Αν η 11η Σεπτεμβρίου του 2001 άλλαξε τον κόσμο φέρνοντας μέσα στα σπίτια της Δύσης τον εφιάλτη της ισλαμιστικής τρομοκρατίας και πρωτοφανή μέτρα κρατικού ελέγχου στο όνομα της αντιμετώπισής της, η 7η Οκτωβρίου 2023 είναι η ημέρα που κλόνισε συθέμελα τη Μέση Ανατολή επαναφέροντας στο προσκήνιο το παλαιστινιακό ζήτημα, μεγαλώνοντας την υπαρξιακή αγωνία του Ισραήλ και υπονομεύοντας τη διαδικασία εξομάλυνσης των σχέσεών του με τους Αραβες. Με διαφορά 23 ετών, από διαφορετικές αφετηρίες και με εντελώς διαφορετικά μέσα, οι δράστες των δύο επιθέσεων, η Αλ Κάιντα και η Χαμάς, πυροδότησαν μεγαλύτερους πολέμους στην περιοχή που διολισθαίνει σήμερα σε γενική ανάφλεξη.
Από τη Γάζα ο πόλεμος επεκτάθηκε στον Λίβανο, όπου εισέβαλε το Ισραήλ την περασμένη εβδομάδα για να εξαλείψει τη φιλοϊρανική οργάνωση Χεζμπολάχ, ενώ το Ιράν εξαπέλυσε εναντίον του Ισραήλ 200 βαλλιστικούς πυραύλους. Το ερώτημα δεν είναι αν θα υπάρξουν ισραηλινά αντίποινα, αλλά ποιο θα είναι το εύρος τους, ποιος ο βαθμός της αμερικανικής συνδρομής και με ποιον τρόπο θα ανταπαντήσει το καθεστώς της Τεχεράνης.
Σε δεινή θέση βρίσκεται ο Λίβανος που απειλείται με κατάρρευση καθώς η Χεζμπολάχ δεν είναι μια απλή οργάνωση, είναι κράτος εν κράτει και εκπροσωπείται στη Βουλή. Το μωσαϊκό εθνοτήτων και θρησκειών του Λιβάνου είναι εξαιρετικά ευάλωτο, κινδύνευε να διαλυθεί πριν ακόμη ξεσπάσει ο πόλεμος, ενώ η χώρα φιλοξενούσε περισσότερους από ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες από τη Συρία. Επιπλέον, μια στρατιωτική συντριβή ή ταπείνωση του ιρανικού καθεστώτος θα αποδυναμώσει τους σιίτες στο γειτονικό Ιράκ και το καθεστώς Ασαντ στη Συρία, με ορατό τον κίνδυνο νέων προσφυγικών κυμάτων, ακόμη και ανάκαμψης των τζιχαντιστών.
Το δίλημμα της Μόσχας
Μπροστά σε δίλημμα βρίσκεται η Ρωσία, καθώς το Ιράν και η Συρία αποτελούν τα στηρίγματα της πολιτικής της στη Μέση Ανατολή. Η Μόσχα διατηρεί στενούς στρατιωτικούς δεσμούς με το Ιράν και διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στο πυρηνικό πρόγραμμά του, ενώ διέσωσε το καθεστώς Ασαντ κατά τον συριακό εμφύλιο εξασφαλίζοντας δύο ρωσικές βάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Οσο ο πόλεμος περιοριζόταν στη Γάζα, ήταν ένας χρήσιμος αντιπερισπασμός στον πόλεμο της Ουκρανίας, όμως τώρα διακυβεύονται στρατηγικά συμφέροντα της Ρωσίας, που απέφυγε – όπως και η Κίνα – να καταδικάσει την ιρανική επίθεση κατά του Ισραήλ.
Στον έναν χρόνο που πέρασε από την επιδρομή της Χαμάς στο Νότιο Ισραήλ, το εβραϊκό κράτος με πρωθυπουργό τον Μπενιαμίν Νετανιάχου έφτασε στο σημείο να πολεμά ταυτόχρονα σε τρία μέτωπα (Γάζα, Λίβανος, Υεμένη), που είναι στην πραγματικότητα επτά εάν συνυπολογιστούν η Συρία, το Ιράκ, ο ενορχηστρωτής του «άξονα της αντίστασης», δηλαδή το Ιράν (με τα οποίο βρίσκεται σε κατάσταση πολέμου διά αντιπροσώπων επί χρόνια), και βέβαια η κατεχόμενη Δυτική Οχθη.
