Ο εμφύλιος πόλεμος που ξέσπασε στους κόλπους της αμερικανικής Δεξιάς για τις εργασιακές βίζες έληξε προσωρινά με την παρέμβαση του Ντόναλντ Τραμπ. Ωστόσο, για τα επόμενα τουλάχιστον τέσσερα χρόνια το τοπίο θα παραμείνει θολό για τους έλληνες φοιτητές και τους νέους επαγγελματίες που θέλουν να εργαστούν στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού.

Ο κύριος λόγος για την παράταση της αβεβαιότητας είναι το χάσμα που χωρίζει τις δύο τάσεις στο τραμπικό στρατόπεδο σχετικά με το θέμα της νόμιμης μετανάστευσης. Η απόσταση είναι τόσο μεγάλη που εκτιμάται ότι δύσκολα θα μπορέσει να γεφυρωθεί.

Αυτή τη στιγμή φαίνεται ότι το πάνω χέρι έχουν οι λεγόμενοι «tech bros», τα στελέχη των νεοφυών και τεχνολογικών επιχειρήσεων σαν τον Ιλον Μασκ και τον Βιβέκ Ραμασουάμι που έχουν ταχθεί υπέρ του προγράμματος H-1B, της βίζας που αφορά τους εξειδικευμένους μετανάστες.

Στην αντίπερα όχθη βρίσκονται τα στελέχη της «λαϊκής Δεξιάς» που είναι κάθετα αντίθετα στην επέκταση του προγράμματος και περιλαμβάνουν πιστούς υποστηρικτές του Τραμπ, όπως η Λόρα Λούμερ, η Αν Κόλτερ και ο Στιβ Μπάνον. Οι πρώτοι προβάλλουν την ενίσχυση της αμερικανικής οικονομίας και καινοτομίας σε μια περίοδο ανταγωνισμού με την Κίνα. Οι δεύτεροι στέκονται στην ανάγκη προστασίας των θέσεων εργασίας των Αμερικανών.

Η παρέμβαση του Τραμπ υπέρ της H-1B μπορεί να έριξε τους τόνους, αλλά σε καμία περίπτωση δεν έκλεισε το θέμα. Μιλώντας στο «Βήμα», ο Μάθιου Μπόιλ, διευθυντής της ιστοσελίδας Breitbart στην Ουάσιγκτον, εξηγεί ότι μια από τις αιτίες ανόδου του Τραμπ έχει να κάνει με το ότι εστιάζει στις επιπτώσεις της μετανάστευσης, όχι μόνο στη δημόσια ασφάλεια, αλλά και στην οικονομία.

«Κάποτε υπήρχε διακομματική συναίνεση στο ότι η αύξηση της προσφοράς εργασίας οδηγεί σε χαμηλότερους μισθούς για τους Αμερικανούς. Η πολιτική μας τάξη εγκατέλειψε αυτή τη θέση λόγω των μεγάλων επιχειρήσεων και των ειδικών συμφερόντων. Η συζήτηση μεταξύ των διαφορετικών τάσεων της αμερικανικής Δεξιάς είναι μια υγιής επιστροφή στον διάλογο. Αντί να εξυπηρετεί ειδικά συμφέροντα, η μεταναστευτική πολιτική θα πρέπει να εξυπηρετεί τα συμφέροντα της αμερικανικής εργατικής τάξης».

Η συγκεκριμένη βίζα είναι ιδιαίτερα σημαντική γιατί παρέχεται σε υπηκόους ξένων χωρών που έχουν επιστημονική εξειδίκευση και συνήθως στελεχώνουν το δυναμικό μεγάλων εταιρειών. Οι περισσότεροι έλληνες φοιτητές που φιλοδοξούν μετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους να παραμείνουν στην Αμερική θα πρέπει να παλέψουν για την απόκτηση της εν λόγω βίζας.

Παρ’ όλα αυτά δεν πρόκειται για μια εύκολη διαδικασία. Το υψηλό κόστος για τη νομική υποστήριξη μαζί με τις καθυστερήσεις και την αμφίβολη έκβαση του συστήματος της λοταρίας αποθαρρύνει πολλούς εργοδότες από το να μπουν σε αυτή τη διαδικασία.

Ο Σταύρος Πιπερίδης, μεταπτυχιακός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς, πιστεύει ότι αυτός ο δισταγμός έχει γίνει ακόμα εντονότερος λόγω της αβεβαιότητας που η εκλογή Τραμπ δημιουργεί στην αγορά εργασίας. «Η αβεβαιότητα έχει ξεκινήσει ήδη από τον Απρίλιο και γνωρίζω συμφοιτητές μου που αποφοίτησαν και την έχουν βιώσει. Οι εταιρείες αναμένουν εξελίξεις στο Μεταναστευτικό και δεν παίρνουν μακροπρόθεσμες αποφάσεις. Τηρούν στάση αναμονής, οπότε για την ώρα τα πράγματα έχουν γίνει πιο δύσκολα».

Από την άλλη πλευρά, ο Σπύρος Σπυρομίλιος, που σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο Τζόρτζταουν στην Ουάσιγκτον, πιστεύει ότι η ιδέα της αξιοκρατίας είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στην αμερικανική κουλτούρα που καμία κυβέρνηση δεν πρόκειται να κλείσει εντελώς την πόρτα στους πραγματικά ικανούς μετανάστες.

«Ανησυχώ όπως κάθε Ελληνας που θέλει να δουλέψει στην Αμερική. Δεν είναι τόσο εύκολο όσο παλιά, αλλά δεν έχει κλείσει ο δρόμος. Η απόκτηση της H-1B δεν είναι ένα δικαίωμα. Είναι ένα προνόμιο. Εάν μειωθούν οι θέσεις, αυτό σημαίνει ότι θα παραμείνουν οι περισσότερο ανταγωνιστικοί που θα προσδώσουν προστιθέμενη αξία στην αμερικανική οικονομία».

Μιλώντας στο «Βήμα» ο πρώην βουλευτής Μπρους Μόρισον, ένας από τους συντάκτες του νόμου περί Μετανάστευσης του 1990 που δημιούργησε την H-1B, εξηγεί ότι στόχος του ήταν να διασφαλίσει ότι οι εργαζόμενοι που θα έρχονται στις ΗΠΑ θα δίνουν ένα πρόσθετο πλεονέκτημα στην αμερικανική οικονομία.

«Δυστυχώς γίνεται κατάχρηση. Είναι πραγματικά απογοητευτικό γιατί η H-1B έχει μετατραπεί στον πιο εύκολο τρόπο για τις εταιρείες που θέλουν να αντικαταστήσουν τους Αμερικανούς με ξένους εργαζομένους κυρίως για λόγους οικονομίας».