Είναι γνωστό ότι αν κάτι απεχθάνεται και θέλει να αποφεύγει πάση θυσία ο κόσμος των επιχειρήσεων, αυτό είναι η πολιτική αστάθεια και η αβεβαιότητα. Ως εκ τούτου θα ήταν παράλογο να αισιοδοξούν οι επιχειρήσεις στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, τη γερμανική. Η κυβέρνηση μειοψηφίας Σολτς έχασε τη στήριξή της στο Κοινοβούλιο και η χώρα βαδίζει για πρόωρες εκλογές τον Φεβρουάριο.

Διάχυτος και γενικευμένος είναι όμως ο φόβος – για οιονεί βεβαιότητα μιλούν πολλοί αναλυτές – ότι σταθερή κυβερνητική πλειοψηφία πολύ δύσκολα θα προκύψει από τις επόμενες κάλπες.

Κακή συγκυρία

Αν η πολιτική αστάθεια ανέκυπτε σε μια περίοδο αναπτυξιακής κανονικότητας και σχετικής, έστω, ευρωστίας της εθνικής και της παγκόσμιας οικονομίας, η κατάσταση θα ήταν πιο εύκολα διαχειρίσιμη και θα υπήρχε ελπίδα για έξοδο από την κρίση δίχως μεγάλη ζημιά για τις επιχειρήσεις. Δυστυχώς το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία.

Δηλαδή και η εσωτερική οικονομική κατάσταση της Γερμανίας είναι αρνητική – ουσιαστικά η χώρα συμπληρώνει δύο έτη ύφεσης – και ο διεθνής περίγυρος μόνο αισιοδοξία δεν εμπνέει με δύο φυσικούς πολέμους που μαίνονται (ένας σε ευρωπαϊκό έδαφος και ένας στην πλησιέστερη γειτονιά της ηπείρου), με έναν παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο να βαίνει προς κλιμάκωσή του μετά την επιστροφή Τραμπ στον Λευκό Οίκο, με τη δεύτερη οικονομία της ευρωζώνης (τη γαλλική) να βρίσκεται σε δεινή δημοσιονομική και πολιτική κατάσταση καθώς ταλανίζεται κι αυτή από βαθιά πολιτική κρίση και με την τρίτη οικονομία (την ιταλική) να πνίγεται επίσης στα χρέη και να φλερτάρει με την ύφεση, αλλά να έχει τουλάχιστον σταθερή κυβέρνηση.

Απογοήτευση

Η τελευταία έρευνα της χρονιάς για το επιχειρηματικό κλίμα στη Γερμανία, τα αποτελέσματα της οποίας ανακοίνωσε την περασμένη Τρίτη το ανεξάρτητο Ινστιτούτο Οικονομικών Μελετών Ifo, αποτυπώνει τη γενικευμένη απογοήτευση του γερμανικού επιχειρηματικού κόσμου τόσο για τις εσωτερικές εξελίξεις σε επίπεδο πολιτικό όσο και για τις εξωτερικές σε επίπεδο οικονομικό και εμπορικό.

Διότι η Γερμανία είναι μια κατεξοχήν εξαγωγική χώρα που, συν τοις άλλοις, έπαψε εδώ και μια τριετία να απολαμβάνει τη φθηνή ενέργεια που της προμήθευε η Ρωσία με μεσολαβητή και εγγυητή τον πρώην καγκελάριο και μετέπειτα ανώτατο στέλεχος της Gazprom, Γκέρχαρντ Σρέντερ.

Σημειωτέον ότι ο Σρέντερ ακόμα και μετά τη διεθνή κατακραυγή και τις κυρώσεις της Δύσης κατά της Μόσχας αρνήθηκε να αποκηρύξει τον Βλαντίμιρ Πούτιν και να διακόψει τους στενούς δεσμούς φιλίας που έχει οικοδομήσει με αυτόν εδώ και μια 20ετία, μετά την παράδοση της γερμανικής Καγκελαρίας στην Ανγκελα Μέρκελ το 2005 συγκεκριμένα.

Το επιχειρηματικό κλίμα

Επί του προκειμένου, το Ifo καταγράφει μια περαιτέρω υποχώρηση του επιχειρηματικού κλίματος τον Δεκέμβριο στο 84,7 από το 85,6 που ήταν τον Νοέμβριο. Είναι το χαμηλότερο επίπεδο που καταγράφεται από τον Μάιο του 2020, όταν η Γερμανία και ο πλανήτης ολόκληρος κατέβαζαν τα ρολά και κλείνονταν στην απομόνωση για να σωθούν από τη φονική πανδημία της COVID-19.

Ιδιαίτερα στον βιομηχανικό τομέα η απαισιοδοξία είναι καθολική καθώς οι παραγγελίες μειώνονται, οι όμιλοι προγραμματίζουν περικοπές της παραγωγής, ενώ εμβληματικές φίρμες, όπως η Volkswagen, προαναγγέλλουν ακόμα και λουκέτα σε μονάδες παραγωγής επί γερμανικού εδάφους, κάτι το πρωτοφανές μεταπολεμικά.

