Μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, τον Φεβρουάριο του 2022, η Πολωνία έζησε πρωτόγνωρες στιγμές εθνικής ενότητας στηρίζοντας ολόψυχα το Κίεβο έναντι της ρωσικής επιθετικότητας. Η Πολωνία άνοιξε τα σύνορά της απ’ όπου, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ, πέρασαν, μέχρι τα τέλη του φετινού Σεπτεμβρίου, 13 εκατ. ουκρανοί πρόσφυγες εκ των οποίων οι 959.000 εξακολουθούν να ζουν στη χώρα. Η Πολωνία όμως που προσέρχεται σήμερα στις κάλπες, για τις βουλευτικές εκλογές, είναι μια χώρα διχασμένη, σε ακραία πόλωση. Και ανάμεσα στα ζητήματα που διχάζουν είναι η στήριξη στην Ουκρανία.
Η σκιά του Ουκρανικού
Η μεταστροφή της Βαρσοβίας στο Ουκρανικό έχει σχέση με την απόφαση του δεξιού κυβερνώντος κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS), του εθνικιστή Γιάροσλαβ Κατσίνσκι, να προστατεύσει τα πολωνικά σιτηρά έναντι των φθηνότερων ουκρανικών, τα οποία εισάγει η Πολωνία. Οπως σημείωσε η αναλύτρια του think tank Brookings, Αννα Γκρζιμάλα-Μπούσε, το PiS επιλέγει τους ψηφοφόρους του (πολλοί εκ των οποίων ζουν σε αγροτικές περιοχές) έναντι της στήριξης στην Ουκρανία, προς την οποία απειλεί, επίσης, ότι δεν προτίθεται να ξαναστείλει όπλα διότι τα χρειάζεται για να υπερασπιστεί την Πολωνία.
Στις δημοσκοπήσεις το κυβερνών κόμμα προηγείται με 36% έναντι του συνασπισμού της φιλελεύθερης αντιπολίτευσης, Πλατφόρμα των Πολιτών, υπό τον Ντόναλντ Τουσκ, το οποίο λαμβάνει 30%. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι το πιθανότερο είναι ότι κανένας εκ των δύο πολιτικών σχηματισμών δεν θα κατορθώσει να εξασφαλίσει αυτοδυναμία, οπότε για να κυβερνήσει θα χρειαστεί τη συνδρομή μικρότερων κομμάτων. Οι σφυγμομετρήσεις δίνουν στην Αριστερά 10%, στον κεντροδεξιό Τρίτο Δρόμο 10% και στην ακροδεξιά Συνομοσπονδία, εκ των πιο σκληρών ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη, 9%. Αν επαληθευτούν οι δημοσκοπήσεις, η μάχη για τον σχηματισμό κυβέρνησης προδιαγράφεται σκληρή.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας το PiS παρουσίαζε τον Τουσκ – πρώην πρωθυπουργό (2007-2014) και πρώην πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (2014-2019) – ως «εξωνημένο» και υπό τας διαταγάς των Γερμανών «οι οποίοι ελέγχουν την ΕΕ». Ηδη από τον περασμένο χρόνο το PiS φρόντισε να οξύνει την αντιπαράθεση με τη Γερμανία, διεκδικώντας πολεμικές αποζημιώσεις ύψους 1,3 τρισ. ευρώ από το Βερολίνο.
Ο εθνικιστής Κατσίνσκι γνωρίζει ότι η οικονομική ανάκαμψη της Πολωνίας οφείλεται πρωτίστως στα κονδύλια της ΕΕ, όμως επιλέγει να προβάλλει τις Βρυξέλλες ως τον «κακό» της ιστορίας, επειδή επικρίνει τη Βαρσοβία για τη σκληρή στάση της στο Μεταναστευτικό και τον περιορισμό των ελευθεριών κατά την οκταετή διακυβέρνησή του. Ο Κατσίνσκι πάντως δικαιώνει την ανησυχία των Βρυξελλών και εξαιτίας του πολιτικού τεχνάσματος στο οποίο κατέφυγε: μαζί με τις βουλευτικές εκλογές, η κυβέρνηση αποφάσισε να διοργανώσει σήμερα και δημοψήφισμα με τέσσερα ερωτήματα: το ένα αφορά το αν συμφωνούν οι Πολωνοί με την υποδοχή μεταναστών από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική όπως προβλέπει η ΕΕ, ενώ τα άλλα αφορούν την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 65 στα 67 έτη, το «ξεπούλημα» κρατικών πολωνικών επιχειρήσεων σε ξένες επιχειρήσεις και τον φράχτη στα σύνορα Πολωνίας – Λευκορωσίας. Παρά τις έντονες αντιδράσεις της αντιπολίτευσης ότι η συγκεκριμένη πρωτοβουλία είναι στα όρια της συνταγματικότητας, ο Κατσίνσκι προχωρεί στη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, με το επιχείρημα της εξοικονόμησης χρημάτων από την αποφυγή δύο διαφορετικών αναμετρήσεων. Στην ουσία επιβάλλει τη δική του ατζέντα στους ψηφοφόρους.
Ο δρόμος του αυταρχισμού
O Κατσίνσκι αντιπαραβάλλει τα επιτεύγματα των δύο κυβερνητικών θητειών του PiS με εκείνα της διακυβέρνησης Τουσκ: ιστορικά χαμηλό ποσοστό ανεργίας, οικογενειακά επιδόματα, συντάξεις δύο επιπλέον μηνών στους συνταξιούχους και αύξηση του βιοτικού επιπέδου. Επί Τουσκ – την περίοδο της διεθνούς οικονομική κρίσης – το ποσοστό της ανεργίας ήταν υψηλό, οι μισθοί χαμηλοί, οι Πολωνοί μετανάστευαν μαζικά και η κυβέρνηση επέβαλλε κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Πέραν όμως των επιτευγμάτων στην οικονομία, το PiS περιέστειλε τα δικαιώματα των γυναικών, την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης. Αν εξασφαλίσει μια τρίτη κυβερνητική θητεία, θα συνεχίσει στον ίδιο δρόμο του αυταρχισμού. Γεγονός διόλου ενθαρρυντικό, ούτε για την Πολωνία ούτε για την Ευρώπη.