Η βούληση της κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ να αλλάξει χαρακτήρα η έως τώρα στενή συνεργασία ΗΠΑ και Ευρώπης για την ασφάλεια της «συλλογικής Δύσης» φέρνει νέα δεδομένα στους ευρωπαίους ηγέτες. Πώς αντιδρούν οι δύο ηγέτιδες δυνάμεις της ΕΕ, Γαλλία και Γερμανία, στις ραγδαίες ανακατατάξεις μιας παράδοσης δεκαετιών;

Η Γαλλία του Εμανουέλ Μακρόν επιμένει περισσότερο στην ανάδειξη της πυρηνικής αποτρεπτικής της ισχύος. Είναι χαρακτηριστικό ότι ήδη το 2022, κατά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, δύο γαλλικά πυρηνικά υποβρύχια φέρονται να πραγματοποίησαν απόπλου από τη Βρετάνη. Αν και η διαταγή αποστολής δεν επιβεβαιώθηκε επισήμως, απασχόλησε εκτενώς τον γαλλικό Τύπο. Το καθένα είχε βάρος πάνω από 14.000 τόνους, μήκος 138 μέτρα και έφερε έως και 16 πυρηνικούς πυραύλους. Ο συγκεκριμένος απόπλους ήταν ένα ισχυρό μήνυμα του Μακρόν προς τη Ρωσία. Ο γαλλικός στόλος διαθέτει τέσσερα παρόμοια πυρηνικά υποβρύχια, με τις κινήσεις τους να αποτελούν στρατιωτικό απόρρητο.

O Μακρόν θεμελιώνει τον προνομιακό ρόλο του στο ότι η Γαλλία αποτελεί τον παλαιότερο σύμμαχο των ΗΠΑ, ήδη από την Αμερικανική Επανάσταση του 1776. Το σημερινό επίδικο είναι, αντιστρόφως, η ανεξαρτησία της ΕΕ. Ο Μακρόν είχε προφητικώς κάνει λόγο για «ευρωπαϊκή κυριαρχία» το 2017, στην ομιλία στη Σορβόννη, καθώς και για το ότι η ΕΕ δεν θα μπορεί εσαεί να στηρίζεται στις αμερικανικές εγγυήσεις ασφάλειας. Οι δηλώσεις αυτές είχαν αντιμετωπιστεί από τη Γερμανία της καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ ως γαλλική ρητορική. Το 2019 ο Μακρόν επανήλθε με την προκλητική διακήρυξη ότι «το ΝΑΤΟ είναι εγκεφαλικά νεκρό», εκφράζοντας αμφιβολίες για την πρακτική δεσμευτικότητα του Αρθρου 5 σχετικά με την αμοιβαία άμυνα των μελών της Συμμαχίας.

Ενα μακραίωνο τραύμα

Πού οφείλεται η διαφορά στη γαλλική και τη γερμανική προσέγγιση; Η επισφάλεια του πεδινού Παρισιού αποτελεί ένα μακραίωνο τραύμα. Η Γαλλία γνώρισε γερμανική κατοχή στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ το Παρίσι κινδύνευσε και το 1914. Εναν αιώνα πρωτύτερα, στη μάχη του Παρισιού το 1814, οι δυνάμεις Ρωσίας, Πρωσίας και Αυστρίας εισήλθαν θριαμβικά στο Παρίσι μετά την ατυχή εκστρατεία του Ναπολέοντα εναντίον της Ρωσίας. Η Γαλλία ηττήθηκε και στον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο του 1870-71.

Οι τραυματικές αυτές εμπειρίες οδήγησαν μεταπολεμικώς – σε μια περίοδο όπου η Ευρώπη μοιραζόταν σε σφαίρες επιρροής των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ενωσης – σε μία τυπικά γαλλική επιμονή στην ευρωπαϊκή ανεξαρτησία με αιχμή την πυρηνική αποτροπή. Αυτή η πολιτική παράδοση συνδέεται συνήθως με το όνομα του γάλλου στρατηγού Σαρλ ντε Γκωλ, ο οποίος επέμεινε αποφασιστικά στην ειρηνική χρήση της πυρηνικής τεχνολογίας και από το 1958 στο να γίνει η Γαλλία πολεμική πυρηνική δύναμη. Είναι ο Μακρόν συνεχιστής της πολιτικής του Ντε Γκωλ;

