Τα τρία χρόνια που μεσολάβησαν από τη Συνθήκη των Σεβρών (1920) μέχρι τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923) δεν ήταν μοιραία μόνο για τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας. Στο ίδιο διάστημα διεγράφη το σχέδιο για τη δημιουργία κράτους του Κουρδιστάν μέσα από τις στάχτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Οι νικητές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου απέσπασαν εδάφη και ζώνες επιρροής (που είχαν χαραχθεί από το αγγλο-γαλλικό σύμφωνο Σάικς-Πικό το 1916), μοίρασαν τη Μέση Ανατολή σε προτεκτοράτα από τα οποία προέκυψαν τα περισσότερα αραβικά κράτη, όμως μεταξύ των παραχωρήσεων που έκαναν τελικά στο καθεστώς του Κεμάλ Ατατούρκ ήταν η εγκατάλειψη των Κούρδων που είχαν πιστέψει τις υποσχέσεις για αυτοδιάθεση.

Ο διαμελισμός του κουρδικού λαού σε τέσσερις χώρες (Τουρκία, Συρία, Ιράκ και Ιράν) ισχύει μέχρι σήμερα. Ομως το κουρδικό όραμα για ανεξαρτησία παραμένει ισχυρό, είναι ο μόνιμος τουρκικός εφιάλτης, ενώ έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με τον αναθεωρητισμό και τον νεο-οθωμανισμό του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Οι Κούρδοι θεωρούνται ως ο μεγαλύτερος λαός χωρίς πατρίδα, αν και είναι εξαιρετικά δύσκολος ο ακριβής προσδιορισμός του πληθυσμού τους, που υπολογίζεται συνολικά από 35 έως 45 εκατομμύρια, μετά από δεκαετίες πολέμων, προσφυγιάς, καταστολής.

Πάνω από 15 εκατομμύρια υπολογίζονται οι Κούρδοι στην Τουρκία (σχεδόν το 20% του πληθυσμού), περισσότεροι από 8 εκατομμύρια στο Ιράν, 6 εκατομμύρια στο Ιράκ, 2 εκατομμύρια στη Συρία. Οι κατά καιρούς κουρδικές εξεγέρσεις στις χώρες αυτές πνίγηκαν στο αίμα. Κατακερματισμένοι και σπαρασσόμενοι από εσωτερικές αντιθέσεις, οι Κούρδοι αντιμετωπίστηκαν με σκληρότητα από τα αντίστοιχα καθεστώτα που επιχείρησαν να εξαλείψουν την εθνική τους ταυτότητα και ενίοτε τους χρησιμοποίησαν για να υπονομεύσουν το ένα το άλλο.

H εξέγερση του PKK

Η ένοπλη εξέγερση που ξεκίνησε στη Νοτιοανατολική Τουρκία στα τέλη της δεκαετίας του ’70 από το μαρξιστικό Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (ΡΚΚ) υπό τον Αμπντουλάχ Οτσαλάν ήταν μια βόμβα στα θεμέλια του τουρκικού κράτους. Το αντάρτικο εξαπλώθηκε στην περιοχή του ιστορικού Κουρδιστάν και μέσα σε λίγα χρόνια το ΡΚΚ απέκτησε βάσεις στο Ιράκ, στη Συρία, ακόμη και στον Λίβανο με τη στήριξη του καθεστώτος του πατέρα Ασαντ.

Το ΡΚΚ δρούσε ανταγωνιστικά προς τις υπόλοιπες κουρδικές δυνάμεις στο Βόρειο Ιράκ, ενώ ανέπτυξε σχέσεις με άλλα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Δεκάδες χιλιάδες είναι τα θύματα του πολέμου ανάμεσα στον τουρκικό στρατό και στο ΡΚΚ στην Τουρκία και εκατοντάδες τα χωριά που ισοπέδωσε ο τουρκικός στρατός επιχειρώντας να ξεριζώσει τους «τρομοκράτες αποσχιστές».

Η διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης και οι αμερικανικές στρατιωτικές επεμβάσεις στη Μέση Ανατολή (με τους δύο πολέμους στον Περσικό Κόλπο που οδήγησαν στην πτώση του καθεστώτος του Ιράκ) ανέτρεψαν ισορροπίες δεκαετιών. Κομβικό σημείο για το ΡΚΚ ήταν επίσης η απόφαση του συριακού καθεστώτος να θυσιάσει τον Οτσαλάν για να βελτιώσει τη σχέση του με την Τουρκία το 1998.

