Μακρά και δύσκολη για τον κόσμο προβλέπεται ότι θα είναι η τετραετία που εγκαινίασε η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ. Στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται, η Ευρωπαϊκή Ενωση καλείται να ανταποκριθεί στις προκλήσεις τις οποίες θέτει η νέα αμερικανική ηγεσία για έναν επιπλέον λόγο: οι προκλήσεις έρχονται στη χειρότερη δυνατή συγκυρία.
Η Ευρώπη χωλαίνει σε ηγεσία, τη στιγμή που ο πόλεμος σε ευρωπαϊκό έδαφος, στην Ουκρανία, μετά την εισβολή της Ρωσίας στις 24 Φεβρουαρίου 2022, υπερέβη, την περασμένη Τρίτη, το ψυχολογικό όριο των χιλίων ημερών και αποκτά πλέον διαστάσεις σύγκρουσης με τη Δύση, μετά και την επίθεση της Ρωσίας με έναν νέου τύπου βαλλιστικό πύραυλο μεσαίου βεληνεκούς, την περασμένη Πέμπτη, ως απάντηση στην απόφαση του αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν να δώσει το πράσινο φως στους Ουκρανούς να πλήξουν με αμερικανικούς πυραύλους τη Ρωσία στο έδαφός της.
Η Γαλλία και η Γερμανία, οι ηγέτιδες χώρες της ΕΕ, πυλώνες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, ταλανίζονται. Η Γαλλία βιώνει πολιτική αστάθεια μετά το περασμένο, μακρύ καλοκαίρι διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό κυβέρνησης ύστερα από τις πρόωρες εκλογές του περασμένου Ιουνίου.
Η Γερμανία έχει εισέλθει σε προεκλογική περίοδο εν όψει των πρόωρων εκλογών στις 23 Φεβρουαρίου 2025, μετά την κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού υπό τον καγκελάριο Ολαφ Σολτς εξαιτίας διαφωνιών για την πορεία ανάκαμψης της γερμανικής οικονομίας, η οποία διέρχεται κρίση. Μόνο ως ειρωνεία της τύχης – και ως δώρο στον νέο αμερικανό πρόεδρο – μπορεί να θεωρηθεί το ότι ο γερμανικός κυβερνητικός συνασπισμός κατέρρευσε μία ημέρα μετά τη νίκη του Τραμπ στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές.
Ο κλιμακούμενος πόλεμος στην Ουκρανία και η διαφαινόμενη αλλαγή στάσης των ΗΠΑ, σύμφωνα πάντοτε με τις προεκλογικές εξαγγελίες του Τραμπ, ο οποίος επαίρεται ότι «θα τελειώσει τον πόλεμο σε μία μέρα», επαναφέρουν μετ’ επιτάσεως το ζήτημα της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας, ενώ αναδεικνύει και το ζήτημα της ενεργειακής επάρκειας της Ευρώπης αλλά και της γενικότερης στάσης της ΕΕ έναντι του ενεργειακού προβλήματος. Ταυτόχρονα, ως προς την οικονομία, η ανάπτυξη της Ευρώπης είναι υποτονική.
Η Ευρώπη οφείλει να γίνει πιο ανταγωνιστική (όπως επισημαίνεται και στη σχετική έκθεση του Μάριο Ντράγκι), ενώ δέχεται όλο και πιο έντονα τις πιέσεις της Κίνας. Επιπλέον, η Ευρώπη θα πρέπει να αναπτύξει δυναμικά τους τομείς της τεχνολογίας και της καινοτομίας (όπως επισημαίνεται στη σχετική έκθεση του Ενρίκο Λέτα), στους οποίους επίσης πρωτοπορούν οι ΗΠΑ, ακολουθούμενες από την Κίνα.
