«Ο κόσμος που συνέβαλε στην επιτυχία της Ανγκελα Μέρκελ έχει αλλάξει: η Γερμανία πρέπει να ξεπεράσει τον μερκελισμό». Αυτό σημείωνε η Σιλβί Κοφμάν, στη γαλλική εφημερίδα «Le Monde», σε πρόσφατο άρθρο για τις γερμανικές εκλογές. Η αρθρογράφος δεν εξέφραζε μόνο τη γνώμη της: την άποψή της συμμερίζονται πολλοί Γάλλοι – και όχι μόνον, αν θυμηθούμε τις ύβρεις κατά των «μερκελιστών» τη μνημονιακή περίοδο στην Ελλάδα -, οι οποίοι επικρίνουν την απερχόμενη καγκελάριο για την αδράνεια του γαλλογερμανικού άξονα και κατ’ επέκτασιν της ΕΕ. Σε μια προσπάθεια να ερμηνεύσει τις αιτίες αυτής της αδράνειας, «Το Βήμα» συνομίλησε με τον γάλλο πολιτειολόγο Πολ Μορίς, ειδικό στις γαλλογερμανικές σχέσεις στο Γαλλικό Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων (IFRI). Τι περιμένουμε από τις γερμανικές εκλογές; «Το αποτέλεσμα των εκλογών είναι «ανοιχτό». Μέχρι πριν από μερικούς μήνες, ο Αρμιν Λάσετ, ο επικεφαλής των Χριστιανοδημοκρατών (CDU), προπορευόταν στις δημοσκοπήσεις. Το τελευταίο διάστημα προηγείτο το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (SPD) υπό τον Ολαφ Σολτς. Το μόνο βέβαιο είναι ότι θα έχουμε κυβέρνηση συνασπισμού με ένα από τα δύο κόμματα εξουσίας (CDU και SPD) και ότι οι Πράσινοι, οι οποίοι πιθανότατα θα είναι το τρίτο κόμμα, θα συμμετάσχουν στην κυβέρνηση – διότι και ισχυροί είναι και απαραίτητοι. Σε αυτές τις εκλογές δεν έχει ενδιαφέρον μόνο ποιο κόμμα θα αναδειχθεί πρώτο και ποιος θα είναι καγκελάριος, αλλά και το είδος του κυβερνητικού συνασπισμού που θα συγκροτηθεί. Το ζήτημα του κρατικού προϋπολογισμού είναι μείζον στη Γερμανία: οι Πράσινοι θα επιδιώξουν περισσότερες επενδύσεις στην πράσινη ανάπτυξη, στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, προτάσεις με τις οποίες δεν συμφωνούν τα άλλα κόμματα. Τέτοιες διαφωνίες δημιουργούν πρόβλημα στη Γερμανία και στην Ευρώπη». Προσάπτεται στην καγκελάριο Μέρκελ ότι με την πολιτική της συνέβαλε στην αδράνεια της ΕΕ. Ο γαλλογερμανικός άξονας, η «ατμομηχανή» της Ευρώπης, θα κινηθεί ταχύτερα μετά τις γερμανικές εκλογές; «Σε επίπεδο ΕΕ, το ζήτημα είναι η μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας την οποία θέλησε ο γάλλος πρόεδρος Μακρόν και στην οποία οι γερμανοί υποψήφιοι για την καγκελαρία προτάσσουν τον πραγματισμό. Σε αυτό το πλαίσιο εγγράφεται και το ζήτημα της αντιμετώπισης της κρίσης της COVID, οι συνέπειές της στην οικονομία και στην «επανεκκίνησή» της. Επί της μεταρρύθμισης του Συμφώνου Σταθερότητας, η Γαλλία και η Γερμανία δεν συμφωνούν. Θα απαιτηθούν σκληρές διαπραγματεύσεις και ο πρόεδρος Μακρόν θα επιδιώξει να επιβληθεί ως μείζων και όχι ως ελάσσων εταίρος, όπως υπήρξε επί Μέρκελ. Υπάρχει και ο παράγοντας των γαλλικών προεδρικών εκλογών την ερχόμενη άνοιξη. Εχουμε όμως θετικές ενδείξεις: το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, για τους πόρους του οποίου η Μέρκελ συμφώνησε να αντληθούν μέσω της έκδοσης κοινού ευρωπαϊκού χρέους». Η καγκελάριος επικρίνεται ότι ακολούθησε πολιτική εμποδίων στην κοινή πολιτική της ΕΕ. Συμφωνείτε; «Η απερχόμενη καγκελάριος είναι υπέρμαχος του πραγματισμού, δεν είχε ποτέ όραμα για την Ευρώπη όπως οι προκάτοχοί