Διωγμένος από τη Συρία και μετά από τετράμηνη περιπλάνηση στη Ρωσία και στην Ευρώπη, ο αρχηγός του ΡΚΚ κατέληξε (με ελληνική εμπλοκή) στην Κένυα, από όπου τον απήγαγαν οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες στις 15 Φεβρουαρίου 1999. Ο Οτσαλάν καταδικάστηκε στην εσχάτη των ποινών που μετατράπηκε σε ισόβια (μετά την κατάργηση της θανατικής ποινής στην Τουρκία) και παραμένει έγκλειστος στο νησί-φυλακή του Ιμραλί, στη Θάλασσα του Μαρμαρά. Το ΡΚΚ συνέχισε τον ένοπλο αγώνα στα βουνά και τις βομβιστικές επιθέσεις σε αστικά κέντρα, ενώ η λύση του Κουρδικού συνδεόταν ολοένα περισσότερο με την ανάγκη εκδημοκρατισμού της Τουρκίας.

Εν τω μεταξύ οι Κούρδοι του πλούσιου σε πετρέλαιο Βόρειου Ιράκ κέρδισαν την αυτονομία τους στο πλαίσιο του ομόσπονδου κράτους που προέκυψε μετά την ανατροπή του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν από την αμερικανοβρετανική εισβολή το 2003.

Προηγουμένως υπέστησαν ακόμη και επιθέσεις με χημικά όπλα από το καθεστώς, ενώ εγκαταλείφθηκαν από τους Αμερικανούς το 1991, όταν εξεγέρθηκαν ταυτόχρονα με την επιχείρηση «Καταιγίδα της Ερήμου». Το 2003 η κυβέρνηση Ερντογάν δεν επέτρεψε στους Αμερικανούς να ανοίξουν από το έδαφος της Τουρκίας το βόρειο μέτωπο κατά του καθεστώτος Σαντάμ, διαβλέποντας ότι η τριχοτόμηση του Ιράκ θα είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία της πρώτης αυτόνομης κουρδικής οντότητας στη Μέση Ανατολή – κάτι που δεν κατάφερε να αποτρέψει η Αγκυρα.

H Ροζάβα

Το σενάριο συνένωσης επιμέρους κουρδικών οντοτήτων, που τρέμει το τουρκικό πολιτικό και στρατιωτικό κατεστημένο, άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά με το ξέσπασμα του συριακού εμφυλίου το 2011. Η κουρδική οντότητα της Ροζάβα συγκροτήθηκε στα βόρεια και ανατολικά της χώρας, ενώ εδραιώθηκε δίνοντας μάχη επιβίωσης απέναντι στο ISIS. Οι ένοπλες δυνάμεις της de facto αυτόνομης οντότητας (Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις – SDF) σήκωσαν το κύριο βάρος της αντιμετώπισης του Ισλαμικού Κράτους, συμμαχώντας με τους Αμερικανούς την ώρα που τζιχαντιστές από όλον τον κόσμο πύκνωναν τις τάξεις του ISIS μέσω της Τουρκίας.

Επί χρόνια ο Ερντογάν αξιώνει από τις ΗΠΑ να διακόψουν την παροχή στρατιωτικής βοήθειας στις SDF κατηγορώντας τους συμμάχους του στο ΝΑΤΟ ότι «εξοπλίζουν τρομοκράτες». Ο τουρκικός στρατός έχει πραγματοποιήσει τρεις εισβολές στη Βορειοανατολική Συρία, όπου δημιούργησε «ζώνες ασφαλείας», δηλαδή κατοχής συριακού εδάφους, όπου «επαναπατρίζει» Σύρους πρόσφυγες (Τουρκομάνους και Αραβες) αλλοιώνοντας τα δημογραφικά χαρακτηριστικά της περιοχής.

Το «πράσινο φως» στην Αγκυρα για τις επιχειρήσεις που ισοδυναμούσαν με προδοσία των Κούρδων έδωσε στην πρώτη θητεία του ο Ντόναλντ Τραμπ αποσύροντας από τη Συρία το μεγαλύτερο μέρος των αμερικανικών δυνάμεων που λειτουργούσαν ως ανάχωμα στον ISIS, όμως κυρίως απέτρεπαν την τουρκική επιθετικότητα. Ο Τραμπ έχει υποσχεθεί ότι θα ολοκληρώσει την αποχώρηση των αμερικανών στρατιωτών από τη Συρία στη δεύτερη θητεία του.

Παίζοντας καθοριστικό ρόλο στην ανατροπή του καθεστώτος του Μπασάρ αλ Ασαντ ύστερα από 13 χρόνια πολέμου και στην επικράτηση των «αναμορφωμένων» τζιχαντιστών του πρώην πολεμάρχου της Αλ Κάιντα, Αμπού Μοχάμεντ αλ Τζολάνι, η Αγκυρα αποβλέπει πρωτίστως στη διάλυση της Ροζάβα. Φορώντας πλέον κοστούμι, αποσύροντας το πολεμικό ψευδώνυμο και χρησιμοποιώντας το αληθινό όνομά του, ο Αχμέντ αλ Σάραα αξίωσε τον αφοπλισμό ή την υπαγωγή των κούρδων μαχητών στον μελλοντικό στρατό της Συρίας.

