Σε ένα εξαιρετικά ρευστό διεθνές περιβάλλον, μετά τη στροφή των ΗΠΑ του προέδρου Τραμπ και την προσέγγισή τους με τη Ρωσία του Πούτιν – με αφορμή τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία –, εις βάρος της παραδοσιακής συμμαχίας της Αμερικής με την Ευρώπη, η Γερμανία προσέρχεται σήμερα στις κάλπες, στο πλαίσιο των πρόωρων βουλευτικών εκλογών.

Η έκβαση των γερμανικών εκλογών, κρίσιμη και πριν από τη στροφή των ΗΠΑ, προσλαμβάνει τώρα μεγαλύτερη σημασία, καθώς η Γερμανία, εκ των ιδρυτικών χωρών της ΕΕ, καλείται να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην απάντηση της Ευρώπης στις ΗΠΑ, τόσο σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής, δεδομένου ότι επικρέμαται η απειλή επιβολής αμερικανικών δασμών σε ευρωπαϊκά προϊόντα, όσο και σε επίπεδο ευρωπαϊκής άμυνας.

Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, οι δεξιοί Χριστιανοδημοκράτες (CDU), υπό τον Φρίντριχ Μερτς, διατηρούν καθαρό προβάδισμα με 30%, ενώ η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), υπό την Αλις Βάιντελ, παραμένει δεύτερη, έχοντας αυξήσει το ποσοστό της κατά μία μονάδα, από 20% σε 21%, σε σχέση με την προηγούμενη εβδομάδα. Η αύξηση σχετίζεται με την τρομοκρατική επίθεση από αφγανό μετανάστη με δύο νεκρούς στις 13 Φεβρουαρίου, στο Μόναχο. Τρίτοι, με 16% εξακολουθούν να έρχονται οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) του απερχόμενου καγκελαρίου Ολαφ Σολτς, και τέταρτοι, με 13% οι Πράσινοι, υπό τον σημερινό αντικαγκελάριο Ρόμπερτ Χάμπεκ. Την τελευταία εβδομάδα, «αναστήθηκε» και η γερμανική Αριστερά (Die Linke), που αυξάνει το ποσοστό της σε 7%, από 4,5%, και περνά το όριο του 5% που απαιτείται για την είσοδο στη Βουλή.

Σύμφωνα με δημοσκόπηση του YouGov, ο ένας στους πέντε γερμανούς ψηφοφόρους, το 20% του εκλογικού σώματος, παρέμενε αναποφάσιστος μέχρι την περασμένη Πέμπτη και δήλωνε ότι θα αποφασίσει την τελευταία στιγμή σε ποιο κόμμα θα δώσει την ψήφο του.

Το 7% αυτών των ψηφοφόρων δήλωναν ότι θα αποφασίσουν λίγο πριν ανοίξουν οι κάλπες. Τα επιτελεία των κομμάτων εξέφραζαν ανησυχίες ότι το δριμύ ψύχος που επικρατεί στη Γερμανία θα αποτρέψει αρκετούς ψηφοφόρους από το να προσέλθουν στις κάλπες. Σημειώνεται ότι είναι οι πρώτες εκλογές από το 1987, όταν δεν είχε ακόμη πέσει το Τείχος του Βερολίνου και η Γερμανία δεν είχε επανενωθεί, οι οποίες διεξάγονται την περίοδο του χειμώνα – οι εκλογικές αναμετρήσεις στη Γερμανία γίνονται συνήθως στο τέλος του καλοκαιριού ή στις αρχές του φθινοπώρου.

Την περασμένη Τετάρτη, στην τελευταία προεκλογική τηλεμαχία αντιπαρατέθηκαν οι υποψήφιοι καγκελάριοι των δύο παραδοσιακά μεγαλύτερων κομμάτων, του CDU και του SPD, ο Μερτς με τον Σολτς. Το Μεταναστευτικό και η οικονομία ήταν τα ζητήματα που κυριάρχησαν – όπως και στις προηγούμενες τηλεμαχίες στις οποίες είχαν συμμετάσχει και η Βάιντελ και ο Χάμπεκ –, ενώ δεν έγιναν ερωτήσεις ούτε για την Ουκρανία ούτε για τις ΗΠΑ.

Οι μετεκλογικές συνεργασίες

Αναφορικά με τις μετεκλογικές συνεργασίες, ο Μερτς, υπό την πίεση του Σολτς, διαβεβαίωσε για ακόμη μία φορά ότι δεν πρόκειται να συνεργαστεί με την AfD, ούτε θα δεχθεί να εκλεγεί καγκελάριος με τις ψήφους της AfD. Ο Σολτς απέρριψε το σενάριο συνεργασίας του SPD με τους Πράσινους, την Αριστερά και τη «Συμμαχία της Ζάρα Βάγκενκνεχτ» (BSW), του νέου αριστερού λαϊκιστικού φιλορωσικού κόμματος, το οποίο οι δημοσκοπήσεις φέρουν στο 5%, στο όριο εισόδου στη Βουλή.

Παρότι στη διάρκεια αυτής της τελευταίας τηλεμαχίας οι Μερτς και Σολτς αντάλλαξαν κατηγορίες (ο Μερτς κατηγόρησε τον Σολτς ότι επί των ημερών του σημειώθηκε το μεγαλύτερο κύμα χρεοκοπιών γερμανικών επιχειρήσεων, και αντίστοιχα, ο Σολτς στηλίτευσε το CDU για το ότι προτίθεται να προσφέρει μειώσεις φόρων ύψους 20 δισεκατομμυρίων ευρώ στους πλούσιους) το ενδεχόμενο «μεγάλου συνασπισμού» μεταξύ CDU και SPD για τη συγκρότηση κυβέρνησης δεν αποκλείεται. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του YouGov, η σύμπραξη CDU (αν το κόμμα λάβει 30% και 220 έδρες) και SPD (αν αυτό λάβει 16% και 115 έδρες) δίνει πλειοψηφία στη Βουλή με 335 έδρες, επί συνόλου 630.

Αντιθέτως, ενδεχόμενη  συνεργασία Χριστιανοδημοκρατών και Πρασίνων (αν λάβουν 13% και 94 έδρες), ένα σενάριο που αποσκοπεί στο να βρεθεί και το SPD στην αντιπολίτευση, ώστε η Ακροδεξιά να μη μονοπωλήσει την αντιπολίτευση, υπολείπεται δύο εδρών (314 αντί για 316) για τον σχηματισμό κυβέρνησης.