Τους λόγους γιατί δεν υπήρξε «κόκκινο τσουνάμι» την περασμένη Τρίτη και τι σημαίνει αυτό για τις προεδρικές εκλογές του 2024 αναλύει μιλώντας στο «Βήμα» ο κ. Χάρης Μυλωνάς, αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Τζορτζ Ουάσιγκτον στις ΗΠΑ.
Γιατί δεν υπήρξε «κόκκινο τσουνάμι»;
«Οι δημοσκοπήσεις δεν συνυπολόγισαν ότι λόγω της πρόσφατης απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ να ανατρέψει το συνταγματικό δικαίωμα στην άμβλωση, που εξόργισε και κινητοποίησε πολλές γυναίκες, η συμμετοχή των γυναικών στις εκλογές θα επηρεαζόταν. Οχι μόνο η συμμετοχή των γυναικών ήταν πολύ πιο μαζική, αλλά και πολλές γυναίκες, που αυτοχαρακτηρίζονται «ανεξάρτητες» στο πλαίσιο της αμερικανικής πολιτικής ζωής, πήγαν να ψηφίσουν Δημοκρατικούς στη βάση αυτού του θέματος. Μετά τις εκλογές επιβεβαιώθηκε στα exit polls ότι όντως το θέμα των αμβλώσεων ήταν στο ίδιο επίπεδο ή και σε ορισμένες περιπτώσεις πιο ψηλά στο μυαλό των ψηφοφόρων από τον πληθωρισμό – ενώ προεκλογικά όλοι θεωρούσαν ότι ο πληθωρισμός και η ακρίβεια ήταν το σημαντικότερο πρόβλημα με διαφορά. Το δεύτερο στοιχείο που ανέκοψε το «κόκκινο τσουνάμι» είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις στις προκριματικές εκλογές, όταν υπήρχαν ακραίοι «τραμπικοί» υποψήφιοι που είχαν υιοθετήσει το «μεγάλο ψέμα» (σ.σ. ότι ο Τραμπ κέρδισε τις εκλογές του 2020), το Δημοκρατικό Κόμμα επέλεξε στρατηγικά να τους στηρίξει – κυρίως κάνοντας επίθεση στους πιο μετριοπαθείς Ρεπουμπλικανούς υποψήφιους – με τη λογική ότι αν έμπαιναν αυτοί οι ακραίοι «τραμπικοί» υποψήφιοι απέναντι στους Δημοκρατικούς υποψηφίους στις ενδιάμεσες εκλογές της περασμένης Τρίτης, αυτό θα ευνοούσε τους Δημοκρατικούς. Ηταν μια αμφιλεγόμενη στρατηγική, που επικρίθηκε γενικά αλλά και εντός του Δημοκρατικού Κόμματος, αλλά σε πολλές περιπτώσεις απέδωσε. Εν τέλει οι «τραμπικοί» υποψήφιοι συμμετείχαν σε μια διαδικασία που ουσιαστικά υπονόμευαν με τον λόγο τους. Ο τρίτος λόγος είναι γιατί το θέμα της δημοκρατίας και των θεσμών, όπως το έθεσε ο πρόεδρος Μπάιντεν (σ.σ. ότι η αμερικανική δημοκρατία ήταν ένα από τα διακυβεύματα των εκλογών της περασμένης Τρίτης), είναι ένα θέμα με το οποίο συμφωνούν πολλοί Ρεπουμπλικανοί. Δηλαδή, μέσα στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα υπάρχει ένα ρήγμα που ξεχωρίζει εκείνους που υποστηρίζουν τυφλά τον Τραμπ από τους Ρεπουμπλικανούς αρχών, που είναι Ρεπουμπλικανοί επειδή συμμερίζονται συγκεκριμένες αρχές, όπως ο Μιτ Ρόμνεϊ και η Λιζ Τσέινι, και όχι λόγω τυφλής πίστης στο πρόσωπο του Τραμπ – ανάμεσα στις αρχές αυτές είναι ο σεβασμός του Συντάγματος και των νόμων. Αυτοί είτε υποστήριξαν Δημοκρατικούς είτε δεν υποστήριξαν «τραμπικούς» υποψηφίους που προωθούσαν το «μεγάλο ψέμα». Τέλος, έπαιξαν ρόλο τα δημοψηφίσματα που διοργανώθηκαν παράλληλα με τις εκλογές και κινητοποίησαν τμήματα του πληθυσμού που διαφορετικά μπορεί να μην πήγαιναν τόσο μαζικά να ψηφίσουν, όπως νέοι που πήγαν να ψηφίσουν για το θέμα των αμβλώσεων ή της νομιμοποίησης της κάνναβης που τέθηκαν σε δημοψήφισμα σε ορισμένες Πολιτείες. Αυτά σε συνδυασμό με το ότι ο Μπάιντεν δεν είναι μια διχαστική προσωπικότητα, δεν είναι ένας πολωτικός υποψήφιος που θα κινητοποιούσε ίσως περισσότερο τη βάση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος σε ταυτοτικό επίπεδο. Ο μέσος Ρεπουμπλικανός δεν νιώθει να «προκαλείται» από την εικόνα του Μπάιντεν, ενός λευκού ηλικιωμένου άνδρα που είναι καθολικός και μεγάλωσε στο Σκράντον της Πενσιλβάνια».
Τι μας λένε τα αποτελέσματα των ενδιάμεσων εκλογών για τις προεδρικές του 2024;
«Ο Τραμπ βγαίνει πιο αποδυναμωμένος, αν και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι προτίθεται να είναι υποψήφιος. Ενας από τους λόγους της αποδυνάμωσής του είναι ότι ενδυναμώθηκε ένας από τους σίγουρους αντιπάλους του, ο Ρον ΝτεΣάντις. Αλλος ένας λόγος είναι ότι ο Μάικ Πενς, που και αυτός φαίνεται ότι θα είναι στην κούρσα, θα προσπαθήσει να κεφαλαιοποιήσει το ρήγμα που προανέφερα στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, τονίζοντας ότι εκείνος σεβάστηκε το Σύνταγμα και τους νόμους και όταν ήρθε η ώρα (σ.σ. η εισβολή στο Καπιτώλιο την 6η Ιανουαρίου) έκανε το σωστό. Ο Πενς θα περάσει το μήνυμα ότι είναι ικανός να φέρει πίσω στο κόμμα όλους αυτούς που έχουν απογοητευτεί – καθώς, όπως έδειξαν οι ενδιάμεσες εκλογές, πολλές σημαντικές κούρσες χάθηκαν από τους «τραμπικούς» υποψηφίους».