Η αγγλική λέξη «underdog» σημαίνει αυτός που βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση και εξ αυτού έχει λιγότερες πιθανότητες να πετύχει. Αυτό τον χαρακτηρισμό χρησιμοποίησε η Τζόρτζια Μελόνι για να περιγράψει τον εαυτό της, στην πρώτη συνεδρίαση της ιταλικής Βουλής στις 25 Οκτωβρίου 2022, μετά την εκλογή της στο πρωθυπουργικό αξίωμα. Δεδομένου ότι το κόμμα της, οι Αδελφoί της Ιταλίας (FdI), είναι μετεξέλιξη του φασιστικού MSI, ότι η ίδια δεν έχανε ευκαιρία να καταφεύγει σε εθνικιστικές και λαϊκιστικές κορόνες – ποιος ξεχνά το σύνθημά της «Είμαι η Τζόρτζια, είμαι Ιταλίδα, είμαι χριστιανή» – σε συνδυασμό και με το ότι είναι γυναίκα, η Μελόνι δεν έπειθε ότι μπορεί να εκλεγεί πρωθυπουργός της Ιταλίας.
Σταθερά στο πλευρό ΕΕ και ΝΑΤΟ
Εναν χρόνο αργότερα, ακόμη και οι επικριτές της αναγνωρίζουν ότι στην εξωτερική πολιτική η Μελόνι δεν πολιτεύτηκε ως «μπαμπούλας» της Ακροδεξιάς η οποία αλώνει την Ευρώπη. Επικεφαλής ενός συνασπισμού όπου το κόμμα της εξακολουθεί να διατηρεί τα υψηλότερα ποσοστά στις δημοσκοπήσεις έναντι της Λέγκας του Ματέο Σαλβίνι και της Φόρτσα Ιτάλια του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, η Μελόνι τάσσεται στο πλευρό της ΕΕ και του ΝΑΤΟ χωρίς περιστροφές: επισκέφθηκε το Κίεβο διαβεβαιώνοντας για τη στήριξη της Ρώμης στην Ουκρανία, παραγκωνίζοντας τον φιλορώσο Σαλβίνι (ο οποίος είχε εμφανιστεί δημοσίως με μπλούζα με το πρόσωπο του Βλαντίμιρ Πούτιν). Παρά τις καλές σχέσεις της με τον ακροδεξιό πρωθυπουργό Βίκτορ Ορμπαν της Ουγγαρίας και τον Γιαροσλάβ Κατσίνσκι, ηγέτη του υπερσυντηρητικού κόμματος PiS, το οποίο ως την περασμένη Κυριακή κυβερνούσε την Πολωνία, η Μελόνι κράτησε αποστάσεις τόσο από την ηγέτιδα της γαλλικής Ακροδεξιάς Μαρίν Λεπέν, στενή φίλη του Σαλβίνι, όσο και την ηγεσία το ακροδεξιού γερμανικού κόμματος AfD.
Μετέωρη στο Μεταναστευτικό
Το Μεταναστευτικό είναι το ζήτημα στο οποίο η Μελόνι δεν έχει τη στήριξη της ΕΕ που θα επιθυμούσε. Οπως θυμίζει ο Ρομπέρτο Γκρέσι, αρθρογράφος στην «Corriere della Sera», η ΕΕ διαβεβαιώνει ότι βρίσκεται στο πλευρό της Ιταλίας, όμως οι μεταναστευτικές ροές προς την Ιταλία αυξάνονται συνεχώς, στη νήσο Λαμπεντούζα η κατάσταση είναι εκρηκτική, παρά την επίσκεψη της επικεφαλής της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν μαζί με την ιταλίδα πρωθυπουργό. Η Μελόνι πρωτοστάτησε στις 16 Ιουλίου για την υπογραφή συμφωνίας ανάμεσα στην ΕΕ και στην Τυνησία, με σκοπό την ανάσχεση των μεταναστευτικών ροών, έκτοτε όμως ο αριθμός των μεταναστών αυξήθηκε κατά 60%.
