Καλύτερα ένα τέλος με τρόμο παρά ένας τρόμος χωρίς τέλος. Αυτή η φράση ακούγεται συχνά στο Βερολίνο αυτές τις μέρες, όταν γίνεται λόγος για το τέλος της κυβερνητικής συμμαχίας. Τις τελευταίες εβδομάδες οι εντάσεις εντός του συνασπισμού είχαν αυξηθεί τόσο ώστε ήταν πλέον ζήτημα χρόνου να τερματιστεί η κυβέρνηση στη σημερινή της μορφή – και μάλιστα ήταν απαραίτητο να συμβεί αυτό.

Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο λεγόμενος συνασπισμός «φαναριού», που αποτελείται από το πράσινο (οικολογικό), το κίτρινο (φιλελεύθερο) και το κόκκινο (σοσιαλδημοκρατικό) κόμμα, έχει χάσει την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας του πληθυσμού.

Η συμμαχία αυτή θεωρείται η πιο αντιδημοφιλής κυβέρνηση που είχε η Γερμανία εδώ και καιρό. Μόλις το 19% των ερωτηθέντων έχουν θετική άποψη για τον καγκελάριο Ολαφ Σολτς, ένα ποσοστό που αποτελεί δημοσκοπικό χαμηλό.

Αυτό μπορεί, αφενός, να οφείλεται στις προσωπικές ιδιότητες του καγκελαρίου. Πολλοί Γερμανοί θεωρούν ότι ο Σολτς στερείται χαρίσματος, ενώ οι επικριτές του τού προσάπτουν ανεπαρκή επικοινωνία.

Ωστόσο, η κριτική για την έλλειψη ηγετικής δύναμης έχει να κάνει κυρίως με τα δομικά προβλήματα της γερμανικής πολιτικής των συνασπισμών. Ο Ολαφ Σολτς ηγείτο μέχρι πρόσφατα μιας κυβέρνησης τριών κομμάτων (ενώ τώρα έχουν μείνει δύο), τα οποία σε πολλά ζητήματα έχουν εντελώς διαφορετικές ιδεολογικές θέσεις.

 

Πολιτικό θέατρο

Από την αρχή της θητείας του ο Ολαφ Σολτς αναγκαζόταν να βρίσκει συμβιβασμούς μεταξύ των αντικρουόμενων συμφερόντων και θέσεων των κυβερνητικών εταίρων του. Το γεγονός ότι οι συζητήσεις μεταξύ των κομμάτων γίνονταν όλο και πιο συχνά δημόσια, μπροστά σε κάμερες, προκάλεσε τεράστια ζημιά στην εικόνα της κυβέρνησης και του ηγέτη της. Αντί να δείξει ενότητα και μια σαφή στρατηγική για την επίλυση των πολλών προβλημάτων, η συμμαχία παρουσιαζόταν σαν ένα πολιτικό θέατρο.

Για να θέσει τέλος σε αυτό το θέαμα της έλλειψης ενότητας, ο Σολτς απέλυσε στα μέσα της εβδομάδας τον υπουργό Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, τον οποίο πολλοί θεωρούν τον μεγαλύτερο υπαίτιο για τις εντάσεις στον καταρρέοντα συνασπισμό.

Ως υπουργός Οικονομικών, ο Λίντνερ ήταν κεντρική φιγούρα του υπουργικού συμβουλίου. Είναι επίσης πρόεδρος του FDP, ενός σχετικά μικρού κόμματος που αγωνίζεται για την πολιτική του επιβίωση και αισθάνεται συχνά υποχρεωμένο να υπερασπίζεται τις θέσεις του με ιδιαίτερη επιμονή.

 

Ο λόγος της διάλυσης

Ο κύριος λόγος για τη διάλυση της συμμαχίας ήταν – όπως συχνά συμβαίνει στην πολιτική – η διαμάχη για τα οικονομικά. Υπήρχαν θεμελιωδώς διαφορετικές ιδεολογικές προσεγγίσεις εντός της κυβέρνησης.

Ενώ ο Λίντνερ επέμενε σε μια αυστηρή δημοσιονομική πολιτική (με τη δημοσιονομική πειθαρχία ως δόγμα), ο Ολαφ Σολτς και οι υπουργοί των Πρασίνων – κυρίως ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Ρόμπερτ Χάμπεκ – πίστευαν ότι η Γερμανία έπρεπε να πάρει νέα δάνεια για να αντιμετωπίσει τις οικονομικές και πολιτικές προκλήσεις.