«Οι εποχές είναι διαφορετικές» λέει στο «Βήμα» ο Γιώργος Μαργαρίτης, καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. «Ο Ντε Γκωλ επιθυμούσε μια περιχαρακωμένη Γερμανία, σε αντίθεση με την αμερικανική βούληση για την οικονομική συνεργασία όλης της Ευρώπης ως αντίπαλο δέος στο Ανατολικό Μπλοκ. Για να αποφευχθεί ένα γαλλικό βέτο στον γερμανικό επανεξοπλισμό, επετράπη στη Γαλλία να αποκτήσει πυρηνικά όπλα ως εγγύηση έναντι της ανόδου της Γερμανίας. Στο ψυχροπολεμικό πλαίσιο του ΝΑΤΟ, οι ευθύνες μοιράστηκαν: η Γερμανία διατηρεί μεγάλο χερσαίο στρατό, ενώ η Γαλλία προσφέρει εγγυήσεις πυρηνικής ισχύος».

Σήμερα, ο διαμοιρασμός αυτός επικαιροποιείται σε περιβάλλον διαφορετικών προκλήσεων: αφενός υποχωρεί η ευρωπαϊκή παραγωγικότητα έναντι της Ασίας και των περιφερειακών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης και της παραγωγής, λ.χ., χάλυβα, σιδήρου και άλλων προϋποθέσεων για τη συντήρηση εκτεταμένης πολεμικής βιομηχανίας. Αφετέρου, η πολιτική Τραμπ επαναφέρει τη λογική ζωνών επιρροής και ζωτικού χώρου, λ.χ., σε Μεξικό, Καναδά και Γροιλανδία, με αποτέλεσμα η Ευρώπη να αναγκάζεται να προσχωρήσει σε παρόμοια λογική.

Με το βλέμμα στον Ειρηνικό

Χαρακτηριστικό της Γαλλίας είναι ότι αποτελεί τη δεύτερη χώρα παγκοσμίως σε αποκλειστική οικονομική ζώνη στη θάλασσα, λόγω της παρουσίας της στους ωκεανούς λ.χ. με τη Γαλλική Πολυνησία. Η πιεστική ανάγκη της για ναυτική δύναμη στον Ειρηνικό έρχεται σε αντίφαση με τις υποχρεώσεις της στον Ατλαντικό και το ΝΑΤΟ, σε μια περίοδο όπου αποσύρεται και από τη Δυτική Αφρική. «Ο γκωλισμός του Μακρόν δεν μπορεί να κατανοηθεί ανεξάρτητα από την άνοδο της Ακροδεξιάς» υπογραμμίζει ο κ. Μαργαρίτης.

«Η Μαρίν Λεπέν χρησιμοποιεί επίσης συνθήματα του γκωλισμού. Σήμερα το σύνθημα δεν είναι τα γκωλικά Κονκόρντ και υπερωκεάνια, αλλά τα γαλλικά υποβρύχια που διαθέτουν αυτόνομη γαλλική τεχνολογία, σε αντίθεση με την πυρηνική τεχνολογία του Ηνωμένου Βασιλείου που εξαρτάται από τις ΗΠΑ. Σε αυτό το πλαίσιο, η πρόταση Μακρόν είναι να απαλλαγεί η Γαλλία από το μεγάλο κόστος που έχει, λ.χ., η διατήρηση εκτεταμένου πεζικού και τεθωρακισμένων με αντάλλαγμα να προσφέρει την πυρηνική ομπρέλα».  

Σημειωτέον ότι ο γαλλικός στρατιωτικός προϋπολογισμός είναι οριακά κοντά στο 2% του νατοϊκού στόχου. Αποτελούν τα πυρηνικά μια αναπλήρωση για τη μη ικανοποιητική κατάσταση του συμβατικού γαλλικού στρατού; Η προεδρία πάντως του Εμανουέλ Μακρόν συνδέθηκε με μια αύξηση των δαπανών από 32,3 δισ. ευρώ το 2017 σε 47 δισ. ευρώ το 2025. Στις αιτιάσεις ότι η Γαλλία προσφέρει λιγότερα όπλα στην Ουκρανία από όσα η Γερμανία, η γαλλική κυβέρνηση απάντησε το καλοκαίρι του 2023 με την αποστολή πυραύλων Cruise, όταν οι Scalp και Storm Shadow είχαν κομβική σημασία στην πάλη της Ουκρανίας με τον ρωσικό στόλο στον Εύξεινο Πόντο. Στις αρχές του 2025 η γαλλική κυβέρνηση απέστειλε επίσης αεροσκάφη Mirage, τα οποία συνοδεύθηκαν από πρόγραμμα εκπαίδευσης των ουκρανών πιλότων στη Γαλλία.

