Εκτός απροόπτου, «δεν θα γίνει πράξη το πιο ακραίο σενάριο να αποσυρθούν οι ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ» λέει στο «Βήμα» ο Ιαν Λέσερ, επικεφαλής του γραφείου του German Marshall Fund στις Βρυξέλλες, αναλύοντας τις ισορροπίες που διαμορφώνονται μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ.

Τι ακριβώς σημαίνει για το ΝΑΤΟ η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο;

«Θεωρώ ότι δεν θα γίνει πράξη το πιο ακραίο σενάριο να αποσυρθούν οι ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ, μολονότι, με βάση την προηγούμενη θητεία του, ο πρόεδρος Τραμπ είναι απρόβλεπτος. Το Καπιτώλιο συνεχίζει να υποστηρίζει πολιτικά το ΝΑΤΟ. Η παραμονή στη Συμμαχία είναι προς το συμφέρον των ΗΠΑ. Επιπλέον, είναι ασαφές κατά πόσο μπορεί, πολιτικώς και νομικώς, ο Τραμπ να προβεί σε απόσυρση από το ΝΑΤΟ, σε περίπτωση που όντως σχεδιάζει να το κάνει. Βεβαίως, ακόμη και αν δεν αποσυρθεί η χώρα από τη Συμμαχία, είμαι βέβαιος ότι ο επανεκλεγείς πρόεδρος μπορεί να κάνει τα πράγματα πολύ δύσκολα και αγχωτικά για αυτή. Το ΝΑΤΟ λειτουργεί συναινετικά και αν το μεγαλύτερο και ισχυρότερο μέλος του είναι δύσπιστο, αυτό θα δυσχεράνει τη λειτουργία του».

Σε αυτή την περίπτωση υπάρχουν δικλίδες ασφαλείας ώστε να μην κλυδωνιστεί η συνοχή της Συμμαχίας;

«Θεωρώ ότι η μοναδική δικλίδα ασφαλείας είναι οι αντικειμενικές στρατηγικές συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι σύμμαχοι σήμερα, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, μεταξύ άλλων υφιστάμενων προκλήσεων. Το ζήτημα της αξιοπιστίας του ΝΑΤΟ είναι κρίσιμο. Δεν υπάρχουν όμως εντός της Συμμαχίας επίσημες εγγυήσεις για τη διατήρηση της συναίνεσης. Τα πάντα, από το μικρότερο έως το μεγαλύτερο, συμπεριλαμβανομένων των δεσμεύσεων του Αρθρου 5 (σ.σ.: δεσμεύει τους εταίρους να υπερασπιστούν ένα κράτος-μέλος που έχει δεχθεί επίθεση), εναπόκεινται στην πολιτική βούληση.

Επομένως, είναι πραγματικά κρίσιμο οι ΗΠΑ να συμμετέχουν στο ΝΑΤΟ με ουσιαστικό τρόπο, χωρίς κλυδωνισμούς. Από την άλλη, θεωρώ ότι η Συμμαχία είναι προετοιμασμένη για τον επιμερισμό του βάρους. Μια συζήτηση που εντείνεται με τα χρόνια είναι ότι οι ευρωπαίοι σύμμαχοι πρέπει να αναλάβουν και να πληρώνουν περισσότερα αυτοβούλως, πέραν των πιέσεων της Ουάσιγκτον, για πολλούς λόγους. Η ευρωπαϊκή αυτονομία είναι ζήτημα στρατηγικής αναγκαιότητας, υπό την έννοια ότι μια κρίση στη Ασία και στην Κίνα μπορεί να αποτραβήξει τις ΗΠΑ από την Ευρώπη, και αυτό ανεξαρτήτως του εκλογικού αποτελέσματος της 5ης Νοεμβρίου. Τότε το κρίσιμο ερώτημα για την Ευρώπη θα είναι αν μια τέτοια μετάβαση θα συντελεστεί αργά ή γρήγορα.

Η αίσθησή μου είναι ότι πυρήνα των ενδιαφερόντων της διακυβέρνησης Τραμπ θα αποτελέσουν οι διεθνείς οικονομικές πολιτικές και δη ένας οικονομικός εθνικισμός, με επίκεντρο την αμερικανική οικονομία. Αυτό θα αποτελέσει τον κινητήριο μοχλό του. Μία από τις προκλήσεις της νέας αμερικανικής κυβέρνησης θα είναι να συμβιβάσει τις οικονομικές προστριβές που θα προκύψουν με τους ευρωπαίους συμμάχους, ενώ υπάρχει το ζητούμενο για μεγαλύτερη συνοχή στη Συμμαχία. Πώς μπορείς να επιτύχεις στενότερες αμυντικές σχέσεις όταν εμπλέκεσαι σε έναν εμπορικό πόλεμο με τους συμμάχους σου;

Υπάρχει, ούτως ή άλλως, σαφώς μια ώθηση για την οικοδόμηση της αμυντικής ικανότητας της Ευρώπης. Αυτή η διαδικασία, που θα πάρει χρόνια να εξελιχθεί ουσιωδώς, θα μπορούσε να συντελεστεί είτε εντός της ΕΕ είτε εντός του ΝΑΤΟ μέσω της ενδυνάμωσης τoυ ευρωπαϊκού πυλώνα του είτε σε συνδυασμό αυτών των δύο».