Με επίγνωση των αδυναμιών τους, οι «27» οφείλουν να αναζητήσουν τρόπους να πλοηγηθούν επιτυχώς σε αυτό το εχθρικό περιβάλλον. Η Ευρώπη δεν έχει την πολυτέλεια να πανικοβληθεί με αφορμή την εκλογή του Τραμπ. Θα πρέπει να εργαστεί ενωμένη και με το βλέμμα στο μέλλον.
Oι ΗΠΑ κατηγορούν ενίοτε τους Ευρωπαίους ότι έχουν την τάση να νιώθουν ηθικά ανώτεροι σε σχέση με τους Αμερικανούς, ειδικά όταν ηγέτης των ΗΠΑ είναι ο Τραμπ. Αυτή τη φορά ωστόσο, κατά τη δεύτερη θητεία του Τραμπ, οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να αφήσουν κατά μέρος αυτή την αντίληψη, να αναλογιστούν ποια είναι τα ισχυρά τους χαρτιά και να συνεργαστούν με τη νέα αμερικανική κυβέρνηση χωρίς να εγκαταλείψουν την προσπάθεια συνεργασίας με την πρώτη δυσκολία. Διότι η Αμερική του Τραμπ 2.0 δεν προδιαγράφεται «εύκολη πίστα».
Εμπόριο: Καρότο και μαστίγιο με φόντο τους υψηλούς δασμούς
Ο Τραμπ έχει χαρακτηρίσει τη λέξη «δασμοί» ως την ωραιότερη λέξη στο λεξικό. Υπέρμαχος του αμερικανικού προστατευτισμού στην οικονομία, ο νεοεκλεγείς πρόεδρος απειλεί με την επιβολή δασμών που θα κυμαίνονται από 10% ως 20% για τα ευρωπαϊκά προϊόντα (και ως και 60% για τα κινεζικά).
Ορισμένοι αναλυτές εκτιμούν ότι η Ευρώπη δεν θα πρέπει να αντεπιτεθεί με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή επιβάλλοντας, με τη σειρά της, δασμούς στα αμερικανικά προϊόντα. Διότι, όπως έχει τονίσει και ο Τραμπ, η ΕΕ δεν αγοράζει πολλά αμερικανικά προϊόντα. Το κυριότερο προϊόν που αγοράζει είναι υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) και δεν τη συμφέρει να το αγοράζει πιο ακριβά.
Το να δεσμευτεί η ΕΕ να αγοράζει περισσότερα αμερικανικά προϊόντα θα μπορούσε να αποτελέσει ίσως έναν τρόπο «εξευμενισμού» του Τραμπ, δεδομένου ότι του αρέσουν τα πάσης φύσεως «deals». Το πιθανότερο ίσως είναι, σύμφωνα με τον αρθρογράφο του «Monde» Στεφάν Αουέ, ότι στον συγκεκριμένο τομέα η ΕΕ θα ακολουθήσει την πολιτική καρότου και μαστιγίου.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι η ΕΕ θα πρέπει να διαπραγματευτεί με τις ΗΠΑ en bloc, ενωμένη, ως πολιτική και οικονομική οντότητα 27 χωρών, και οι χώρες-μέλη της (όπως για παράδειγμα η Γερμανία, η οποία έχει μείζονα οικονομικά συμφέροντα στις ΗΠΑ) να μην επιδιώξουν διμερείς συμφωνίες με την Ουάσιγκτον, διότι αυτό θα ωφελούσε μόνο τον Τραμπ.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δηλώνει ανοιχτή στη σύναψη «στοχευμένων συμφωνιών» με τις ΗΠΑ, με στόχο τη μείωση του αμερικανικού εμπορικού ελλείμματος. Είναι έτοιμη ωστόσο, σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις προς αυτή την κατεύθυνση αποτύχουν, να προχωρήσει σε αντίμετρα σε πολιτικά ευαίσθητους τομείς για τον Τραμπ.