Γιατί ο Μερτς θα κριθεί όπως ο Αντενάουερ;

Το τραύμα της Γερμανίας είναι το αντίστροφο από εκείνο της Γαλλίας. Η εμπειρία του ναζισμού οδήγησε τη Δυτική Γερμανία στην επιλογή να επαφίεται στις ΗΠΑ για την άμυνά της. Το γεγονός ότι και η επανενωμένη Γερμανία δεν επεδίωξε, για ιστορικούς λόγους, να αποκτήσει πυρηνικά είχε ως συνέπεια ότι η κυβέρνηση του Ολαφ Σολτς απέφυγε να παράσχει στην Ουκρανία πολεμικά αεροσκάφη και πυραύλους Cruise λόγω δισταγμών για την επέκταση του πολέμου, ενώ η Γαλλία ως πυρηνική δύναμη έχει την πολυτέλεια να είναι πιο τολμηρή.

O νέος καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς φέρνει νέο πνεύμα. Η θητεία Σολτς είχε χαρακτηριστεί από οριοθεσία στις πρωτοβουλίες για αποστολή όπλων, με παραπομπή στις ΗΠΑ για την ανάληψη των βασικών αποφάσεων και διαβεβαιώσεις ότι δεν θα σταλούν χερσαία ευρωπαϊκά στρατεύματα στην Ουκρανία. Ο Μερτς εξασφάλισε την Παρασκευή τη συμφωνία των Σοσιαλδημοκρατών και των Πρασίνων για την αύξηση του oρίου χρέους προκειμένου να χρηματοδοτηθούν εξοπλισμοί ενός τρισ. ευρώ. Η Βουλή αναμένεται να επικυρώσει την εξαίρεσή τους από το «φρένο χρέους» την ερχόμενη εβδομάδα.

Ως προς τις γαλλογερμανικές σχέσεις, αξίζει να θυμηθούμε ότι ο Εμανουέλ Μακρόν είχε τονίσει την ανάγκη ενίσχυσης της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας (άνοιξη 2023), καθώς και της αποστολής ευρωπαϊκών στρατευμάτων στην Ουκρανία (Φεβρουάριος 2024), προκαλώντας μια σπάνια ρητή διάψευση από τον καγκελάριο Σολτς, που προκάλεσε ένταση. Αντιθέτως, ως υποστηρικτής της ευρωπαϊκής ανεξαρτησίας, ο Μερτς υπήρξε επιθυμητός συνομιλητής στο Παρίσι ήδη ως αρχηγός της αντιπολίτευσης (Δεκέμβριος 2023). Το διακύβευμα είναι πλέον η αυτοτελής ευρωπαϊκή πυρηνική αποτροπή. Η προηγούμενη κυβέρνηση Σολτς μπορεί να είχε παράσχει περισσότερα όπλα στην Ουκρανία από όσα η Γαλλία. Ηταν όμως σταθερή στη θεώρηση ότι η πυρηνική αποτροπή είναι υπόθεση του ΝΑΤΟ.

Υπάρχουν πάντως αντικειμενικές δυσχέρειες: περίπου 20 αμερικανικές πυρηνικές βόμβες είναι αποθηκευμένες στη Γερμανία. Μια αυτοτελής ευρωπαϊκή άμυνα απαιτεί εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ: για αξιοποίηση 800 δισ. ευρώ για τον εξοπλισμό της Ευρώπης έκανε λόγο η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Παραμένει το ζήτημα αν η κυβέρνηση Τραμπ θα παρείχε εγγυήσεις ασφαλείας για ευρωπαϊκά στρατεύματα εμπλεκόμενα στην Ουκρανία.

Το κρίσιμο ερώτημα

Ο καθηγητής Γιώργος Μαργαρίτης τονίζει: «Ενώ οι κυβερνήσεις της Μέρκελ επικέντρωναν στη βιομηχανική ανάπτυξη, στη συνέχεια η Γερμανία στράφηκε στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και τις υπηρεσίες. Ο πολεμικός επανεξοπλισμός σημαίνει επαναβιομηχάνιση, δηλαδή βαριά μεταλλουργία, εισαγωγές πρώτων υλών, αλλά και εργατικού δυναμικού. Οι οικονομικοί πόροι θα χρειαστούν ή γιγαντιαίο δανεισμό με κίνδυνο πληθωρισμού ή μεταφορά πόρων από το κοινωνικό κράτος». Θα αντέξουν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες έναν συνδυασμό των παραπάνω, και μάλιστα σε ένα πολιτικό σκηνικό ανόδου της Ακροδεξιάς;

Ενδεικτική πάντως για τη δυναμική του Μερτς είναι η δήλωση του Γιόσκα Φίσερ (στην «Die Zeit») ότι ο νέος καγκελάριος θα έχει ως πήχη σύγκρισης τον πρώτο καγκελάριο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας Κόνραντ Αντενάουερ. Ο Φίσερ τόνισε τη σημασία της πνευματικής ετοιμότητας της Γερμανίας να αναλάβει ηγετικό ρόλο, η οποία θα μπορούσε να συγκριθεί μόνο με την προσήλωση του Αντενάουερ στον δυτικό προσανατολισμό της χώρας, που καθόρισε τη μεταπολεμική της αναγέννηση.