Προτού εκλεγεί, η Μελόνι είχε μιλήσει ακόμη και για «ναυτικό αποκλεισμό», προκειμένου να απομακρύνει τους μετανάστες από την Ιταλία. Η ίδια έχει αλλάξει άποψη. Καθώς όμως η Γερμανία και η Γαλλία αρνούνται τη μετεγκατάσταση μεταναστών στο έδαφός τους, η Μελόνι θα βρίσκει το πρόβλημα μπροστά της. Ηδη πολλοί δήμοι στην Ιταλία αντιδρούν στη μετεγκατάσταση μεταναστών στις περιοχές τους, γεγονός που καθιστά το Μεταναστευτικό μείζον ζήτημα εν όψει και των ευρωεκλογών της άνοιξης του 2024. Σύμφωνα με στοιχεία του ιταλικού υπουργείου Εσωτερικών, μέχρι τις 23 Οκτωβρίου 140.898 μετανάστες έφτασαν στις ιταλικές ακτές από τις αρχές του έτους, αριθμός διπλάσιος σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2022. Επικριτές της Μελόνι, όπως ο Μαουρίτσιο Αμπροζίνι, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου, τονίζουν ότι η μεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης είναι «επιλεκτική»: «Η Ιταλία ανοίγει την αγκαλιά της για τους Ουκρανούς αλλά όχι για τους Σύρους, τους Αφγανούς ή τους μετανάστες από χώρες της Αφρικής» δήλωσε στο Euronews.
To άλλο πεδίο στο οποίο θα κριθεί η διακυβέρνηση Μελόνι, στον δεύτερο χρόνο της, είναι η οικονομία. Η ανάκαμψη που σημειώθηκε μετά τη λήξη της πανδημίας του κορωνοϊού έχει δώσει τη θέση σε ρυθμό ανάπτυξης μόλις 0,4% για το δεύτερο τετράμηνο του 2023. Πολλοί αναλυτές προβλέπουν ότι η ιταλική οικονομία θα είναι μεταξύ των βραδύτερα αναπτυσσόμενων της ευρωζώνης το 2024. Οι ελπίδες της ιταλικής κυβέρνησης για ανάκαμψη εξαρτώνται από τον βαθμό στον οποίο η χώρα θα καταφέρει να απορροφήσει τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, το οποίο δεν έχει πετύχει μέχρι τώρα.
Ωστόσο η κυβέρνηση Μελόνι, στις 16 Οκτωβρίου, ενέκρινε προϋπολογισμό για το 2024, ύψους 24 δισ. ευρώ, στον οποίο περιλαμβάνονται μειώσεις φόρων και αύξηση δαπανών, παρά το γεγονός ότι το δημόσιο χρέος της Ιταλίας είναι το δεύτερο μεγαλύτερο στην ευρωζώνη, 142% του AEΠ, μετά της Ελλάδας. Σε κάθε περίπτωση, έναν χρόνο μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τη Μελόνι, οι δημοσκοπήσεις είναι στο πλευρό της. Το κόμμα της βρίσκεται σταθερά πρώτο στο 29%-30%, έναντι των κυβερνητικών της εταίρων, της Λέγκας (8,8%) και της Forza Italia (6,3%). H κατακερματισμένη κεντροαριστερή αντιπολίτευση ενισχύει επίσης την κυβέρνηση: το Δημοκρατικό Κόμμα βρίσκεται στο 19,9% και το Κίνημα των Πέντε Αστέρων στο 16,1%.
Κέρδισε από τον χωρισμό της
Η σταθερότητα της ιταλικής κυβέρνησης – στην Ιταλία ο μέσος όρος ζωής των κυβερνήσεων είναι 14 μήνες – οφείλεται στους επιδέξιους ελιγμούς της Μελόνι και στο γεγονός ότι υιοθέτησε θέσεις πιο ήπιες από αυτές που υποστήριζε πριν εκλεγεί. Και κάτι επίσης ενδιαφέρον: το ποσοστό της πρωθυπουργού ανέβηκε στις δημοσκοπήσεις χάρη στον τρόπο που χειρίστηκε, προ εβδομάδος, τον χωρισμό της από τον δημοσιογράφο Αντρέα Τζιαμπρούνο, επί δεκαετία σύντροφό της και πατέρα του παιδιού της. Ανακοίνωσε η ίδια το γεγονός, χωρίς να αφήσει περιθώρια στους αντιπάλους της να την πλήξουν πολιτικά εξαιτίας του σκανδάλου σχετικά με την απρεπή και σεξιστική συμπεριφορά του Τζιαμπρούνο προς συνάδελφό του. Η συντηρητική Μελόνι, που εξελέγη με συνθήματα όπως «πατρίς – θρησκεία – οικογένεια» και με την οποία έφριτταν οι νεοφεμινίστριες, αποδεικνύεται στο εν λόγω ζήτημα πιο σοβαρή από προοδευτικές πολιτικούς (όπως η Δημοκρατική Χίλαρι Κλίντον στις ΗΠΑ και η Σοσιαλίστρια Σεγκολέν Ρουαγιάλ, υποψήφια πρόεδρος της Γαλλίας το 2007), οι οποίες ανέχτηκαν η επέτρεψαν στους συντρόφους τους να υποσκάψουν την πολιτική σταδιοδρομία τους.