αυτοί και άλλοι μικρότεροι κόσμοι ενώνονται στη θέα «του εχθρού». Του άλλου. Είναι κι αυτό μια αφήγηση του προβλήματος, του βασικότερου έστω, αυτού που παίζει και διεθνώς, απλώς είναι μια άλλη αφήγηση. Κανένας σε αυτό το τραμ δεν νιώθει απόλυτα άνετα με πολλούς από τους άλλους. Η μετακίνηση όμως είναι μια ανάγκη. Το λες και τιμωρία, με μια δόση κυνισμού.
Στην παλιά πόλη, πολλά μαγαζιά είναι κλειστά. Ο Ιμπραχίμ στα ογδόντα τόσα του μου λέει ότι ο πόλεμος τους έχει τσακίσει. Πουλάει υφάσματα. «Κάποτε βγάζω εκατό σέκελ την ημέρα, κάποτε και τίποτα. Αλλά τι να κάνω; Βαριέμαι να μένω στο σπίτι».
Τον ρωτάω για το κλίμα, για τον πόλεμο, για το χτύπημα που περιμένουν όλοι. «Εγώ», μου λέει πατρικά, «τα έχω ζήσει όλα εδώ. Δεν φοβάμαι, γέρασα πια. Αλλά θα σου πω ένα: πρέπει να τελειώνει. Και οι μεν και οι δε έχουν γονείς και οικογένειες. Δεν πρέπει να σκεφτόμαστε ποτέ τι μπορεί αλλά μόνο τι πρέπει να γίνει».
Με κερνάει καφέ και χουρμάδες και τον βοηθώ με τα κάποια ελληνικά που ξέρει. Να τα φρεσκάρει. «Αν ηρεμήσουν τα πράγματα», μου λέει, «θα έρθουν πίσω και οι Ελληνες». Ο Ιμπραχίμ είναι η φωνή της μειοψηφούσας λογικής. Μα επιμένει.