«Η μετάβαση προς πιο βιώσιμα και δίκαια τρόφιμα δεν είναι πλέον επιλογή, είναι υποχρέωση» τονίζει στο «Βήμα» ο Πιερ Ραφάρ, καθηγητής Γεωπολιτικής και Διεθνών Σχέσεων στο Ελεύθερο Ινστιτούτο Μελέτης των Διεθνών Σχέσεων στο Παρίσι (ILERI-Paris), ιδρυτής της συμβουλευτικής εταιρείας Food & Beverage Kereviz και συνιδρυτής του ερευνητικού εργαστηρίου Food 2.0 Lab. Η δε Ελλάδα, προσθέτει, οφείλει να κάνει απολογισμό για το σημείο όπου βρίσκεται η γεωργική παραγωγή της σήμερα. Την ερχόμενη Πέμπτη, ο κ. Ραφάρ θα δώσει διάλεξη στο Γαλλικό Ινστιτούτο στην Αθήνα, με θέμα «Παιχνίδια εξουσίας στο πιάτο μας: Γεωπολιτική των τροφίμων την εποχή της παγκοσμιοποίησης».
Ο ακριβής καθορισμός της φύσης και της λειτουργίας των μελλοντικών γεωργικών και τροφικών μοντέλων «θα χρειαστεί χρόνο» λέει μιλώντας στο «Βήμα». «Από τους παραγωγούς έως τους καταναλωτές, από τους ιδιώτες επενδυτές έως τις εθνικές κυβερνήσεις, είμαστε όλοι φορείς της αλλαγής». Παρότι σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες οι καταναλωτές είναι εκείνοι που έχουν δώσει πραγματική ώθηση στα βιολογικά προϊόντα και όχι οι κατασκευαστές ή οι υπεύθυνοι λήψης πολιτικών αποφάσεων, εν τούτοις η «πράσινη επανάσταση» των τροφίμων «δεν μπορεί να συμβεί χωρίς τη βιομηχανία αγροδιατροφής» προσθέτει ο συνομιλητής μας, περιγράφοντας τον «διττό ρόλο» που πρέπει να αναλάβουν τα κράτη και η Ευρωπαϊκή Ενωση.
«Καλούνται να θεσπίσουν το νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο για την υποστήριξη αυτών των μεταβάσεων – η νέα έκδοση της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, έστω και αν δεν αποτελεί αυτοσκοπό. Και να κάνουν την τοπική, βιώσιμη και ποιοτική παραγωγή ανταγωνιστική στις εθνικές και ευρωπαϊκές αγορές» συστήνει ο καθηγητής Γεωπολιτικής και συγγραφέας του βιβλίου «Γεωπολιτική των τροφίμων και της γαστρονομίας. Από το δίκρανο στην τεχνολογία τροφίμων» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, μετάφραση Μαρία Παπαηλιάδη).
«Ο καλύτερος βοηθός ενός διπλωμάτη είναι σίγουρα ο μάγειράς του» έλεγε ο Ταλεϋράνδος, υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας τον 19ο αιώνα. Ισχύει αυτό ακόμα;
«Φυσικά. Από την αρχαιότητα. Τι μπορεί να είναι καλύτερο από ένα ελκυστικό τραπέζι προκειμένου να διευκολύνεις την επικοινωνία, να μπεις στο επίκεντρο, να αποπλανήσεις και να υπερασπιστείς τα συμφέροντά σου; Το είδαμε τον περασμένο Μάιο, στην υποδοχή που επιφύλαξε η Γαλλία στον κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ. Το πλούσιο δείπνο που παρατέθηκε είχε ως στόχο να χαροποιήσει τους γευστικούς κάλυκες της κινεζικής αντιπροσωπείας και, συγχρόνως, να προωθήσει τη γαλλική τεχνογνωσία και να κεντρίσει το ενδιαφέρον πιθανών επενδυτών. Το ίδιο συνέβη και κατά την επίσκεψη της αμερικανίδας υπουργού Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν στην Κίνα. Συμφωνώντας να συμμορφωθεί με το τοπικό γαστρονομικό τελετουργικό, επεδίωξε να δείξει την επιθυμία των ΗΠΑ για μια πιθανή προσέγγιση με την Κίνα».
Το Παγκόσμιο Πρόγραμμα Σίτισης (WFP) κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, κάνοντας λόγο για «πανδημία πείνας». Πόσο ορατή είναι πραγματικά; Πώς θα μπορούσε να τραφεί ο συνεχώς αυξανόμενος παγκόσμιος πληθυσμός, δεδομένης της κλιματικής κρίσης, της μείωσης των πόρων και του τεταμένου γεωπολιτικού πλαισίου;
«Σε αντίθεση με ό,τι πιστεύεται, ο αριθμός των ανθρώπων που υποφέρουν από υποσιτισμό έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, από 580 εκατ. το 2013 σε σχεδόν 800 εκατ. το 2022. Και αυτοί οι αριθμοί δεν αφορούν μόνο τις πιο ευάλωτες χώρες. Στις λεγόμενες πλούσιες χώρες, πολλά νοικοκυριά δεν έχουν αρκετό φαγητό. Σίγουρα οι πόλεμοι και η κλιματική αλλαγή αποτελούν μέρος της παγκόσμιας κατάστασης που επιβαρύνει προϋπάρχοντα διαρθρωτικά προβλήματα, όπως ο πληθωρισμός, η συγκέντρωση, η χρηματιστικοποίηση κ.λπ. Σε πολλές χώρες, η τοπική γεωργία επιβιώνει έχοντας αντικατασταθεί από εξαγωγικές καλλιέργειες – φοινικέλαιο, μάνγκο, αβοκάντο κ.ά. –, διαταράσσοντας τα οικοσυστήματα και βυθίζοντας τους πληθυσμούς στη φτώχεια. Η προώθηση παραγωγών προσαρμοσμένων στα τοπικά περιβάλλοντα και πληθυσμούς αποτελεί πλέον υποχρέωση».
