Ο Μπόρις Τοντούροφ είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Καρδιάς στο Κίεβο. Μετά την τελευταία ρωσική πυραυλική επίθεση εναντίον του Κιέβου την περασμένη εβδομάδα, ανάρτησε βίντεο στο οποίο οι συνάδελφοί του συνέχιζαν την εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς σε ένα παιδί την ώρα που η ουκρανική πρωτεύουσα είχε μείνει χωρίς ρεύμα και νερό. Στη συνέντευξή του στο «Βήμα» ο ουκρανός γιατρός (με ελληνικές ρίζες) μιλάει για τον τρόπο που λειτουργεί η καρδιολογική κλινική σε συνθήκες πολέμου και καλεί τους Ευρωπαίους να βάλουν τέλος στις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου και αερίου για να σταματήσει ο πόλεμος.

Το βίντεο της εγχείρησης ανοιχτής καρδιάς μέσα στο σκοτάδι ήταν σοκαριστικό. Πώς κάνετε τη δουλειά σας σε αυτές τις συνθήκες;

«Πλέον δεν υφίστανται άλλες συνθήκες. Οι Ρώσοι βομβαρδίζουν όλες τις πόλεις με πυραύλους τύπου Κρουζ. Οι πύραυλοι αυτοί έχουν ως στόχο τους σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και άλλες υποδομές. Και εμείς προσπαθούμε να επιζήσουμε σε αυτές τις συνθήκες».

Στο βίντεο λέτε ότι οι γεννήτριες δεν τίθενται σε λειτουργία αυτόματα. Πόσο επικίνδυνο είναι αυτό για τους ασθενείς σας;

«Στο Ινστιτούτο Καρδιάς όλος ο εξοπλισμός λειτουργεί με μπαταρίες. Κάθε όργανο μπορεί να λειτουργήσει αυτόνομα για δύο-τέσσερις ώρες. Ετσι, όταν γίνεται διακοπή ρεύματος, τα βασικά μηχανήματα συνεχίζουν να λειτουργούν και συνήθως χρειάζονται 10-15 λεπτά για να θέσουμε σε λειτουργία τις γεννήτριες. Μεγαλύτερο κίνδυνο δημιουργεί η πιθανή πτώση πυραύλου που θα μπορούσε να καταστρέψει την κλινική. Πριν από λίγες ημέρες πύραυλος έπληξε μαιευτήριο στην περιοχή της Ζαπορίζια με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ένα μωρό δύο ημερών. Καθημερινά στην Ουκρανία σκοτώνονται άμαχοι. Ζούμε με μια μόνιμη απειλή. Καθημερινά ηχούν οι σειρήνες, τα παιδιά κρύβονται στα υπόγεια των σχολείων, πολίτες βρίσκουν καταφύγιο στο μετρό, τα καταστήματα κλείνουν… Παρ’ όλα αυτά προσπαθούμε να εργαζόμαστε, επειδή από τη στιγμή που ξεκινά μια χειρουργική επέμβαση πρέπει να ολοκληρωθεί. Η κλινική μας είναι γεμάτη ασθενείς επειδή στα ανατολικά της χώρας έκλεισαν πολλά νοσοκομεία. Περίπου 300 νοσοκομεία έχουν καταστραφεί ολοσχερώς».

Πώς εργάζεστε τους εννέα μήνες που διαρκεί ο πόλεμος;

«Δεν σταματήσαμε να εργαζόμαστε ούτε μία ημέρα. Από την πρώτη στιγμή αρχίσαμε να δεχόμαστε ανθρώπους που είχαν τραυματιστεί στον θώρακα, ενώ συνεχίσαμε να δεχόμαστε ασθενείς με καρδιοπάθειες και καρδιοχειρουργικά περιστατικά. Μέσα σε εννέα μήνες πραγματοποιήσαμε 18 μεταμοσχεύσεις καρδιάς, 12 μεταμοσχεύσεις νεφρών, 1.200 επεμβάσεις καρδιοπνευμονικής παράκαμψης. Συνολικά από την αρχή του πολέμου έχουμε κάνει περισσότερες από 4.500 επεμβάσεις. Μόνο το 5%-7% των εργαζομένων, κυρίως γυναίκες με μικρά παιδιά, έφυγαν προς πιο ασφαλείς περιοχές. Ολοι οι υπόλοιποι εργάζονται εναλλάξ με εβδομαδιαίες βάρδιες. Εδώ κοιμούνται, τρώνε, πλένουν τα ρούχα τους».