Αμυνα:Η κρίση ως ευκαιρία για τολμηρές αποφάσεις
Αυτή η στρατηγική των αντιμέτρων όμως ενέχει κινδύνους καθώς παραμένει ανοιχτό το ερώτημα αν και κατά πόσο ο Τραμπ προτίθεται να συνδέσει την επιβολή των εμπορικών δασμών με το ζήτημα της άμυνας – αν δηλαδή, στο πλαίσιο εκβιασμού, ο Τραμπ απειλήσει να αποσύρει την αμερικανική στρατιωτική ομπρέλα για να πιέσει τους Ευρωπαίους στο ζήτημα του εμπορίου. Ομως τέτοιου είδους πίεση μπορεί να αποδειχθεί πολύ αποτελεσματική και να αποτελέσει έναν επιπλέον λόγο για τους Ευρωπαίους να επιταχύνουν τους ρυθμούς για την επίτευξη της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας.
«Δεν μπορούμε να εξαρτώμεθα επ’ άπειρον από τους Αμερικανούς» δήλωσε ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν λίγες μέρες μετά τις αμερικανικές εκλογές, υπονοώντας την εξάρτηση της Ευρώπης από τις ΗΠΑ στον τομέα της άμυνας. Αποψη την οποία συμμερίζεται και ο Πιερ Μοσκοβισί, πρώην επίτροπος Οικονομίας κατά τη διάρκεια της πρώτης προεδρίας του Τραμπ (2016-2020), ο οποίος τονίζει ότι η ΕΕ θα πρέπει να αναπτύξει τη δική της άμυνα – που δεν θα αντίκειται προφανώς στο ΝΑΤΟ.
Ο Μοσκοβισί, ο οποίος γνωρίζει τον Τραμπ και τον τρόπο που πολιτεύεται, προειδοποιεί ότι η Ευρώπη δεν ήταν και δεν θα αποτελέσει ποτέ προτεραιότητα του νέου προέδρου των ΗΠΑ.
Ο Τραμπ όμως ίσως επιχειρήσει να διχάσει τους Ευρωπαίους και να στρέψει τις χώρες της ΕΕ τη μία εναντίον της άλλης, αξιοποιώντας και τους θαυμαστές και φίλους του στην Ευρώπη, όπως τον Βίκτορ Ορμπαν, πρωθυπουργό της Ουγγαρίας, και τον Ρόμπερτ Φίτσο, πρωθυπουργό της Σλοβακίας.
Οι απειλές του Τραμπ ότι θα αποσύρει τη στρατιωτική στήριξη των ΗΠΑ στην Ουκρανία μπορεί επίσης να επισπεύσουν την ταχύτερη λήψη αποφάσεων στην ΕΕ σχετικά με την ευρωπαϊκή άμυνα και να αναγκάσουν τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να λάβουν τολμηρές αποφάσεις, όπως το να συμφωνήσουν ως προς την έκδοση ευρωπαϊκών ομολόγων για την άμυνα.
Σύμφωνα με αναλυτές του Carnegie Endowment, αμερικανικού think tank, όλες οι χώρες-μέλη της ΕΕ θα πρέπει να στηρίξουν την έκδοση ευρωπαϊκών ομολόγων για την άμυνα, διότι η διεθνής συγκυρία το απαιτεί. Επιπλέον, προσθέτουν, εν όψει της συνόδου του ΝΑΤΟ στην Ολλανδία τον Ιούνιο του 2025, οι Ευρωπαίοι θα μπορούσαν να προσέλθουν με μια πρόταση περί αύξησης των αμυντικών δαπανών στο 3% μέχρι το τέλος της δεύτερης θητείας του Τραμπ το 2028.
Και καλό θα ήταν οι Ευρωπαίοι να χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους για να πείσουν τις ΗΠΑ ως προς την ειλικρίνεια των προθέσεών τους. Το Βερολίνο θα μπορούσε να αξιοποιήσει την ευκαιρία που του δίνει η κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού για να παρακάμψει την επιμονή κυβερνητικών εταίρων στην αυστηρότητα ως προς την τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, προς όφελος της αύξησης των επενδύσεων στην άμυνα.