Σε ανάλογη κατάσταση βρίσκεται ο τομέας του εμπορίου, ενώ οι τομείς των υπηρεσιών και των κατασκευών μοιάζουν να βρίσκουν μια κάποια στήριξη, ο πρώτος χάρη στις πωλήσεις των εορτών των Χριστουγέννων και ο δεύτερος χάρη στις προσδοκίες για αύξηση των χρηματοδοτήσεων για δημόσια έργα.

«Η αδυναμία της γερμανικής οικονομίας προσλαμβάνει χρόνια χαρακτηριστικά» εκτιμά το Ifo.

Ο επικεφαλής του εδρεύοντος στο Μόναχο Ινστιτούτου Κλέμενς Φούεστ μιλώντας στην τηλεόραση του Bloomberg διευκρίνισε ότι η κατήφεια εδράζεται στην απουσία αισιόδοξων προοπτικών. «Η οικονομία έχει τελματώσει εδώ και πολύ καιρό, γι’ αυτό η επόμενη κυβέρνηση πρέπει να δώσει έμφαση στην ανάπτυξη» είπε χαρακτηριστικά ο γερμανός οικονομολόγος.

Οι επενδυτές γιορτάζουν

Σε αντίθεση πάντως με τον επιχειρηματικό κόσμο της Γερμανίας, οι επενδυτές αισιοδοξούν για κάτι καλύτερο. Ο δείκτης επενδυτικής εμπιστοσύνης που κατέγραψε το εδρεύον στο Μάνχαϊμ Ινστιτούτο ZEW εκτινάχθηκε στο 15,7 από το 7,4. Υψηλότερα και από τις προσδοκίες των ειδικών που συμμετείχαν σε έρευνα του Bloomberg.

«Με τις εκλογές να πλησιάζουν και με την προοπτική περαιτέρω μειώσεων των επιτοκίων από την Ευρωτράπεζα, οι προσδοκίες των επενδυτών για κάτι καλύτερο ενισχύονται» δήλωσε ο πρόεδρος του ZEW Αχιμ Βάμπαχ. Πώς να μην είναι, όμως, αισιόδοξοι οι παράγοντες της αγοράς όταν, σε πείσμα της καχεξίας της γερμανικής οικονομίας και των επιχειρήσεων, ο δείκτης DΑΧ στο Χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης καλπάζει ξεπερνώντας προ ημερών το επίπεδο των 20.000 μονάδων, για πρώτη φορά στην ιστορία του;

Ποντάρουν σε κυβέρνηση Μερτς και λιγότερους φόρους

Η απαισιοδοξία δεν ταιριάζει στον καπιταλισμό, γι’ αυτό και η αγορά της Φρανκφούρτης καλπάζει από ρεκόρ σε ρεκόρ. Παρά την πολιτική κρίση στο εσωτερικό και τους δασμούς στις γερμανικές εξαγωγές που απειλεί να επιβάλει ο εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, οι επενδυτές ελπίζουν ότι στις εκλογές του προσεχούς Φεβρουαρίου οι δημοσκόποι θα επαληθευθούν και στη γερμανική Καγκελαρία θα εγκατασταθεί ο Φρίντριχ Μερτς.

Ο επικεφαλής του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος θεωρείται φίλα προσκείμενος προς τον επιχειρηματικό κόσμο, καθώς υπόσχεται λιγότερους ελέγχους στην αγορά και στις επιχειρήσεις και βεβαίως λιγότερους φόρους.

Ο ηλικίας 69 ετών πολιτικός είναι μεν φιλελεύθερος, αλλά με τον… γερμανικό τρόπο. Δεν έχει καμία εμμονή με τις δημόσιες επενδύσεις, τις οποίες θέλει να αυξήσει προκειμένου να τονωθούν η εσωτερική ζήτηση και η οικονομική δραστηριότητα στη χώρα, να επιταχυνθεί ο ρυθμός ανάπτυξης, αλλά να ενισχυθεί και η απασχόληση, αφού την τελευταία διετία η ανεργία αργά αλλά σταθερά ανεβαίνει φθάνοντας στο 6,1% τον Νοέμβριο.

Σε αντίθεση με τη Γαλλία, η Γερμανία έχει το δημοσιονομικό περιθώριο για άσκηση επεκτατικής οικονομικής πολιτικής. Αν εξαιρέσει βέβαια κανείς το διαβόητο «φρένο χρέους» που φρόντισε να κληροδοτήσει στους επιγόνους του ο αλήστου μνήμης υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, το οποίο εν τέλει «κινδυνεύει» να χαλαρώσει όχι από κάποια κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων αλλά από τους Χριστιανοδημοκράτες. Αν τους το επιτρέψουν, βέβαια, οι συνήθεις κυβερνητικοί τους εταίροι, Ελεύθεροι Δημοκράτες του Κρίστιαν Λίντνερ – αυτού που έριξε την κυβέρνηση Σολτς. Και πάνω απ’ όλα, αν το ακροδεξιό AfD συγκρατηθεί εκλογικά.

Διαφορετικά όλα τα περιγραφέντα σενάρια και οι συλλογιστικές θα καταρρεύσουν σαν χάρτινοι πύργοι.