Η απόφαση του ΟΗΕ το 1947 για τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ οδήγησε έναν κατατρεγμένο λαό να πιστέψει ότι βρήκε ασφαλές καταφύγιο σε μία νέα πατρίδα στα πατρογονικά του εδάφη, που όμως εν τω μεταξύ είχαν γίνει πατρίδα ενός άλλου λαού. Πόσο ευοίωνες ήταν οι προοπτικές ενός τέτοιου εγχειρήματος; Ευκαιρίες για μία συμβιβαστική λύση τινάχτηκαν στον αέρα, γιατί πότε η μία και πότε η άλλη πλευρά δεν ήταν έτοιμες να την αποδεχτούν.
Η τακτική της δράσης – αντίδρασης, η αδυναμία κατανόησης της θέσης του αντιπάλου, αλλά και τα παγκόσμια συμφέροντα οδήγησαν στη θέση που βρισκόμαστε τώρα, να ζυγίζουμε τη βαρύτητα εγκλημάτων που διαπράχθηκαν εκατέρωθεν. Το Ισραήλ δέχτηκε δολοφονική επίθεση κατά αμάχων από τη Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου και είχε κάθε δικαίωμα να αμυνθεί σε αυτήν. Ομως, η αντίδρασή του, με χιλιάδες θύματα άμαχου πληθυσμού, είναι αδιανόητη.
Οι διοικήσεις των αμερικανικών πανεπιστημίων βρίσκονται μπροστά σε μία πρωτόγνωρη κατάσταση, με μαζικές διαδηλώσεις για το θέμα αυτό. Κάτι τέτοιο είχαν να αντιμετωπίσουν από τη δεκαετία του 1960 και τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Με τη διαφορά ότι τότε υπήρχαν «αντιπολεμικοί» και «ειρηνικοί» διαδηλωτές, όχι διαδηλωτές «υπέρ του Βιετνάμ» και «αντι-ΗΠΑ», όπως συμβαίνει τώρα, με τους χαρακτηρισμούς «φιλοπαλαιστινιακό» και «αντι-ισραηλινό». Ηδη έχουμε παραιτήσεις προέδρων πανεπιστημίων, καθώς αδυνατούν να βρουν διέξοδο από τα διασταυρούμενα πυρά.
Από τη μία οι διαδηλωτές που προασπίζονται την ελευθερία του λόγου και απαιτούν από τα ιδρύματα να διακόψουν τους οικονομικούς δεσμούς με το Ισραήλ και να απομακρυνθούν από εταιρείες που βοηθούν στη συνέχιση της αιματηρής σύγκρουσης στη Γάζα. Και από την άλλη, πιέσεις από πολιτικούς, αλλά και συλλόγους αποφοίτων και δωρητών των πανεπιστημίων για τα φαινόμενα αντισημιτισμού που έχουν ενταθεί. Στο Πανεπιστήμιο Stanford μέλος διδακτικού προσωπικού ανέφερε στους φοιτητές την ώρα του μαθήματος ότι οι ενέργειες της παλαιστινιακής «στρατιωτικής δύναμης» ήταν δικαιολογημένες, ότι το Ολοκαύτωμα έχει υπερτονιστεί και ζήτησε στη συνέχεια από τους Εβραίους φοιτητές να ταυτοποιηθούν.
O Robert Reich, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Berkeley (εβραϊκής καταγωγής και πρώην υπουργός Εργασίας του Κλίντον), έγραψε για το θέμα αυτό ότι «η αποστολή ενός πανεπιστημίου είναι να καθοδηγεί τους φοιτητές στο πώς να μαθαίνουν, όχι να τους λέει τι να σκεφτούν (…), οι ειρηνικές διαδηλώσεις πρέπει να ενθαρρύνονται, όχι να καταστέλλονται. Δεν είναι ποτέ σκόπιμο να καλέσουμε ένοπλη αστυνομία για να συλλάβουμε ειρηνικούς φοιτητές διαδηλωτές». Δεν μπορεί κανείς παρά να συμφωνήσει με αυτή τη διαπίστωση. Ομως, πώς θα παραβλέψεις ότι κάποιοι ηγέτες των κινητοποιήσεων δηλώνουν ότι η δολοφονική επίθεση της Χαμάς κατά αμάχων ήταν δικαιολογημένη πράξη αντίστασης;
Το πραγματικό πρόβλημα είναι θέμα παιδείας. Η προσοχή μας πρέπει να εστιαστεί σε εκείνους που, ανησυχώντας για τις σοβαρές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα σήμερα, ακολουθούν παθητικά ακραίες απόψεις και που, στο όνομα της «πολιτικής ορθότητας», συνεχίζουν να υποστηρίζουν συνθήματα, μη γνωρίζοντας το πλήρες περιεχόμενό τους. Εκείνους που δεν μπορούν να ονομάσουν το ποτάμι ή τη θάλασσα, αλλά δεν παύουν να φωνάζουν το σύνθημα «Από το ποτάμι στη θάλασσα», όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε o Theo Baker, δημοσιογράφος και φοιτητής του Stanford.
Ο κύριος Βασίλης Διγαλάκης είναι πρώην πρύτανης του Πολυτεχνείου Κρήτης και πρώην υφυπουργός Παιδείας.