Τελικά, ήταν κυρίως τα πρόσθετα κονδύλια που ζήτησε ο Σολτς για στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία, τα οποία ο Λίντνερ αρνήθηκε, που οδήγησαν στην κλιμάκωση της κρίσης και στη διάλυση της συμμαχίας.

Ο Ολαφ Σολτς είναι γνωστός για τη μετριοπαθή ρητορική του. Αυτό μπορεί να συνδέεται με την καταγωγή του από τον Βορρά της Γερμανίας, όπου η συναισθηματικότητα του Νότου είναι σπάνια.

Η αυστηρότητα με την οποία τώρα στρέφεται κατά του πρώην υπουργού Οικονομικών, τον οποίο παρουσιάζει σχεδόν ως τον αποκλειστικό υπεύθυνο για τις δυσκολίες της κυβέρνησης, εξέπληξε πολλούς – και είναι ασυνήθιστη για τη γερμανική πολιτική αντιπαράθεση.

Το «φανάρι» είναι πια ιστορία. Το πολιτικό πείραμα κατέρρευσε εκεί που εξαρχής υπήρχαν οι ρωγμές: στις βαθιές, ιδεολογικά θεμελιωμένες διαφορές μεταξύ δύο πιο αριστερών κομμάτων – των Πρασίνων και των Σοσιαλδημοκρατών – και του FDP, που βρίσκεται δεξιότερα του Κέντρου.

 

Τι θα γίνει από εδώ και πέρα

Η στιγμή για τη σοβαρότερη πολιτική κρίση που βιώνει η Γερμανία εδώ και καιρό δεν θα μπορούσε να είναι πιο ακατάλληλη. Το πολιτικό δράμα στο Βερολίνο κορυφώθηκε λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση της επανεκλογής του Ντόναλντ Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ολοι συμφωνούν ότι η Ευρώπη χρειάζεται ισχυρή ηγεσία για να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις που συνεπάγεται μια δεύτερη θητεία Τραμπ για τη Γηραιά Ηπειρο. Είναι αμφίβολο αν ο Ολαφ Σολτς, χωρίς κοινοβουλευτική πλειοψηφία, έχει την πολιτική δύναμη για σημαντικές αποφάσεις.

Στη Γερμανία η προεκλογική εκστρατεία έχει ήδη αρχίσει. Οι αλληλοκατηγορίες και η συζήτηση για το ποιος ευθύνεται για τη διάλυση της συμμαχίας κυριαρχούν. Οι απαντήσεις στα ερωτήματα για το πώς θα λυθούν τα πολυάριθμα προβλήματα, ειδικά της γερμανικής οικονομίας, βρίσκονται στο περιθώριο.

Το κεντρικό ερώτημα για το τι θα γίνει από εδώ και πέρα έχει να κάνει περισσότερο με τακτικές υπολογισμού των πολιτικών πρωταγωνιστών παρά με πολιτικά προγράμματα. Ο καγκελάριος Σολτς σκοπεύει να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης στα μέσα Ιανουαρίου, κάτι που σίγουρα θα χάσει, οδηγώντας – σύμφωνα με το Σύνταγμα – σε νέες εκλογές δύο μήνες αργότερα.

Το σχέδιο του Σολτς

Η καθυστέρηση αυτή έχει τακτική σκοπιμότητα. Ο Σολτς ελπίζει να περάσει σημαντικούς νόμους από το κοινοβούλιο τις επόμενες εβδομάδες, ώστε να βελτιώσει τις πιθανότητές του στις εκλογές της άνοιξης. Η αντιπολίτευση απορρίπτει κατηγορηματικά την καθυστέρηση και απαιτεί η ψήφος εμπιστοσύνης να διεξαχθεί «εδώ και τώρα».

Το δηλητηριασμένο κλίμα στην πολιτική σκηνή της Γερμανίας δείχνει ότι ακόμη και σε διαδικαστικά ζητήματα δεν υπάρχει χώρος για πολιτικό συμβιβασμό. Σε μικρό και μεγάλο επίπεδο, οι πολιτικοί έχουν χάσει τη διάθεση για συνεννόηση. Πρόκειται για μια επικίνδυνη εξέλιξη σε μια χώρα που παραδοσιακά στηριζόταν σε κυβερνήσεις συνασπισμού, στις οποίες οι συμβιβασμοί και η καλή θέληση ήταν καθοριστικοί.

Η πολιτική τάξη της Γερμανίας εξαρτάται από τη διάθεση για συμβιβασμό – διαφορετικά, το χάος της ακυβερνησίας απειλεί τη χώρα.

Ο δρ Ρόναλντ Μαϊνάρντους είναι πολιτικός αναλυτής και σχολιαστής και κύριος ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ.