Mπορεί ο πρόεδρος Πούτιν, μετά από δέκα μήνες πολεμικών επιχειρήσεων στην Ουκρανία, να δηλώνει ότι το Κρεμλίνο προετοιμάζεται για έναν «μακρύ πόλεμο» (αποκλείοντας όμως τη χρήση πυρηνικών όπλων), παράλληλα όμως έχει ξεκινήσει μια σοβαρή και σε πολλά επίπεδα συζήτηση για την ανάγκη να εξευρεθεί το ταχύτερο δυνατό μια διπλωματική λύση, με απώτερο στόχο μια «νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας» στην Ευρώπη. Ακόμη και ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Σεργκέι Λαβρόφ έστειλε σαφές μήνυμα προς τη Δύση ότι «η Ρωσία είναι έτοιμη να συζητήσει, εάν υπάρχει μια σοβαρή πρόταση» και «εάν ληφθούν υπόψη τα ρωσικά συμφέροντα».
Πολλά τα εάν βέβαια, αλλά πάντα μια διαπραγμάτευση αρχίζει με την παρουσίαση και από τις δύο πλευρές των πιο ακραίων θέσεών τους. Και το ερώτημα επίσης πάντα είναι αν θα μπορέσουν να καταλήξουν τελικά σε κάποιον συμβιβασμό.
Το βέβαιο όμως είναι ότι ήδη στις δυτικές κοινωνίες έχει αρχίσει να αυξάνεται ο προβληματισμός για τη συνέχιση ή όχι της συνεχούς αποστολής βοήθειας και πολεμικού υλικού προς την Ουκρανία, μέσα στο γνωστό αρνητικό κλίμα που έχει προκαλέσει η ενεργειακή κρίση και επηρεάζει την καθημερινή ζωή των πολιτών. Ενώ ακόμη και η συζήτηση για τη μελλοντική ένταξη στο ΝΑΤΟ της Ουκρανίας έχει παγώσει, καθώς όλο και περισσότερες χώρες αντιλαμβάνονται ότι το θέμα αυτό προκαλεί την έντονη αντίδραση της Ρωσίας, η οποία ήδη είχε εκφράσει την έντονη δυσαρέσκειά της για την επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα σύνορά της, όταν μάλιστα, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης είχε καταργηθεί το Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Και αντί να υπάρξει μια αντίστοιχη κατάργηση του ΝΑΤΟ, υπήρξε αντίθετα η επέκταση αυτή, υπό την πίεση των ανατολικών χωρών, που είχαν υποστεί την πολύχρονη σοβιετική καταπίεση.
Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που ο Εμανουέλ Μακρόν, μετά την επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον, έστειλε το μήνυμα ότι η Δύση θα πρέπει να ανταποκριθεί στο αίτημα της Ρωσίας για εγγυήσεις για την ασφάλειά της, τη στιγμή που ο Πούτιν ανησυχεί ότι «το ΝΑΤΟ φθάνει στην πόρτα του». Διευκρίνισε όμως ότι προηγουμένως ο Πούτιν θα πρέπει να συμφωνήσει σε διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό του πολέμου, επαναλαμβάνοντας την ανάγκη μιας «νέας αρχιτεκτονικής ασφαλείας». Επόμενο ήταν να υπάρξουν έντονες αντιδράσεις στην πρόταση αυτή, με επικεφαλής τη Γερμανία, με επιμονή στην ανάγκη συνέχισης της στήριξης της Ουκρανίας. Αν και σε μια δεύτερη φάση ο καγκελάριος Σολτς παραδέχθηκε ότι «μακροπρόθεσμα το ερώτημα της αρχιτεκτονικής ασφαλείας θα προκύψει». Και ότι η προτεραιότητα πάντως είναι να σταματήσει η Ρωσία αμέσως τον πόλεμο και να αποσύρει τα στρατεύματά της. Ενώ και ο πρόεδρος Μπάιντεν δήλωσε ότι είναι έτοιμος να συζητήσει με τον Πούτιν, αν αποφασίσει ότι θέλει να τερματίσει τον πόλεμο. Και να δούμε τώρα πού θα καταλήξουν όλα αυτά.