Ποιες είναι οι προκλήσεις που θέτει η κλιματική αλλαγή στην παραγωγή τροφίμων; Τι επείγει να γίνει;
«Το ερώτημα σήμερα είναι πώς να τροφοδοτήσουμε καλύτερα έναν συνεχώς αυξανόμενο παγκόσμιο πληθυσμό, με λιγότερους διαθέσιμους πόρους. Λιγότερο νερό, γη, ορυκτά καύσιμα, εργασία, λιπάσματα κ.λπ. Τα ζητήματα είναι κρίσιμα και αξίζουν κάτι καλύτερο από τις καρικατουρίστικες επιχειρηματολογίες που υποστηρίζουν είτε ότι όλα είναι καλά είτε ότι το τέλος του κόσμου είναι κοντά! Οσον αφορά τις λύσεις, η πρώτη είναι η κατασκευή συστημάτων φαγητού που προϋποθέτουν μια συγκεκριμένη μορφή νηφαλιότητας. Αλλά δεν τίθεται θέμα επιστροφής στις εποχές των σπηλαίων. Πάνω από όλα, πρόκειται για τη βελτιστοποίηση των μεθόδων παραγωγής και επεξεργασίας, τον περιορισμό της σπατάλης σε όλα τα στάδια της αξιακής αλυσίδας και την αμφισβήτηση των πλεονεκτημάτων ορισμένων μορφών κατανάλωσης. Ενας δεύτερος άξονας είναι αυτό που αποκαλώ «ρετρο-καινοτομία»».
Τι είναι η «ρετρο-καινοτομία»;
«Να ανακαλύψουμε ξανά ξεχασμένες πρακτικές, είδη, φυτά, προϊόντα και τεχνικές που, επικαιροποιημένες, μπορούν να μας επιτρέψουν να προσαρμοστούμε και να αντιμετωπίσουμε τις μελλοντικές προκλήσεις».
Πρέπει να μπει φρένο στην τεχνολογία των τροφίμων;
«Ολα εξαρτώνται από το τι εννοούμε με τον όρο «τεχνολογία τροφίμων». Η ιστορία της γεωργίας και των τροφίμων έχει σημαδευτεί από μεταμορφώσεις, εκσυγχρονισμούς και καινοτομίες. Ωστόσο, εδώ και περισσότερα από είκοσι χρόνια, έχουμε δει την εμφάνιση της λεγόμενης «επανάστασης της τεχνολογίας τροφίμων». Αυτόνομα ρομπότ και τεχνητή νοημοσύνη έχουν εισέλθει στη μαγειρική και στη διατροφή, με εξατομικευμένες δίαιτες, ψηφιακές πλατφόρμες παραγγελιών και παράδοσης. Υπόσχονται να επανεξετάσουν πλήρως το περιεχόμενο των ποτηριών και των πιάτων μας. Διακυβεύονται κολοσσιαία οικονομικά συμφέροντα. Αυτά τα νέα προϊόντα και υπηρεσίες φέρνουν μαζί τους μια βαθιά φιλοσοφική επανάσταση. Πέρασε η ηδονιστική απόλαυση και η κοινωνικότητα που προσφέρει η μαγειρική. Το φαγητό αντιμετωπίζεται πλέον από τους επιστήμονες και τους επιχειρηματίες ως μια αυστηρά λειτουργική πράξη και ένα σύνολο διατροφικών, περιβαλλοντικών και ηθικών προβλημάτων που πρέπει να επιλυθούν. Ενα τελικά πολύ αγγλοσαξονικό όραμα των πραγμάτων».
Η Ελλάδα, όπως παρατηρείτε στο βιβλίο σας «Γεωπολιτική των τροφίμων και της γαστρονομίας», είναι καιρός να κάνει απολογισμό. Πώς θα μπορέσει να ανακτήσει τον ρόλο που είχε στη γεωργική παραγωγή;
«Η Ελλάδα είναι σαν τις υπόλοιπες μεσογειακές χώρες. Σήμερα υφίσταται τις συνέπειες των γεωργικών και διατροφικών επιλογών που έγιναν τις προηγούμενες δεκαετίες. Η εξειδίκευση γύρω από ορισμένες εξαγωγικές καλλιέργειες, που είναι a priori πιο κερδοφόρες, ή η απόφαση να εγκαταλειφθούν άλλες έχουν αποδιοργανώσει τον αγροτικό κόσμο και έχουν κάνει τη χώρα εξαρτημένη από άλλες χώρες. Είμαι πεπεισμένος ότι η επιστροφή στην τοπική γεωργική παραγωγή μπορεί να είναι μια λύση. Αλλά δεν μιλάω για μια αναδρομή στο παρελθόν. Το αντίθετο. Για μένα, οι αγροδιατροφικοί οργανισμοί και οι εταιρείες πρέπει να θεωρούν τον τόπο όπου δραστηριοποιούνται ως βασικό στοιχείο της οικονομικής τους βιωσιμότητας. Το τοπικό δεν είναι γεωγραφική αφαίρεση. Είναι ταυτόχρονα μια καταναλωτική αγορά, ένα μέσο προώθησης της απασχόλησης, μια πηγή οικολογικού και ανθρώπινου δυναμικού, ένας χώρος κοινής χρήσης, αλλά και μια μοναδική πελατειακή σχέση».