Πώς σας επηρεάζει ψυχολογικά η εργασία σε συνθήκες πολέμου;

«Οι εργαζόμενοι έχουν καταβληθεί από το στρες και τις αγχώδεις καταστάσεις. Οι πρώτοι τρεις μήνες ήταν πολύ δύσκολοι. Είχαμε δύο νευροπαθολόγους που βοηθούσαν ασθενείς και προσωπικό. Πολλοί έπαιρναν ηρεμιστικά. Πλέον δεν υπάρχουν οι έντονες αντιδράσεις του πρώτου διαστήματος, οι άνθρωποι προσαρμόστηκαν, όμως αρκετοί πάσχουν από ελαφριά κατάθλιψη. Γι’ αυτό συχνά χρειάζεται να μην είμαι μόνο καρδιοχειρουργός αλλά και ψυχοθεραπευτής».

Εχετε προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο ολικού μπλακ άουτ;

«Εχουμε προετοιμαστεί για ένα τέτοιο σενάριο. Η κλινική διαθέτει πέντε γεννήτριες, έχουμε απόθεμα και δική μας πηγή νερού, ο καυστήρας της θέρμανσης βρίσκεται εντός της κλινικής και καίει ξύλα. Επίσης συγκεντρώσαμε μεγάλη ποσότητα τροφίμων, κατασκευάσαμε στο υπόγειο καταφύγιο χωρητικότητας 500 ατόμων με τουαλέτες, παροχή νερού, αποχέτευση, σύστημα εξαερισμού, κουζινάκι. Ταυτόχρονα συγκεντρώσαμε μεγάλο απόθεμα σε αίμα, πλάσμα και συμπυκνωτές οξυγόνου που θα λειτουργήσουν εάν κλείσει το κεντρικό σύστημα οξυγόνου».

Πώς αντιμετωπίζουν οι Ουκρανοί τους εισβολείς και με ποιον τρόπο περιμένουν να λήξει ο πόλεμος;

«Δεν θεωρούμε ότι ο πόλεμος θα τελειώσει σύντομα, επειδή στην αντίθετη πλευρά δεν υπάρχουν νοήμονες άνθρωποι. Πρόκειται για παρανοϊκούς που αποφάσισαν ότι μπορούν να σκοτώνουν ανθρώπους χωρίς να δίνουν λογαριασμό, ότι μπορούν να διαλύσουν μια ολόκληρη χώρα, όπως έκαναν ήδη με πολλές πόλεις. Πόλεις όπως η Μαριούπολη του μισού εκατομμυρίου κατοίκων, η γενέτειρά μου, που τώρα ουσιαστικά δεν υπάρχει. Πλέον έχει απομείνει περίπου το 10% των πολυκατοικιών και σχεδόν καθόλου άνθρωποι. Αυτοί οι παρανοϊκοί συνεχίζουν την εγκληματική τους δράση, σκοτώνουν καθημερινά δεκάδες, εκατοντάδες ανθρώπους. Οχι μόνο Ουκρανούς. Εχουν ήδη σκοτωθεί 90.000 ρώσοι στρατιώτες και περίπου 300.000 έχουν μείνει ανάπηροι. Δεν λυπούνται ούτε τους δικούς τους. Πρόκειται για ψυχικά άρρωστους ανθρώπους, κατά συρροή δολοφόνους, εγκληματίες. Το να περιμένει κανείς κάποιου είδους λογική από εκείνους δεν έχει νόημα. Είναι σαφές πως το μόνο που καταλαβαίνουν είναι η γλώσσα της δύναμης. Εμείς υπερασπιζόμαστε τη χώρα μας ήρεμα, επαγγελματικά και χωρίς περιττές συγκινήσεις. Οι στρατιωτικοί μας την υπερασπίζονται στο μέτωπο και ο Πούτιν δεν μπορεί να τους νικήσει στο πεδίο των μαχών, γι’ αυτό αποφάσισε να πολεμήσει εναντίον των παιδιών, των ηλικιωμένων, των ασθενών, των γιατρών, των απλών πολιτών. Ωστόσο και οι άμαχοι δεν παραδίδονται. Κανένας δεν θέλει να παραδοθεί στον Πούτιν. Θα αντέξουμε και θα επιζήσουμε. Τώρα ο καθένας μας πολεμά από το πόστο του. Είμαστε όλοι «στρατιώτες» σε ένα κοινό «μέτωπο» και πολεμούμε εναντίον των κατακτητών. Κανένας δεν ετοιμάζεται να παραδοθεί. Αργά ή γρήγορα θα ανακτήσουμε όλα τα εδάφη μας ό,τι κι αν μας στοιχίσει αυτό, θα διώξουμε τους κατακτητές και θα ζήσουμε μια ειρηνική και καλή ζωή. Θα χτίσουμε μια όμορφη χώρα».