Θα είναι ο Μερτς ένας νέος Αντενάουερ, με τον Μακρόν σε ρόλο ανανεωτή της γκωλικής παράδοσης; Ο Πολυμέρης Βόγλης, καθηγητής Κοινωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, επισημαίνει τα ιστορικά τραύματα της Γερμανίας: «Οι μνήμες του ναζισμού οδήγησαν μεταπολεμικώς τη Δυτική Γερμανία να επιδιώξει την ένταξη στο ΝΑΤΟ, με τον επανεξοπλισμό της Γερμανίας να αποτελεί ένα διηνεκές ιστορικό πρόβλημα. Το 1955 η προσχώρηση της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ είχε ως απάντηση τη σύμπηξη του Συμφώνου της Βαρσοβίας και την εμβάθυνση του διχασμού με την Ανατολική Γερμανία. Βεβαίως, η μεταπολεμική Γερμανία μπορεί να διαθέτει έναν μεγάλο στρατό, ανερχόμενο και σε δυναμικό 500.000, αλλά πάντα σε συνδυασμό με αμερικανικά στρατεύματα και πυραύλους στην επικράτειά της. Σήμερα, η Ευρώπη παραθεωρείται από τις ΗΠΑ στις συνομιλίες και η φιλόδοξη εξαγγελία 800 δισ. ευρώ σε αμυντικές επενδύσεις έρχεται και ως αποτέλεσμα παραγκωνισμού. Είναι κυρίως η πολιτική Τραμπ που αναγκάζει την Ευρώπη να αναλάβει έναν ρόλο που δεν έχει ακόμη, αυτόν της αυτοτελούς αμυντικής συμμαχίας».   

Σημειωτέον ότι η εκλογή Τραμπ συνδέεται με τη γερμανική κυβερνητική κρίση που οδήγησε στην εκλογή Μερτς. Ο γάλλος πρόεδρος φαίνεται να εκμεταλλεύεται το μεσοδιάστημα αυτό, ώστε να προβάλει τις δικές του αξιώσεις ηγεσίας για την ασφάλεια της ΕΕ. Αξιοσημείωτη είναι εν προκειμένω η ανανεωμένη συνεργασία του Μακρόν με τον βρετανό πρωθυπουργό Κιρ Στάρμερ, θέτοντας τη Γερμανία σε δεύτερη μοίρα, παρά μάλιστα το γεγονός ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι τυπικά μέρος της ΕΕ μετά το Brexit. Μακρόν και Στάρμερ συγκάλεσαν συνόδους κορυφής στο Παρίσι και στο Λονδίνο, πραγματοποίησαν συναντήσεις με τον Ντόναλντ Τραμπ στην Ουάσιγκτον, στήριξαν τον ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι μετά το ταπεινωτικό επεισόδιο με τον Τραμπ και τον αντιπρόεδρο Τζέι Ντι Βανς. Και, κυρίως, Μακρόν και Στάρμερ προθυμοποιήθηκαν να αποστείλουν στρατιωτικές δυνάμεις στην Ουκρανία στο πλαίσιο της συζητούμενης εκεχειρίας.

Η διπλή κρίση για την Ευρώπη λόγω της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία και της νέας πολιτικής Τραμπ φαίνεται, επομένως, να έχει ως συνέπεια μια νέα πρόσδεση του Ηνωμένου Βασιλείου στο ευρωπαϊκό άρμα σε στενή συνεργασία με τη Γαλλία, ακόμα και με τοποθέτηση της Γερμανίας σε δεύτερη μοίρα, ως προς σημαντικές πρωτοβουλίες. Από την άλλη, ο νέος καγκελάριος Μερτς αναδεικνύει επίσης την αναγκαία τριπλή συνεννόηση Γαλλίας, Γερμανίας και Πολωνίας για το μέλλον του ευρωπαϊκού επανεξοπλισμού, αλλάζοντας περαιτέρω μια ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας υπό συνεχή αναδιαμόρφωση.