Απόπειρα «δημιουργίας ενός νέου momentum» εκ μέρους του αμερικανού προέδρου, προκειμένου «να δοθεί νέα ώθηση για τη διευθέτηση του μετώπου της Γάζας», χαρακτηρίζει το «εκπορευόμενο από την Ουάσιγκτον, αν και φερόμενο ως ισραηλινή πρόταση» σχέδιο Μπάιντεν, όπως το προσδιορίζει μιλώντας στο «Βήμα» ο Γαβριήλ Χαρίτος, καθηγητής Ιστορίας Πολιτικών Σχέσεων Ελλάδας – Ισραήλ – Κύπρου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Ταυτόχρονα το χαρακτηρίζει «ένα σημαντικό νέο δείγμα γραφής του Λευκού Οίκου ως προς τον τρόπο που ξαναρχίζει να «διαβάζει» την ισραηλινή πολιτική πραγματικότητα, σε αντίθεση με τους προηγούμενους μήνες που, υπό την πίεση των δημοσκοπήσεων και των αντιδράσεων της κοινής γνώμης, τη «διάβαζε'» κάπως βιαστικά».

Το σχέδιο Μπάιντεν θα το χαρακτηρίζατε ρεαλιστικό, εφαρμόσιμο, εφαρμοστέο;

«Ο πρόεδρος Μπάιντεν εξέθεσε το γενικό πλαίσιο ενός σχεδίου που φέρεται να έχει προταθεί από την ισραηλινή κυβέρνηση. Σε αδρές γραμμές δεν διαφέρει σε πολλά σημεία από προηγούμενες προτάσεις που συζητήθηκαν, βασιζόμενες ουσιαστικά στη σταδιακή απελευθέρωση ισραηλινών ομήρων με αντάλλαγμα την αποφυλάκιση παλαιστίνιων κρατουμένων σε ισραηλινές φυλακές, ενώ παράλληλα θα τίθεται σε εφαρμογή εκεχειρία, με απώτερο στόχο κατάπαυση πυρός μακράς διαρκείας, που ουσιαστικά θα σημάνει και το τέλος του πολέμου.

Επομένως στις 31 Μαΐου ο αμερικανός πρόεδρος επανέλαβε το πλαίσιο εκεχειρίας, το οποίο ούτως ή άλλως συζητείται εξαρχής. Ωστόσο, απέφυγε να αναφερθεί στο κρίσιμο ζήτημα της «επόμενης μέρας», αφήνοντας να εννοηθεί ότι οι ΗΠΑ δεν θα ενοχλούνταν εάν η Χαμάς θα διατηρούσε την παρουσία της, διοικητική ή και στρατιωτική, στη μεταπολεμική Γάζα.

Αυτό ειδικά το «κενό» προκάλεσε το ίδιο βράδυ την έκδοση μιας – επιτρέψτε μου – «νευρικής» επείγουσας ανακοίνωσης από το πρωθυπουργικό γραφείο στην Ιερουσαλήμ, που ουσιαστικά υπενθύμιζε στην Ουάσιγκτον και διεθνώς ότι στόχος του Ισραήλ είναι η πλήρης εξαφάνιση κάθε διοικητικής και στρατιωτικής παρουσίας της Χαμάς στη μεταπολεμική Γάζα».

Μπορεί το σχέδιο να αποτελέσει τη βάση για μόνιμη κατάπαυση του πυρός;

«Οποιεσδήποτε εκτιμήσεις εκφράζονται για την πρόταση αποτελούν απλώς υποθέσεις. Επομένως, το ερώτημα περί επίτευξης μόνιμης εκεχειρίας είναι εξαιρετικά πρώιμο, τουλάχιστον για την ώρα.

Κατ’ αρχάς, οι μόνοι που γνωρίζουν τι ακριβώς περιέχει η ισραηλινή πρόταση που συζητείται τώρα είναι τα μέλη του ισραηλινού πολεμικού υπουργικού συμβουλίου, οι αιγύπτιοι και οι καταριανοί διαμεσολαβητές, καθώς και ένας στενός κύκλος ανθρώπων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Η πρόταση έφθασε στα χέρια της Χαμάς από το βράδυ της περασμένης Τρίτης, σύμφωνα τουλάχιστον με δημοσιογραφικές διαρροές».

