Ετη φωτός φαίνεται να χωρίζουν τους Γερμανούς από τις ανέφελες ημέρες του 2017, όταν «ζούσαν καλά και ευτυχισμένα», όπως υπερηφανευόταν η πρώην καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ. Τα ταμεία ήταν γεμάτα, οι θέσεις εργασίας άφθονες και η χώρα κυριαρχούσε στις παγκόσμιες αγορές με προϊόντα υψηλής ποιότητας. Επτά χρόνια αργότερα, το περιώνυμο γερμανικό θαύμα της πανίσχυρης οικονομίας έχει μετατραπεί σε ψευδαίσθηση.
Η Γερμανία βρίσκεται στην πιο δυσμενή οικονομική κατάσταση ίσως και από την εποχή της επανένωσης, όπως αποτυπώθηκε και στις ανακοινώσεις της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας την περασμένη Δευτέρα. Στο τέταρτο τρίμηνο του 2023 η γερμανική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 0,3% και το ίδιο ποσοστό πτώσης καταγράφεται πλέον και σε ετήσια βάση για το 2023, σε αντίθεση με το 2022 όπου ο ίδιος δείκτης έκλεισε με θετικό πρόσημο, στο +1,8%.
Η μεγαλύτερη οικονομία στην Ευρώπη έχει πλέον τις χειρότερες επιδόσεις, με αρχή του κακού την πανδημία και στη συνέχεια την εισβολή του Βλαντίμιρ Πούτιν τον Φεβρουάριο του 2022 στην Ουκρανία. Η Γερμανία έπεσε θύμα του πολέμου, καθώς κατέρρευσε η προνομιακή της σχέση με τη Ρωσία που της εξασφάλιζε φθηνό φυσικό αέριο ώστε να τροφοδοτεί τη βαριά βιομηχανία της και κατ’ επέκταση τις εξαγωγές.
Σφίγγουν το ζωνάρι
Η χρονιά που πέρασε ήταν ιδιαίτερα δύσκολη για τον μέσο γερμανό πολίτη. Η ψαλίδα μεταξύ πλούσιων και φτωχών μεγάλωσε και χιλιάδες νοικοκυριά επλήγησαν από την αύξηση του κόστους διαβίωσης – τη μεγαλύτερη εδώ και μια γενιά – αναγκαζόμενα να σφίξουν το ζωνάρι. «Οι άνθρωποι προσέχουν τα χρήματά τους και αυτό φαίνεται» επισημαίνει ο Μίκαελ Χούμπνερ, ιδιοκτήτης εστιατορίου στο Βερολίνο, σε ρεπορτάζ στον ιστότοπο rbb24, του ομώνυμου τοπικού τηλεοπτικού δικτύου στο Βρανδεμβούργο. Λέει ότι τον περασμένο Οκτώβριο τα έσοδά του μειώθηκαν κατά 20% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2022 και πολλοί τακτικοί πελάτες του μείωσαν αισθητά τις κρατήσεις.
Ο σύνδεσμος επιχειρήσεων εστίασης εδώ και καιρό προειδοποιεί: Τα εστιατόρια αργοπεθαίνουν εξαιτίας του πληθωρισμού σε τρόφιμα και πρώτες ύλες. Και, δυστυχώς, τα χειρότερα είναι μπροστά. Και τούτο διότι η αύξηση του ΦΠΑ από 1ης Ιανουαρίου του 2024 – στο 19% από το 7% που ήταν την περίοδο της πανδημίας – θα σηματοδοτήσει σοκ ανατιμήσεων. Ο πάροχος υπηρεσιών πληροφοριών Crif αναφέρει ότι περισσότερα από 15.000 εστιατόρια, παμπ, καφέ και σνακ μπαρ σε όλη την επικράτεια βρίσκονται ένα βήμα πριν από τη χρεοκοπία.
Μετά την πανδημία
Τα νέα είναι ιδιαίτερα άσχημα και για τις επιχειρήσεις που πλήττονται από το υψηλό ενεργειακό κόστος και το τέλος της πανδημικής βοήθειας. Ρεπορτάζ των «Financial Times» τονίζει ότι το κύμα των πτωχεύσεων που σημειώθηκε το 2023 αναμένεται να μεγαλώσει, ίσως φτάσει σύντομα τις 20.000, επηρεάζοντας δεκάδες χιλιάδες εργαζομένους που θα απολέσουν την εργασία τους. Πρόκειται για τις λεγόμενες εταιρείες-«ζόμπι» που παρέμειναν ζωντανές μετά την πανδημία του κορωνοϊού χάρη στη γενναιόδωρη κρατική βοήθεια και στην αναστολή της υποχρέωσης πτώχευσης και σήμερα βρίσκονται στο χείλος του γκρεμού.