Οι Κούρδοι αρνήθηκαν, όμως ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με τον νέο ισχυρό άνδρα της Συρίας. Ο Αλ Σάραα μετέθεσε τη διεξαγωγή εκλογών σε τέσσερα χρόνια, αφήνοντας επίσης μετέωρο το ζήτημα του νέου Συντάγματος, μαζί και το ερώτημα για τον βαθμό αυτονομίας των Κούρδων. Από το περασμένο φθινόπωρο, πριν ακόμη ξεκινήσει η επίθεση που έριξε το καθεστώς Ασαντ τον Δεκέμβριο, η Αγκυρα δρομολόγησε εξελίξεις στο Κουρδικό εντός Τουρκίας, αναθερμαίνοντας τη διαδικασία ειρήνευσης που είχε επιχειρηθεί το 2013 από κοινού με τον Οτσαλάν.

Τότε ο φυλακισμένος κούρδος ηγέτης είχε στείλει μήνυμα στο PKK να παύσει πυρ και να αποσύρει τις δυνάμεις του από το τουρκικό έδαφος, όμως η διαδικασία κατέρρευσε σε λιγότερο από δύο χρόνια μέσα σε κύμα καταστολής και βομβιστικών επιθέσεων. Στα τέλη του 2024 η διαδικασία ξεκίνησε απρόσμενα από τον εθνικιστή εταίρο του Ερντογάν, τον Ντεβλέτ Μπαχτσελί, ο οποίος πρώτα έτεινε χέρι συμφιλίωσης στο αριστερό φιλοκουρδικό Κόμμα Ισότητας και Δημοκρατίας των Λαών (DEM) και κατόπιν κάλεσε τον Οτσαλάν να κηρύξει το τέλος του ένοπλου αγώνα μέσα από την τουρκική Βουλή.

Η δήλωση Οτσαλάν

Για πρώτη φορά ύστερα από δέκα χρόνια, ηγετικά στελέχη του DEM επισκέφθηκαν τον Οτσαλάν στη φυλακή στις 28 Δεκεμβρίου και οι εξελίξεις πήραν μορφή χιονοστιβάδας. Ο Οτσαλάν δήλωσε αποφασισμένος να συμβάλει «θετικά στο νέο παράδειγμα που υποστήριξαν ο κ. Μπαχτσελί και ο κ. Ερντογάν», να κάνει «τα αναγκαία θετικά βήματα και την προβλεπόμενη έκκληση», δείχνοντας ταυτόχρονα προς την κατεύθυνση της αλλαγής του Συντάγματος με δημοψήφισμα που σχεδιάζει ο Ερντογάν, ώστε να προχωρήσει ο εκδημοκρατισμός και να παύσουν οι διώξεις κατά των Κούρδων. Στις 2 Ιανουαρίου οι βουλευτές του DEM μετέφεραν το μήνυμα Οτσαλάν στον πρόεδρο της Βουλής Νουμάν Κουρτουλμούς και αμέσως μετά άρχισαν συναντήσεις με τους ηγέτες των κομμάτων.

Το «νέο παράδειγμα» και το συνακόλουθο παζάρι εμπεριέχουν ευκαιρίες και κινδύνους για όλες τις πλευρές. Μένει να φανεί κατά πόσο συμφωνούν με αυτές τις κινήσεις η ηγεσία του PKK στο βουνό καθώς και χιλιάδες φυλακισμένα στελέχη των Κούρδων, ανάμεσά τους ο Σελαχατίν Ντεμιρτάς, ο οποίος είχε λάβει σχεδόν 10% στις προεδρικές εκλογές του 2014 απέναντι στον Ερντογάν, όμως διώχθηκε για «τρομοκρατική προπαγάνδα» και καταδικάστηκε σε πολυετή κάθειρξη.

Πεδίο δράσης του ΡΚΚ και συχνός στόχος της τουρκικής αεροπορίας είναι τα όρη Καντίλ, που χωρίζουν γεωγραφικά τους Κούρδους του Ιράκ από τους Κούρδους της Συρίας, αλλά ταυτόχρονα γεφυρώνουν το κοινό όραμά τους για ανεξαρτησία. Φαίνεται πως η κυβέρνηση Ερντογάν βιάζεται να παρουσιάσει μια λύση στο Κουρδικό εντός της Τουρκίας και να κατοχυρώσει κεκτημένα πέραν των συνόρων που καθορίστηκαν στη Λωζάννη πριν από έναν αιώνα. Εξάλλου η φανερή και κρυφή στήριξη του Ισραήλ προς τους Κούρδους ενδέχεται να φέρει σύντομα και άλλες ανατροπές στην περιοχή, από τη Συρία μέχρι το Ιράν.