«Ξεκαθάρισμα λογαριασμών»
Με αδιάκοπη φυγή προς τα εμπρός, προς ολοένα μεγαλύτερη πολεμική εμπλοκή με τις δολοφονίες των ηγετών της Χάμας στην Τεχεράνη και της Χεζμπολάχ στη Βηρυτό, ο Νετανιάχου οδήγησε το Ισραήλ πρώτα σε ένα «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» με τα παρακλάδια του Ιράν, κατόπιν με τους μουλάδες του καθεστώτος της Τεχεράνης. Ο ισραηλινός πρωθυπουργός επιχειρεί να παρακάμψει την ουσία του Παλαιστινιακού, απορρίπτει τη λύση των δύο κρατών, κατηγορεί την Παλαιστινιακή Αρχή για τρομοκρατία, ενώ χαρακτήρισε ανεπιθύμητο τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες. Την ώρα που οι Ισραηλινοί συσπειρώνονται απέναντι στους μουλάδες της Τεχεράνης, οι φανατικοί ακροδεξιοί σύμμαχοι του Νετανιάχου καλλιεργούν τη δική τους θεοκρατία.
Εναν μήνα πριν από τις αμερικανικές εκλογές, ο Νετανιάχου εμφανίζεται να συμπαρασύρει στη σύγκρουση με το Ιράν την κυβέρνηση Μπάιντεν, που παρά τους «ακλόνητους» δεσμούς με το Ισραήλ είχε άλλες προτεραιότητες (πόλεμος στην Ουκρανία). Πρόκειται επίσης για ένα «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» μεταξύ του ισραηλινού πρωθυπουργού και των Δημοκρατικών που επί προεδρίας Ομπάμα – παρά τη λυσσαλέα αντίδραση Νετανιάχου – συναίνεσαν σε μια διεθνή συμφωνία για τον έλεγχο του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν (ο Τραμπ πήρε πίσω την υπογραφή των ΗΠΑ) και επί Μπάιντεν έκαναν ανοίγματα στην Τεχεράνη αποδεσμεύοντας 6 δισ. δολάρια από τα ιρανικά «παγωμένα» περιουσιακά στοιχεία. Ομως ο Νετανιάχου, που ποντάρει σε μια νίκη του Τραμπ, είχε επιτρέψει να παραδίδονται στη Γάζα βαλίτσες με δεκάδες εκατομμύρια δολάρια από το Κατάρ προκειμένου να ενισχύεται η ισλαμιστική Χαμάς σε βάρος της κοσμικής Φατάχ.
Η ματωμένη Γάζα
Μετά τη σαρωτική επίθεση του ισραηλινού στρατού, η Λωρίδα της Γάζας έγινε σωρός ερειπίων μέσα στα οποία αγωνίζονται να επιβιώσουν πάνω από δύο εκατομμύρια Παλαιστίνιοι, μετρώντας περισσότερους από 40.000 νεκρούς και 100.000 τραυματίες. Η Χαμάς παραπαίει, όμως εξακολουθεί να ελέγχει ό,τι απέμεινε όρθιο, ενώ μια νέα γενιά μεγαλώνει στα χαλάσματα, σφυρηλατημένη στην αγριότητα του πολέμου. (Στη δεύτερη ιντιφάντα, πριν από δύο δεκαετίες, ένας 10χρονος Παλαιστίνιος που πετούσε πέτρες στους ισραηλινούς στρατιώτες στα όρια της Γάζας μού είχε πει πως ήθελε να γίνει πιλότος, όχι για να γυρίσει τον κόσμο αλλά για να βομβαρδίσει το Τελ Αβίβ. Δεν ξέρω τι απέγινε ο μικρός, μπορώ όμως να φανταστώ πόσο μεγαλύτερο θα είναι σήμερα το μίσος του.)
Ο αιφνιδιασμός των υπηρεσιών ασφαλείας από τη Χαμάς, η σφαγή 1.200 Ισραηλινών και η ομηρεία εκατοντάδων στη Γάζα μετατόπισε ακόμη πιο δεξιά την ισραηλινή κοινωνία. Το δράμα των ομήρων και τα μπρος-πίσω στη διαπραγμάτευση προκάλεσαν τριγμούς στα θεμέλια του κράτους που ιδρύθηκε για να προσφέρει καταφύγιο στους απανταχού Εβραίους. Η Μοσάντ αποκατέστησε εν μέρει το κύρος της με τις επιχειρήσεις εναντίον της Χεζμπολάχ, όμως μαζί με τον τίτλο του «Μίστερ Ασφάλεια» που ακολουθούσε τον Νετανιάχου κατέρρευσε ο μύθος ότι ένα τείχος εξοπλισμένο με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας θα προστάτευε τους Ισραηλινούς από τα «θηρία της Γάζας».
Δεν θα πενθήσουν όλοι στον Λίβανο αν καταστραφεί η Χεζμπολάχ, ούτε θα λυπηθούν αληθινά τα αραβικά σουνιτικά καθεστώτα αν χτυπηθεί το σιι τικό Ιράν. Εκείνο που φοβούνται στη Μέση Ανατολή και στην Ευρώπη είναι πόσο ψηλά θα σηκωθεί το κύμα αν θα φτάσει μέχρι τα κεφάλια τους και τι θα αφήσει πίσω του.