Από την αρχή του τρέχοντος έτους, αρκετές γνωστές μεγάλες αλυσίδες, όπως τα πολυκαταστήματα Galeria Karstadt Kaufhof ή η εταιρεία κατασκευής τσαντών Bree με έδρα το Αμβούργο, έχουν καταθέσει αίτηση πτώχευσης. Και έπεται συνέχεια…
Σε τροχιά περικοπών
Ολα δείχνουν ότι και το 2024 η γερμανική οικονομία δεν αναμένεται να ανακάμψει. «Οι συνθήκες ύφεσης, οι οποίες παρατείνονται από τα τέλη του 2022, θα συνεχιστούν και εφέτος» δηλώνει στους «Financial Times» ο Αντριου Κένινγκχαμ, οικονομολόγος στην ανεξάρτητη εταιρεία ερευνών Capital Economics. Το ΔΝΤ αναμένει ανάπτυξη στο 0,9%, πολύ κάτω από το 1,4% που προβλέπει για τις προηγμένες οικονομίες το 2024.
Αυτό το κλίμα έχει οδηγήσει τη Γερμανία, που άλλοτε καυχιόταν για τη συνοχή και την ευημερία της, σε έναν άνευ προηγουμένου κοινωνικό διχασμό, γεγονός που αποτυπώνεται στις δυναμικές κινητοποιήσεις χιλιάδων αγροτών τις τελευταίες ημέρες εξαιτίας των περικοπών που υφίστανται στις επιδοτήσεις καυσίμων τις οποίες επιβάλλει ο νέος προϋπολογισμός για εφέτος και θέτει τη Γερμανία σε τροχιά λιτότητας.
Η χώρα υποφέρει επίσης από την κατάρρευση των υποδομών – απόρροια της έλλειψης επενδύσεων τα τελευταία χρόνια, τη μεγάλη γραφειοκρατία, τα ακριβά ενοίκια και τις ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό για τις οποίες διαμαρτύρονται οι επιχειρήσεις παρά την αύξηση των μεταναστευτικών ροών. Πολλοί εκφράζουν φόβους για φυγή επιχειρήσεων στο εξωτερικό.
Σε αυτό το φόντο μόνο το 19% των ψηφοφόρων είναι ικανοποιημένο από τον Ολαφ Σολτς, το χαμηλότερο ποσοστό για κάθε καγκελάριο από το 1997, σύμφωνα με δημοσκόπηση του γερμανικού Ινστιτούτου Infratest Dimap για τον δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα ARD, και η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) καλπάζει στις δημοσκοπήσεις, ελπίζοντας να επικρατήσει στις ευρωεκλογές του Ιουνίου και στις τοπικές αναμετρήσεις σε Σαξονία, Θουριγγία και Βρανδεμβούργο τον Σεπτέμβριο.
Σχεδίαζαν μαζικές απελάσεις
Καθημερινές διαμαρτυρίες στους δρόμους, ακόμη και εκκλήσεις για την απαγόρευση της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD), έχουν ξεσπάσει στη χώρα μετά την αποκάλυψη ότι το ακροδεξιό κόμμα προτίθεται να προχωρήσει σε μαζικές απελάσεις μεταναστών αν καταλάβει την εξουσία. Στις διαδηλώσεις έλαβαν μέρος, ανάμεσα σε δεκάδες χιλιάδες κόσμο, ο Σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Σολτς και η Πράσινη υπουργός Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ.
Η AfD έρχεται δεύτερη στις δημοσκοπήσεις πανεθνικά και, αν και έχει υποστήριξη μόλις λίγο πάνω από 20%, ξεπερνά και τα τρία κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού. Κορυφαίοι πολιτικοί υποστηρίζουν τις εκκλήσεις για την απαγόρευση της AfD, προειδοποιώντας όμως πως αν δεν πετύχει, μπορεί να φέρει το αντίθετο αποτέλεσμα και να την κάνει πιο δημοφιλή. Σπάζοντας την «παράδοση» του να μην αναμειγνύονται στην πολιτική, υψηλόβαθμα στελέχη των μεγαλύτερων γερμανικών εταιρειών προειδοποίησαν για τους κινδύνους για τη γερμανική οικονομία που πηγάζουν από τον ακροδεξιό εξτρεμισμό.