Στην πολιτική, δώδεκα μήνες ισοδυναμούν με έναν αιώνα. Η κοινοτοπία αυτή ταιριάζει γάντι στο σημερινό πολιτικό τοπίο των ΗΠΑ: πολλά μπορεί να αλλάξουν στον επόμενο χρόνο, μέχρι τις 5 Νοεμβρίου 2024, ημέρα των αμερικανικών προεδρικών εκλογών. Αν όμως οι εκλογές γίνονταν άμεσα, θα επικρατούσε άνετα ο Ρεπουμπλικανός πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, παρά το ότι διώκεται ποινικά για σοβαρές κατηγορίες, ανάμεσα στις οποίες και για το ότι έθεσε σε κίνδυνο την ασφάλεια των ΗΠΑ. Βάσει των τελευταίων δημοσκοπήσεων, ο Τραμπ θα κέρδιζε με διαφορά τον Δημοκρατικό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, ο οποίος διεκδικεί την επανεκλογή του.
Προηγείται σε πέντε κρίσιμες Πολιτείες
Στη σφυγμομέτρηση των «ΝΥΤ»/Siena της περασμένης Κυριακής, ο Τραμπ προηγείται σε πέντε «swing States», δηλαδή Πολιτείες που θεωρούνται κρίσιμες επειδή οι ψηφοφόροι δεν έχουν σταθερή κομματική προτίμηση και άρα μπορεί να καθορίσουν το τελικό αποτέλεσμα: στην Αριζόνα, στην Τζόρτζια, στο Μίσιγκαν, στη Νεβάδα και στην Πενσιλβάνια φέρνει ποσοστό κατά μέσο όρο από 44% ως 48%. Η δυσπιστία των ψηφοφόρων έναντι του Μπάιντεν εστιάζεται στη ηλικία του (θα είναι 82 ετών το 2024), στην οικονομική πολιτική και στους χειρισμούς του στον πόλεμο Χαμάς – Ισραήλ.
Αντίστοιχα είναι τα ευρήματα και στη σφυγμομέτρηση του CBS της 3ης Νοεμβρίου, στην οποία ο Τραμπ προηγείται του Μπάιντεν καθώς το 59% των ψηφοφόρων τον θεωρεί ικανότερο να χειριστεί την οικονομία, έναντι 37% που προτιμά τον Μπάιντεν. Οι παραδοσιακοί ψηφοφόροι των Δημοκρατικών, όπως οι ισπανόφωνοι, οι μαύροι και οι νεότεροι σε ηλικία Αμερικανοί, απομακρύνονται επίσης από το Δημοκρατικό Κόμμα.
Για τον Νέιτ Κόεν, δημοσιογράφο των «Νew Υork Τimes», ο οποίος ανέλυσε τα αποτέλεσμα της δημοσκόπησης της εφημερίδας, τα ευρήματα δεν αποτυπώνουν επί της ουσίας ενίσχυση του Τραμπ αλλά αδυναμία του Μπάιντεν. Μιλώντας στη «Washington Post» o Κλιφ Ολμπράιτ, εκ των ιδρυτών του Black Voters Matter Fund, οργάνωση για την ενίσχυση των μαύρων ψηφοφόρων, υποστηρίζει ότι η αμερικανική κυβέρνηση παρερμήνευσε το μήνυμα που έστειλαν στις εκλογές του 2020 οι μαύροι ψηφοφόροι, οι οποίοι ψήφισαν Μπάιντεν χωρίς ενθουσιασμό, επειδή πίστευαν ότι ήταν ο μόνος που μπορούσε να κερδίσει τον Τραμπ.
Που οφείλεται η απήχηση Τραμπ
Οι δημοσκοπήσεις ήταν αναμενόμενο να θορυβήσουν τους Δημοκρατικούς, οι οποίοι καλούνται να αναπροσαρμόσουν την προεκλογική στρατηγική τους και να την καταστήσουν αποτελεσματική. Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει πρωτίστως να εντοπίσουν πού οφείλεται η απήχηση του Τραμπ. Δύσκολο ερώτημα, με πολλές πιθανές απαντήσεις.
Κατ’ αρχάς, πολλοί Ρεπουμπλικανοί πιστεύουν ακράδαντα ότι οι διώξεις του Τραμπ είναι πολιτικώς υποκινούμενες, οπότε τον στηρίζουν ενώπιον της αδικίας του «συστήματος». Ο Τραμπ βασίζεται σε εκατομμύρια ψηφοφόρους οι οποίοι αρέσκονται στο σκληρό λαϊκιστικό του ύφος και δεν έχουν πρόβλημα με τις απειλές του όταν λέει πως όταν εκλεγεί θα φυλακίσει όσους Αμερικανούς δεν συμφωνούν με τις ιδέες του. Πιστεύουν δηλαδή ότι ναι μεν ο Τραμπ «αδικείται από το σύστημα», αλλά και ότι το σύστημα Τραμπ είναι εξ ορισμού δίκαιο.
Μια δεύτερη εξήγηση είναι ότι παρότι ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ περιορίζεται, οι τιμές των βασικών αγαθών και των καυσίμων παραμένουν σε υψηλότερα επίπεδα από αυτά που οι ψηφοφόροι είχαν συνηθίσει. Μια τρίτη εξήγηση, την οποία προτάσσουν πολλοί Δημοκρατικοί, είναι ότι τα μέσα ενημέρωσης απασχολούν την κοινή γνώμη εστιάζοντας διαρκώς στις κακές ειδήσεις.
