Ξανά ένα κείμενο του Ομερ Μπάρτοβ, ισραηλινού καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μπράουν στις ΗΠΑ και από τους διαπρεπέστερους ιστορικούς του Ολοκαυτώματος, στον «Guardian» αυτή τη φορά, έγινε viral προκαλώντας εκ νέου την μήνιν των συμπατριωτών του – δημοσιεύτηκε στις 13 Αυγούστου με τίτλο «Ως πρώην στρατιώτης των IDF (Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων) και ιστορικός της γενοκτονίας, ταράχτηκα βαθιά από την πρόσφατη επίσκεψή μου στο Ισραήλ». Γράφτηκε με αφορμή τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν πριν την προγραμματισμένη διάλεξή του στο Πανεπιστήμιο Μπεν Γκουριόν στο Ισραήλ, στις 19 Ιουνίου, στο πλαίσιο εκδήλωσης για τις παγκόσμιες διαμαρτυρίες στα πανεπιστημιακά campus κατά του Ισραήλ, όπου ο Μπάρτοβ σχεδίαζε να ασχοληθεί με το ερώτημα «εάν οι διαμαρτυρίες ήταν ειλικρινείς εκφράσεις αγανάκτησης ή υποκινούνταν από αντισημιτισμό».
Οταν έφτασε στην είσοδο της αίθουσας διαλέξεων, αντίκρισε μια ομάδα φοιτητών. Σύντομα αποδείχθηκε ότι δεν ήταν εκεί για να παρακολουθήσουν την εκδήλωση, αλλά για να διαμαρτυρηθούν εναντίον της. Οι φοιτητές είχαν κινητοποιηθεί από ένα μήνυμα WhatsApp στο οποίο ο Μπάρτοβ εμφανιζόταν ως ένοχος για τη διάπραξη προδοσίας. Δεν είχε επισκεφθεί το Ισραήλ από τον Ιούνιο του 2023 και κατά τη διάρκεια της πρόσφατης επεισοδιακής επίσκεψης, βρήκε «μια διαφορετική χώρα από αυτή που γνώριζα», στην οποία «γεννήθηκα και μεγάλωσα».
Οι προσωπικές εμπειρίες τον έκαναν να αναζητήσει τα αίτια που «η ισραηλινή κοινωνία σήμερα είναι ανίκανη να αισθανθεί οποιαδήποτε ενσυναίσθηση για τον πληθυσμό της Γάζας».
Ακόμη και το άρθρο στον «Guardian» είχε διττή υποδοχή, εξηγεί στο «Βήμα» λίγες μέρες μετά τη δημοσίευσή του: «Μερικοί άνθρωποι απάντησαν με μακροσκελείς και συγκινητικές προσωπικές αφηγήσεις για τη σχέση τους με το Ισραήλ. Αλλοι ήταν πολύ επικριτικοί απέναντί μου». Οι «πιο ενδιαφέρουσες απαντήσεις» ωστόσο, υπογραμμίζει ο συνομιλητής μας, «προήλθαν από Εβραίους και Ισραηλινούς που ζουν στο εξωτερικό, οι οποίοι ανέφεραν ότι μετά από δικά τους επικριτικά σχόλια για τις ισραηλινές πολιτικές, δέχθηκαν επίθεση ή ακόμη και αποκηρύχθηκαν από τις οικογένειες και τους φίλους τους».
«Οι περισσότεροι Ισραηλινοί δεν υποστηρίζουν την Ακροδεξιά, αλλά υποστηρίζουν πολιτικές που θεσπίζονται από μια ακροδεξιά κυβέρνηση ή τουλάχιστον δεν αντιτίθενται αποτελεσματικά σε αυτές. Και οι περισσότεροι φαίνεται ότι είτε υποστηρίζουν τη συνέχιση της βίας κατά των Παλαιστινίων, είτε απλώς αδιαφορούν γι’ αυτούς. Προς το παρόν, είναι δύσκολο να δούμε μια αλλαγή εκ των έσω» προσθέτει, εκτός αν το Ισραήλ «αντιμετωπίσει έναν συνδυασμό ολοένα μεγαλύτερης στρατιωτικής απειλής και καταστροφικών ζημιών σε ζωές και περιουσίες, από εχθρούς όπως η Χεζμπολάχ, το Ιράν και οι Χούθι, παράλληλα με μια δραματική οικονομική ύφεση. Ή αν υπάρξει μαζική διεθνής πίεση από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων περιορισμών στην προμήθεια όπλων, οικονομικών κυρώσεων και απώλειας διπλωματικής υποστήριξης».
Δύο κοινωνίες που καλούνται να συνυπάρξουν, παρά το νέο βαθύ τραύμα του αιματοκυλίσματος της Χαμάς και του νέου κύκλου αίματος στη Γάζα, θα μπορέσουν να ζήσουν μαζί ειρηνικά; «Ναι. Αυτό όμως προϋποθέτει την έναρξη μιας πολιτικής διαδικασίας που θα επιτρέψει τελικά στο Ισραήλ και στην Παλαιστίνη να μοιραστούν τη γη με ειρήνη και ισότητα. Θα χρειαστεί επίσης μια διαδικασία αλήθειας και συμφιλίωσης, που θα περιλαμβάνει την αποδοχή της ενοχής και της ευθύνης και την αποζημίωση για υλικές, ανθρώπινες και ψυχολογικές βλάβες» απαντά ο Μπάρτοβ, περιγράφοντάς μας το «ηθικό καθήκον» των ανθρώπων που μελετούν το Ολοκαύτωμα και τη γενοκτονία απέναντι σε αυτό που συμβαίνει σήμερα στη Γάζα. «Το να ισχυρίζεσαι «ποτέ ξανά» σημαίνει όχι μόνο να θυμάσαι περασμένες φρικαλεότητες, αλλά και να πολεμάς εναντίον τους σήμερα και στο μέλλον».
Η ρεαλιστική λύση που θα επέτρεπε στους δύο λαούς να συνυπάρξουν ειρηνικά είναι μία, συνοψίζει, χωρίς να χάνει την ελπίδα: «Μια συνομοσπονδιακή δομή μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης, όπως περιγράφεται στο (ισραηλοπαλαιστινιακό κίνημα) A Land for All, όπου δύο ανεξάρτητα κράτη δίπλα-δίπλα θα επιτρέπουν σε ορισμένους από τους πολίτες του άλλου κράτους να κατοικούν στην επικράτειά τους, διατηρώντας ανοιχτά σύνορα και ελευθερία κινήσεων».