Εχουν γίνει οι ΗΠΑ ένας εξαγωγέας του αντιεξουσιαστικού εξτρεμισμού που εμπνέει και παρακινεί ακροδεξιές ομάδες σε άλλες χώρες ανά τον κόσμο; Το ερώτημα, που αποτελεί αντικείμενο μελέτης διεθνών αναλυτών, μπορεί να απαντηθεί θετικά στην περίπτωση της Βραζιλίας, όπου την περασμένη Κυριακή οι υποστηρικτές του ηττημένου πρώην προέδρου Ζαΐρ Μπολσονάρου εισέβαλαν στο προεδρικό μέγαρο, στο Ανώτατο Δικαστήριο και στο Κογκρέσο, κάνοντάς τα γυαλιά-καρφιά επειδή δεν αποδέχονται το αποτέλεσμα των περσινών εκλογών. Οι σκηνές χάους και καταστροφής θύμισαν αμέσως όσα συνέβησαν πριν από ακριβώς δύο χρόνια στις ΗΠΑ, όταν υποστηρικτές του ηττημένου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ λεηλάτησαν το Καπιτώλιο σε μια προσπάθεια να ματαιώσουν τη διαδικασία επικύρωσης του εκλογικού αποτελέσματος από το Κογκρέσο. Και δίχως καμία αμφιβολία, προέκυψαν από το «εγχειρίδιο του Τραμπ». Αλλωστε οι δεσμοί μεταξύ των συμβούλων του αμερικανού πρώην προέδρου και του περιβάλλοντος του Μπολσονάρου είναι γνωστοί. Οι ομοιότητες των δραματικών γεγονότων στην Μπραζίλια και στην Ουάσιγκτον είναι εκκωφαντικές. Για μήνες πριν από τις προεδρικές εκλογές του περασμένου έτους, ο Μπολσονάρου (όπως και ο Τραμπ) αμφισβητούσε τη νομιμότητα οποιουδήποτε δημοκρατικού αποτελέσματος δεν θα του χάριζε τη νίκη. Μετά την εκλογή του, ουδέποτε παραδέχθηκε την ήττα του ενώ, όπως και ο αμερικανός πρώην πρόεδρος, έλαμψε διά της απουσίας του από την ορκωμοσία του διαδόχου του, Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα. Μερικοί από τους ένθερμους υποστηρικτές του Μπολσονάρου ριζοσπαστικοποιήθηκαν μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, διαδίδοντας ψέματα για κλεμμένες εκλογές και αρνούμενοι να δεχθούν την ήττα του αγαπημένου τους προέδρου. Το ίδιο είχαν πράξει και οι οπαδοί του Τραμπ. Οι βραζιλιάνοι θερμοκέφαλοι έφτασαν στην πρωτεύουσα Μπραζίλια με λεωφορεία από όλες τις περιοχές της χώρας, κατάφεραν να ξεπεράσουν τον μικρό αριθμό φρουρών και «ντυμένοι» με σημαίες της Βραζιλίας έσπαγαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Αποκόμισαν λάφυρα και άφησαν πίσω τους μια τεράστια καταστροφή. Ιδια αλληλουχία γεγονότων και ίδιες εικόνες πριν από δύο χρόνια στις ΗΠΑ. Αυτό το «γκροτέσκο έμβρυο μιας Διεθνούς της Εξέγερσης», όπως γλαφυρά χαρακτήρισε η εφημερίδα «Le Monde» τους ταραξίες, δεν κλόνισε αποφασιστικά τη δημοκρατία, ούτε στις ΗΠΑ ούτε στη Βραζιλία. Αποτελεί όμως υπενθύμιση ότι υπάρχει ένα κίνημα που συνεχίζει να υπονομεύει την ειρηνική λειτουργία των θεσμών και στις δύο χώρες, αν και όχι στον ίδιο βαθμό. Οι διαφορές στις δύο περιπτώσεις είναι σημαντικές. Η πιο προφανής είναι «το στοιχείο του αιφνιδιασμού», το οποίουπήρξε κρίσιμο για την εξέγερση των Τραμπιστών. Η αστυνομία που φρουρούσε το Καπιτώλιο των ΗΠΑ δεν πίστευε αυτό που συνέβαινε, όμως στη Βραζιλία, αντίθετα, η απειλή ήταν ξεκάθαρη και παρούσα εδώ και μήνες. Στις ΗΠΑ, οι δυνάμεις ασφαλείας απάντησαν χωρίς δισταγμό κατά των διαδηλωτών και δεν υπήρξε καμία υποψία ότι θα μπορούσαν να στηρίξουν το αίτημα για πραξικόπημα. Αντίθετα στη Βραζιλία, μεγάλη μερίδα των δυνάμεων ασφαλείας δεν παρέμεινε πιστή στο καθήκον. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, πολλοί αστυνομικοί αλλά και άνδρες των Ενόπλων Δυνάμεων υποστήριξαν την επίθεση. Αντίθετα με τους Τραμπιστές που εισέβαλαν μόνο στο Καπιτώλιο, οι Μπολσοναρίστας επιτέθηκαν και στο Ανώτατο Δικαστήριο. Διόλου περίεργο, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Μπολσονάρου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της προεδρίας του κατηγορώντας τους ανώτατους δικαστές ότι συνωμοτούσαν εναντίον του. Σε αντίθεση με τον Τραμπ, ο Μπολσονάρου είχε ήδη εγκαταλείψει τη χώρα την ώρα της εξέγερσης (βρισκόταν στη Φλόριντα) και, δημοσίως τουλάχιστον, δεν τη στήριξε, όπως ο Τραμπ, αλλά αποστασιοποιήθηκε από αυτή μόνο αφότου απέτυχε.