Oι συνεχείς καύσωνες και η επίμονη ξηρασία που πλήττουν την Ευρώπη φέτος το καλοκαίρι δεν αποτελούν έκπληξη. Ηδη από το 2018 η επιστημονική κοινότητα επισημαίνει μια ανησυχητική διάσταση της κλιματικής αλλαγής: την εμφάνιση καυσώνων σε συνδυασμό με ξηρασίες με αποτέλεσμα τη σημαντική επιδείνωση των επιπτώσεων τις οποίες θα είχε το κάθε φαινόμενο αν συνέβαινε μόνο του. Παράλληλα, στο διάστημα 2011-2020 σημειώνεται αύξηση στον αριθμό των περιπτώσεων κατά τις οποίες καταγράφηκε εμφάνιση καυσώνων σε συνδυασμό με ξηρασίες σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες, κυρίως δε στην Κεντρική και τη Νοτιο-ανατολική Ευρώπη.
Η εμφάνιση καυσώνων σε συνδυασμό με ξηρασίες είναι δυνατόν να προκύψει από διάφορες αιτίες. Για παράδειγμα, η μείωση της εδαφικής υγρασίας λόγω της κλιματικής αλλαγής οδηγεί σε αύξηση της θερμοκρασίας στην επιφάνεια, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε καύσωνα ή στην ενίσχυση μιας ήδη σε εξέλιξη ξηρασίας. Η κοινή εμφάνιση μπορεί επίσης να πυροδοτηθεί από ανωμαλίες στις μεγάλης κλίμακας ατμοσφαιρικές κυκλοφορίες, που οδηγούν στον «εγκλωβισμό» θερμών αερίων μαζών πάνω από την Ευρώπη για εκτενή χρονικά διαστήματα. Σύμφωνα μάλιστα με πρόσφατες επιστημονικές δημοσιεύσεις, που όμως μένει να διακριβωθούν ως προς τα συμπεράσματά τους, η συχνότερη εμφάνιση των παραπάνω ανωμαλιών στην Ευρώπη μπορεί να συνδέεται ακόμα και με τη μείωση της παγοκάλυψης στην Αρκτική! Τέλος, η κοινή εμφάνιση επηρεάζεται και από το ποσοστό κάλυψης μίας περιοχής από δάση, στοιχείο που προβληματίζει, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι από το 1960 μέχρι το 2019 μειώθηκε – σε παγκόσμια κλίμακα – η δασοκάλυψη ανά κάτοικο του πλανήτη από 1.400 στρέμματα σε 500, δηλαδή κατά 60%.
Στην Ελλάδα εκτιμάται ότι θα αυξηθούν τα θερμά επεισόδια (καύσωνες) σε όλη την επικράτεια με τις μεγαλύτερες αυξήσεις να αναμένονται στην Ανατολική και τη Νότια Ελλάδα, ακόμα και κατά την περίοδο 2026-2045. Ειδικότερα, οι μέγιστες τιμές εντοπίζονται στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα και στην Αττική (περίπου 10 καύσωνες το έτος παραπάνω σε σχέση με την περίοδο 1971-2000) αλλά και στην Ανατολική Πελοπόννησο και στην Κρήτη για την περίοδο 2046-2065 για το απαισιόδοξο σενάριο σε ό,τι αφορά τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου (σενάριο που είναι δυστυχώς σε εξέλιξη λόγω της αδυναμίας της παγκόσμιας κοινότητας να μειώσει τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου αλλά και της στροφής πολλών χωρών στα ορυκτά καύσιμα ως αποτέλεσμα του ασφυκτικού εναγκαλισμού της Ευρώπης από τη Ρωσία). Αντίστοιχα, ο δείκτης ξηρασίας (όσο πιο αρνητικές οι τιμές, τόσο ενισχύεται η ξηρασία) επιδεινώνεται, και πάλι για το απαισιόδοξο σενάριο, κυρίως στην Πελοπόννησο και στην Κρήτη, ενώ δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί η επιδείνωσή του – έστω και μικρότερη – στις αγροτικές εκτάσεις της Στερεάς Ελλάδος και της Δυτικής Θεσσαλίας (πηγή: Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Διανέοσις).
Η εμφάνιση καυσώνων σε συνδυασμό με ξηρασίες έχει κλιμακωτές και αλληλο-τροφοδοτούμενες επιδράσεις. Ενισχύει τον κίνδυνο δασικών πυρκαγιών, ενώ τις καθιστά όταν προκύψουν περισσότερο επιθετικές και πιο δύσκολα ελέγξιμες. Επηρεάζει καθοριστικά την ποιότητα ζωής στα μεγάλα και μεσαία αστικά κέντρα της χώρας, ουσιαστικά την υγεία πάνω από 6 εκατομμύρια ανθρώπων, ιδιαίτερα δε αυτών που είναι άνω των 65 ετών. Δυσχεραίνει την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών, είτε αυτές αναφέρονται στις αυξημένες ανάγκες ψύξης ή στην παραγωγή ενέργειας από υδροηλεκτρικά έργα. Και, τέλος, θέτει σε κίνδυνο την αγροτική παραγωγή, γεγονός που επηρεάζει τόσο την οικονομική ανάπτυξη αλλά και τη συνοχή της υπαίθρου.
Συνήθως μετά από εκτενείς περιόδους ξηρασίας ή/και καύσωνα, ακολουθούν έντονες βροχοπτώσεις. Οταν θα συμβεί αυτό, ας ελπίσουμε ότι δεν θα ερμηνευθεί ως η επίλυση του προβλήματος της κλιματικής κρίσης. Αντίθετα, θα πρέπει να οδηγήσει στην επείγουσα κατάρτιση εξειδικευμένων σχεδίων προσαρμογής των περιοχών που εκτιμάται ότι πλήττονται περισσότερο από τη «νέα» αυτή διάσταση της κλιματικής αλλαγής, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι η ταχύτητα με την οποία εξελίσσεται η κλιματική αλλαγή είναι υψηλότερη από την ταχύτητα με την οποία λαμβάνονται τα απολύτως ανεπαρκή μέτρα για τον μετριασμό της. Να οδηγήσει επίσης – ακόμη και στη δύσκολη συγκυρία της τρέχουσας ενεργειακής κρίσης – σε πολιτικές για την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και την ταχύτερη στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Η πρόκληση άλλωστε της μείωσης των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα δεν παύει να είναι κολοσσιαία. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από τη χώρα μας εκτιμάται ότι ανήλθαν σε περίπου 4 δισεκατομμύρια τόνους από το 1850 έως το 2020. Δηλαδή όση περίπου ήταν η μείωση των εκπομπών σε παγκόσμια κλίμακα λόγω των περιοριστικών μέτρων της πανδημίας. Με άλλα λόγια, σε μία περίοδο κατά την οποία περιορίστηκαν σημαντικά – αν δεν μηδενίσθηκαν κιόλας κατά ορισμένα διαστήματα – και σε παγκόσμια κλίμακα οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από τις μεταφορές και τη βιομηχανία, το αποτέλεσμα που προέκυψε ήταν να ισοσταθμισθεί η συμβολή μόνο μίας μικρής χώρας.
Ο κ. Κωνσταντίνος Καρτάλης είναι καθηγητής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την Κλιματική Αλλαγή.