Οι Βρυξέλλες θα πρέπει ίσως να πάψουν να επιπλήττουν την Πολωνία (η οποία συνορεύει με τη Ρωσία, διά του θύλακα του Καλίνινγκραντ, αλλά και με την Ουκρανία) επειδή παραβιάζει τους όρους της δημοσιονομικής πειθαρχίας και ζητεί αύξηση των δαπανών για την άμυνα.
Τεχνολογία: Φτωχός συγγενής απέναντι στους Big Tech
Με την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ στην τεχνολογία και στην καινοτομία, τίποτε δεν εμποδίζει τον Τραμπ να απειλήσει με εμπορικό αποκλεισμό την Ευρώπη, ακόμη και για να επιτύχει χαλάρωση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας ως προς τους μεγάλους τεχνολογικούς κολοσσούς (Big Tech). Στους συγκεκριμένους τομείς, της τεχνολογίας και καινοτομίας, πλάι στις ΗΠΑ η ΕΕ μοιάζει με φτωχό συγγενή, παρότι έχει και μια πρωτιά – είναι παγκόσμιος ηγέτης στην ψηφιακή διακυβέρνηση, δηλαδή στην ψηφιοποίηση του δημόσιου τομέα.
Η ΕΕ έχει μείνει πίσω σε όλα τα υπόλοιπα διότι δεν έχει κοινή αντίληψη για τη στρατηγική σημασία των ψηφιακών τεχνολογιών, όπως για την ευρυζωνική ανάπτυξη ή την εφαρμογή της τεχνητής νοημοσύνης.
Η ΕΕ έχει την τάση να ρυθμίζει περισσότερο (εξ ου και τα κατά καιρούς μεγάλα πρόστιμα που επιβάλει στις Big Tech) παρά να επιτρέπει στη δυναμική της καινοτομίας να διαμορφώνει το ψηφιακό μέλλον της. Στα μειονεκτήματα της Ευρώπης συγκαταλέγεται επίσης η έλλειψη σημαντικών ευρωπαϊκών εταιρειών ψηφιακών τεχνολογιών με παγκόσμια επιρροή. Το αν η Ευρώπη θα κατορθώσει να εξελιχθεί σε παραγωγό τεχνολογίας και καινοτομίας ή θα παραμείνει εισαγωγέας προηγμένης τεχνολογίας, και συνεπώς εξαρτημένη από τις ΗΠΑ και την Κίνα, δεν είναι ένα ερώτημα με εύκολη απάντηση.
Με βάση πρόσφατες μελέτες, συνάγεται ότι η ΕΕ πηγαίνει καλά στον σχεδιασμό αλλά υστερεί στην υλοποίηση των προγραμμάτων. Η ΕΕ έχει εκπονήσει και δρομολογήσει το πρόγραμμα «Ψηφιακή Δεκαετία 2030», αλλά, ενώ διαθέτει κονδύλια, δεν έχει βρει ακόμη τον τρόπο να παράγει περισσότερο και να αγοράζει λιγότερο ώστε να ενισχύσει την οικονομία και την ανταγωνιστικότητα και να θωρακίσει τη δημοκρατία της από την απειλή της παραπληροφόρησης.
Η Ευρώπη θα πρέπει επίσης να αποτρέψει την κατάργηση του Συμβουλίου Εμπορίου και Τεχνολογίας ΗΠΑ – ΕΕ (η κατάργησή του συγκαταλέγεται στις προεκλογικές εξαγγελίες του Τραμπ), ενός διμερούς φόρουμ το οποίο συστάθηκε το 2021 για τη συζήτηση προτύπων τεχνολογίας.