Η Ευρώπη είναι έτοιμη για τη νέα προεδρική θητεία του Τραμπ;

«Η Ευρώπη ήταν προετοιμασμένη για αυτό το ενδεχόμενο. Πιθανώς, η εκλογή του δεν είναι η επιθυμητή εξέλιξη για τους περισσότερους Ευρωπαίους, αλλά ως γεγονός δεν αποτελεί έκπληξη. Παρ’ όλα αυτά, οι Ευρωπαίοι απέχουν πολύ από το να είναι προετοιμασμένοι για τις επιπτώσεις της νέας θητείας του στον Λευκό Οίκο, τόσο σε σχέση με τις δασμολογικές και εμπορικές πολιτικές όσο και αναφορικά με τις δυνατότητες που σχετίζονται με την ασφάλειά τους. Τα πρόσωπα που θα διοριστούν στην κυβέρνηση Τράμπ θα επηρεάσουν τις πολιτικές που θα δούμε να προκρίνονται στις ΗΠΑ».

Πώς θα επηρεαστεί ο πόλεμος στην Ουκρανία; Ο ουκρανός πρόεδρος Ζελένσκι δεν κρύβει την ανησυχία του.

«Ο πρόεδρος Ζελένσκι, όπως και όλοι οι ευρωπαίοι ηγέτες, θα πρέπει να προσαρμοστεί στη νέα πολιτική πραγματικότητα που θα διαμορφωθεί στην Ουάσιγκτον. Δεν θεωρώ ότι θα αλλάξει κάτι σε σχέση με την υποστήριξη της Ουκρανίας. Το μόνο που αλλάζει η εκλογή Τραμπ προφανώς είναι η επιτάχυνση της ήδη υπάρχουσας συζήτησης για την αναγκαιότητα περαιτέρω αποσαφήνισης των πολεμικών στόχων και την προοπτική κατάπαυσης του πυρός.

Αυτό, είμαι βέβαιος, θα αποτελέσει προτεραιότητα τόσο της διακυβέρνησης Τραμπ όσο και της άλλης πλευράς του Ατλαντικού. Πρέπει επίσης να δούμε πώς η Μόσχα θα αξιολογήσει τις δρομολογούμενες εξελίξεις και τις δικές της επιχειρησιακές προοπτικές. Θα είναι πρόθυμη να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για κατάπαυση του πυρός; Ισως παραχθούν συνθήκες για διαπραγματεύσεις που δεν έχουμε ξαναδεί. Νομίζω ότι από όλες τις πλευρές υπήρξε ένα παιχνίδι αναμονής για το αποτέλεσμα των εκλογών της 5ης Νοεμβρίου. Τώρα που το γνωρίζουμε, πιθανώς να δρομολογηθούν οι προαναφερθείσες διαδικασίες».

Η σχέση του Ντόναλντ Τραμπ θα είναι εξίσου στενή με τον τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν όσο ήταν και κατά την πρώτη θητεία του; Τι πρέπει να περιμένουμε στα ζητήματα ασφάλειας της Ανατολικής Μεσογείου;

«Ειλικρινώς, δεν πιστεύω ότι η σχέση τους ήταν πράγματι τόσο στενή. Υπήρχε ένας βαθμός σύμπνοιας, την οποία ωστόσο υποσκέλιζε η ανησυχία για τους S-400. Εξ ου δεν θεωρώ ότι οι πολιτικές Τραμπ για την Αγκυρα θα διαφέρουν από τις πολιτικές του προέδρου Μπάιντεν. Ενώ αναγνωρίζεται η στρατηγική σημασία της Τουρκίας, συγχρόνως υφίστανται μεγάλες διαφορές, όπως για τους S-400 και τον πόλεμο στη Γάζα. Συνοψίζοντας, εκτιμώ ότι η σχέση ΗΠΑ – Τουρκίας θα παραμείνει σημαντική, αλλά συγχρόνως θα είναι προβληματική. Επιπλέον, δεν διαβλέπω μεγάλες αλλαγές στις ανάγκες της αμερικανικής πολιτικής στη Μεσόγειο, ούτε διακρίνω κάτι ιδιαίτερα αρνητικό σε σχέση με την Ελλάδα. Η Ελλάδα είναι εταίρος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Οι διμερείς σχέσεις κατά την προεδρία Τραμπ θα είναι πιθανώς προβλέψιμες. Οι σχέσεις που αφορούν περισσότερα μέρη, λιγότερο».