Ιδιαίτερα τα συντηρητικά αμερικανικά ΜΜΕ επιμένουν στο ζήτημα του πληθωρισμού. Εδώ όμως, όπως σημειώνει το Atlantic, φέρουν ευθύνη και τα φιλελεύθερα ΜΜΕ, καθώς είναι μάλλον υποτονικά στην κριτική τους όταν ο Τραμπ εκστομίζει τερατωδίες (ή όταν προσβάλλει τους θεσμούς, όπως έκανε για ακόμη μια φορά απαξιώνοντας το δικαστήριο κατά τη διάρκεια μιας δίκης του την περασμένη εβδομάδα).
Σύμφωνα με μια τέταρτη ερμηνεία, οι ψηφοφόροι, όταν ρωτώνται στις δημοσκοπήσεις για την κατάσταση της οικονομίας, έχουν την τάση να κάνουν δηλώσεις και όχι να απαντούν στο τι πραγματικά πιστεύουν για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης. Ολοι αυτοί όμως ξεχνούν ότι ζουν σε μια οικονομία που αναπτύσσεται περισσότερο από οποιασδήποτε άλλης ανεπτυγμένης χώρας από την αρχή της πανδημίας και εντεύθεν (4,9% ο ρυθμός ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας το τρίτο τετράμηνο του 2023, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία) και παρ’ όλα αυτά εξακολουθούν να είναι θυμωμένοι και να γκρινιάζουν.
Ο Μπάιντεν χρεώνεται την απαισιοδοξία
Οταν οι Αμερικανοί είναι απαισιόδοξοι, «την πληρώνει ο πρόεδρος» έγραψε η αρθρογράφος Μισέλ Κοτλ στους «ΝΥΤ». Το κατά πόσο ο Μπάιντεν συνέβαλε σε αυτό το κλίμα απαισιοδοξίας, ειδικά ως προς την κατάσταση της οικονομίας, δεν έχει σημασία. Ο Μπάιντεν χρεώνεται την απαισιοδοξία, η οποία είναι συναίσθημα. Και δεν μπορείς να τα βάλεις με τα συναισθήματα των ψηφοφόρων. Ακόμη και αν παραθέσεις επιχειρήματα, δεν θα καταφέρεις να τους πείσεις ότι η χώρα βαδίζει στη σωστή κατεύθυνση. Επιπροσθέτως, η διεθνής ζοφερή συγκυρία δεν καθησυχάζει τους Αμερικανούς: ο πόλεμος στην Ουκρανία και, εδώ και έναν μήνα, ο πόλεμος Χαμάς – Ισραήλ, δύο πόλεμοι στους οποίους οι ΗΠΑ έχουν σημαντικό ρόλο, δεν λειτουργούν υπέρ του κλίματος αισιοδοξίας.
Σε ζοφερούς προεκλογικούς καιρούς, πολλοί ψηφοφόροι αρχίζουν να ζητούν αλλαγή, να θέλουν ένα νέο πρόσωπο, κάποιον που να ταράξει τα νερά. Στις ΗΠΑ αυτή η τάση συνήθως ευνοεί το κόμμα που είναι στην αντιπολίτευση. Το 2008, ο Δημοκρατικός Ομπάμα εξελέγη πρόεδρος μετά τη δύσκολη οκταετία Μπους. Σε αυτή την τάση επενδύει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα: στο ότι ο Τραμπ, αν και δεν είναι καινούργιο πρόσωπο, θα ταράξει τα νερά παρά τα σοβαρά μειονεκτήματά του.
«Πλασάρεται» ως ο υποψήφιος της αλλαγής
Το 2020 ο Μπάιντεν είχε αντιπαρατεθεί στον Τραμπ ως ο υποψήφιος που θα έβαζε τάξη μετά το χάος που άφηνε ο απερχόμενος πρόεδρος. Σήμερα ο Τραμπ «πλασάρεται» ως ο υποψήφιος της αλλαγής. Στις συγκεντρώσεις του λέει στους υποστηρικτές του ότι θα πάρει εκδίκηση για λογαριασμό τους. Τέτοιες εμπρηστικές δηλώσεις προκαλούν δικαιολογημένα ανησυχία στους Αμερικανούς που δεν προτίθενται να τον ψηφίσουν (και όχι μόνο: ουδείς εχέφρων ηγέτης της Δύσης θα ήθελε να βρεθεί απέναντι στον Τραμπ). Αυτές όμως οι δηλώσεις του Τραμπ μπορεί, σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές, να αποβούν υπέρ των Δημοκρατικών: ο Σάιμον Ρόζεμπεργκ, πολιτικός επιστήμων με πείρα στη χάραξη στρατηγικής για το Δημοκρατικό Κόμμα, θεωρεί ότι όταν ξεκαθαρίσει το τοπίο μετά τις προκριματικές εκλογές και οι Αμερικανοί έχουν να επιλέξουν μεταξύ Τραμπ και Μπάιντεν, θα επανεκλέξουν τον Μπάιντεν. Μακάρι να επαληθευτεί.