Η κατάργηση του φόρουμ μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τη διατλαντική συνεργασία σε θέματα όπως η τεχνητή νοημοσύνη, το απόρρητο των δεδομένων και τα δίκτυα 5G. Χωρίς το φόρουμ, οι δύο πλευρές θα μπορούσαν να υιοθετήσουν αντικρουόμενους κανονισμούς, περιπλέκοντας το εμπόριο και μειώνοντας τη συμβατότητα των τεχνολογικών προϊόντων και υπηρεσιών.
Το Συμβούλιο Εμπορίου και Τεχνολογίας δίνει επίσης τη δυνατότητα στις ΗΠΑ και στην ΕΕ να αντιμετωπίσουν τις κοινές ανησυχίες σχετικά με την επιρροή της Κίνας στις παγκόσμιες τεχνολογικές υποδομές και στην ασφάλεια των αλυσίδων εφοδιασμού.
Ενέργεια: Φόβοι για κατάρρευση του Green Deal
Ο Τραμπ έχει ήδη καταστήσει σαφές ότι θα αλλάξει την ενεργειακή πολιτική των ΗΠΑ. Τάσσεται υπέρ των ορυκτών καυσίμων και κατά των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας διότι θεωρεί ότι με τη στροφή αυτή θα περιορίσει το κόστος της ενέργειας στις ΗΠΑ και θα ενισχύσει την αμερικανική βιομηχανία. Σκοπεύει να αποσύρει τις ΗΠΑ από την Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα (όπως είχε κάνει και κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του) και να άρει όλους τους περιορισμούς για εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Αμερική.
Αυτά τα μέτρα έρχονται σε αντίθεση με το ευρωπαϊκό Green Deal – την «Πράσινη Συμφωνία», μια δέσμη πρωτοβουλιών η οποία από το 2019 θέτει την ΕΕ σε τροχιά προς την πράσινη μετάβαση με σκοπό την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας μέχρι το 2050 – και τις άλλες ευρωπαϊκές ρυθμίσεις για την ενέργεια και την κλιματική αλλαγή.
Δεν μπορεί επίσης να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ο Τραμπ να θελήσει να αξιοποιήσει ως διαπραγματευτικό όπλο την εξάρτηση της ΕΕ από το αμερικανικό υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), το οποίο υποκατέστησε σε μεγάλο βαθμό την παλαιότερη εξάρτηση από το ρωσικό αέριο, και να τη θέτει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων κάθε φορά που θα υπάρχει διάσταση απόψεων μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ. Σε αυτή την περίπτωση, το παλαιότερο επιχείρημα της αμερικανικής κυβέρνησης ότι «εμείς δεν εργαλειοποιούμε την ενέργεια όπως η Ρωσία» προφανώς θα πάψει να ισχύει.
Ωστόσο η απόφαση του Τραμπ να ενισχύσει τις εξαγωγές LNG δεν είναι απαραιτήτως κακή είδηση για την Ευρώπη, η οποία επιδιώκει να διαφοροποιήσει τις ενεργειακές της προμήθειες από τη Ρωσία στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. Σύμφωνα με τους «Financial Times», οι εξαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου μπορεί να αποδειχθούν ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια των Ευρωπαίων για μια πιθανή συμφωνία μεταξύ Βρυξελλών και Ουάσιγκτον, με σκοπό η Αμερική να στέλνει περισσότερο αέριο στην Ευρώπη με αντάλλαγμα να αποτραπεί ο Τραμπ από το να επιβάλλει υψηλούς δασμούς στα ευρωπαϊκά προϊόντα.
Ομως η επιμονή του Τραμπ στη χρήση των ορυκτών καυσίμων ενδέχεται να ενισχύσει τις λαϊκιστικές δεξιές και ακροδεξιές φωνές εντός της ΕΕ, οι οποίες πιέζουν για βραδύτερους ρυθμούς στη μετάβαση στην καθαρή (πράσινη) ενέργεια.