Υπάρχει μια εγγενής αντίφαση: ενώ πρόκειται για ισραηλινή πρόταση, ταυτόχρονα το Ισραήλ πρέπει να συμφωνήσει. Η αιτία είναι αποκλειστικά το «κενό» της «επόμενης μέρας» που αναφέρατε;

«Εκ του αποτελέσματος αποδεικνύεται ότι οι «ισραηλινές προτάσεις» που πρόβαλε ο Μπάιντεν δεν ήταν όλες «απόλυτα ισραηλινές» – εξού και θα πρέπει να γίνουν αποδεκτές και από το Ισραήλ.

Προφανώς, η Ουάσιγκτον διαβλέπει ότι για να αντιμετωπιστεί η εξαιρετικά τεταμένη κατάσταση που διαμορφώθηκε την τελευταία εβδομάδα στο βόρειο μέτωπο μεταξύ Ισραήλ και Χεζμπολάχ – με το Ισραήλ να βρίσκεται πολύ κοντά στο άνοιγμα ενός νέου «κεφαλαίου» χερσαίων επιχειρήσεων στον νότιο Λίβανο – πρέπει τα πράγματα στη Γάζα να μπουν σε μια σειρά».

Ο Νετανιάχου, πιεζόμενος αφενόςαπό τις ΗΠΑ να δεχθεί τη συμφωνία, αφετέρου από το υπερορθόδοξο, ακροδεξιό πολιτικό κατεστημένο να την απορρίψει, φαίνεται να κρατάει ανοιχτάόλα τα ενδεχόμενα. Τι πιστεύετε ότι θα πράξει τελικά;

«Στην παρούσα κυβέρνηση εθνικής ενότητας, οι δεξιότεροι εταίροι του Λικούντ είναι, κατ’ αρχάς, τα δύο υπερορθόδοξα θρησκευτικά κόμματα, Shas και Εβραϊσμός της Τορά. Αμφότερα εξέδωσαν ανακοίνωση ότι συμφωνούν με το πλαίσιο εκεχειρίας που συζητείται.

Αφετέρου, είναι τα δύο κόμματα της εθνοθρησκευτικής Ακροδεξιάς, η Εβραϊκή Ισχύς υπό τον υπουργό Εθνικής Ασφαλείας Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ και ο Θρησκευτικός Σιωνισμός υπό τον υπουργό Οικονομικών Μπεζαλέλ Σμότριτς, τα οποία αρνούνται το πλαίσιο εκεχειρίας που συζητείται, επειδή διέρρευσε στον Τύπο ότι εφόσον απελευθερωθούν οι όμηροι ο πόλεμος θα τελειώσει, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο παραμονής της παρουσίας της Χαμάς στη Γάζα.

Απειλούν μάλιστα με αποχώρηση από την κυβέρνηση εάν τελικά το σχέδιο που συζητείται τώρα θα ισχύσει. Μέχρι στιγμής, και ενώ η έγγραφη ισραηλινή πρόταση έχει διαβιβαστεί στη Χαμάς, οι Μπεν-Γκβιρ και Σμότριτς διαμαρτύρονται επίμονα και δημοσίως ότι δεν έχουν διαβάσει την πρόταση και ότι οι συζητήσεις με Χαμάς, Αίγυπτο, Κατάρ και ΗΠΑ γίνονται ουσιαστικά ερήμην τους.

Υπάρχουν τουλάχιστον πέντε βουλευτές του Λικούντ που συντάσσονται με τις θέσεις και τις διαμαρτυρίες των Μπεν-Γκβιρ και Σμότριτς. Επομένως, ο  πραγματικός πονοκέφαλος του Νετανιάχου είναι οι ενδεχόμενες διαρροές εντός του Λικούντ».

Ποιος εν τέλει θα αποφασίσει για την τύχη της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός στη Γάζα; Οι ΗΠΑ ή το Ισραήλ;

«Το Ισραήλ γνωρίζει ότι δεν μπορεί να αγνοήσει τις ΗΠΑ. Ουδείς μπορεί να αγνοήσει επίσης το απροσδόκητο «μέτωπο Νετανιάχου – Λευκού Οίκου» που προέκυψε σε αυτόν τον πόλεμο. Ωστόσο, και η διακυβέρνηση Μπάιντεν έχει πλέον αντιληφθεί ότι καμία ισραηλινή πολιτική ηγεσία – είτε με πρωθυπουργό τον Νετανιάχου είτε χωρίς αυτόν – δεν θα θεωρούσε σημαντικότερες τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου από την έκβαση του πολέμου και την ασφάλεια των πολιτών της.

Αυτό αποδεικνύεται από τις δηλώσεις και τις πράξεις του (κεντρώου αναπληρωτή πρωθυπουργού) Μπένι Γκαντς, όπως επίσης του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Γιαΐρ Λαπίντ».