της. Στα περισσότερα ζητήματα προέταξε τον γερμανικό πραγματισμό: από την κρίση της Ελλάδας, μέχρι την κρίση του κορωνοϊού – στις αρχές τουλάχιστον της κρίσης του κορωνοϊού, αργότερα έκανε παραχωρήσεις». Η μετά Μέρκελ Γερμανία θα στραφεί περισσότερο υπέρ της Ευρώπης; «Οι δύο βασικοί υποψήφιοι για την καγκελαρία, Λάσετ και Σολτς, προτίθενται να κινηθούν περισσότερο προς αυτή την κατεύθυνση όχι μόνον ως προς την οικονομία αλλά και στο ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής: οι πρόσφατες εξελίξεις στο Αφγανιστάν κατέδειξαν τα προβλήματα δυσλειτουργίας μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας. Θα ήμασταν πιο αποτελεσματικοί στο Αφγανιστάν αν υπήρχε ενιαία εξωτερική πολιτική της ΕΕ». Πώς θα διαμορφωθεί η εξωτερική πολιτική της Γερμανίας έναντι της Ρωσίας; Επί Μέρκελ η Γερμανία κατήγγειλε τη Ρωσία για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διευκολύνοντας ταυτόχρονα τον ρώσο πρόεδρο Πούτιν για τον αγωγό φυσικού αερίου NordStream. «Αυτό είναι το παράδοξο της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής, ήδη από την περίοδο του καγκελαρίου Σρέντερ (SPD). Σύμφωνα με αυτό, αν η Γερμανία καλλιεργεί τις εμπορικές της σχέσεις με τη Ρωσία, η Ρωσία θα γίνει πιο φιλελεύθερη, θα έλθει πιο κοντά στην Ευρώπη και τις αξίες της. Οικονομικά συμφέροντα όμως έχει τόσο η Γερμανία όσο και η Ρωσία. Και παρότι οι Μέρκελ και Πούτιν απεχθάνονταν ο ένας τον άλλον, βρέθηκε τρόπος να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα των χωρών τους. Οι πιθανοί διάδοχοι της Μέρκελ κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος, τάσσονται υπέρ της ανάπτυξης των εμπορικών σχέσεων της Γερμανίας με τη Ρωσία και ανέχονται τη ρωσική πολιτική ως προς την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μόνον οι Πράσινοι είναι ξεκάθαρα εναντίον της Ρωσίας στο συγκεκριμένο ζήτημα». Παρά την οικονομική σταθερότητα και ευρωστία της η Γερμανία δεν είναι πλέον μεγάλη δύναμη. Πώς θα μπορούσε να ξαναγίνει; «Συνειδητοποιώντας ότι η ισχύς περνά μέσα από την ΕΕ, η οποία θα πρέπει να έχει μια ενιαία κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική για την ασφάλεια». Αποτιμώντας τη μακρά θητεία της Μέρκελ πώς τη χαρακτηρίζετε; «Επιτυχημένη στην οικονομία, έχοντας ωστόσο ωφεληθεί από τις μεταρρυθμίσεις του προκατόχου της Γκέρχαρντ Σρέντερ. Στον τομέα της ενέργειας δεν προχώρησε όσο θα έπρεπε, στο ζήτημα των υποδομών και της ψηφιοποίησης της Γερμανίας μένουν ακόμη πολλά να γίνουν. Το σχέδιο του 2020 για την ανάκαμψη της οικονομίας της ΕΕ είναι αναμφίβολα πολύ θετικό γεγονός». Στη Μέρκελ πιστώνεται η σταθερότητα του ευρώ αλλά και η διατήρηση της Ελλάδας στην ευρωζώνη, που ωστόσο επιτεύχθηκαν με τίμημα σκληρή πολιτική λιτότητας. Πώς το σχολιάζετε; «Ισχύουν και τα δύο. Η στάση της έναντι της Ελλάδας προκάλεσε αντίδραση στη Γερμανία, η οποία εκφράστηκε και με τη δημιουργία του ακροδεξιού κόμματος AFD (Εναλλακτική για τη Γερμανία), που κατηγορεί την Μέρκελ ότι υπήρξε πολύ ευγενική με τους Ελληνες. Την ίδια περίοδο στην Ελλάδα, η Μέρκελ και ο Σόιμπλε κατηγορούνταν για την επιβολή αυστηρής λιτότητας. Ενα ακόμη παράδοξο της περιόδου Μέρκελ».