«Εκκεντρικό», «εικονοκλάστη», «προκλητικό» χαρακτηρίζουν τα διεθνή ΜΜΕ τον Χαβιέρ Μιλέι, ο οποίος κέρδισε με 56% στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών της Αργεντινής, την περασμένη Κυριακή, τον περονιστή απερχόμενο υπουργό Οικονομίας Σέρχιο Μάσα (44%). Ομως το προσωνύμιο «El Loco», δηλαδή «Ο τρελός», που του έδωσαν οι Αργεντινοί, του ταιριάζει ίσως περισσότερο.
Δεν εκλέγεται συχνά πρόεδρος κάποιος που διεξάγει προεκλογική εκστρατεία κραδαίνοντας αλυσοπρίονο, που ζητάει συμβουλές από τον νεκρό του σκύλο και που σε μια παραδοσιακά καθολική χώρα, όπως η Αργεντινή, βρίζει χυδαία τον πάπα Φραγκίσκο (ο οποίος είναι Αργεντινός) αποκαλώντας τον, επιπλέον, και κομμουνιστή.
Τιμωρήθηκε η «κάστα» των πολιτικών
Ο ακροδεξιός Μιλέι, 53 ετών, οικονομολόγος, χωρίς καμία πολιτική εμπειρία, που έγινε γνωστός από τις εμφανίσεις του στην τηλεόραση, είναι γέννημα της εποχής του. Λαϊκιστής, αντισυστημικός, στο ύφος του Ντόναλντ Τραμπ, του πρώην προέδρου της Βραζιλίας Ζαΐρ Μπολσονάρου, αλλά και του Κάρλος Μένεμ, ακραία νεοφιλελεύθερου προέδρου της Αργεντινής (1989-1999), επί των ημερών του οποίου το κοινωνικό κράτος διαλύθηκε ενώ οι ανισότητες και η φτώχεια αυξήθηκαν. Ο Μιλέι εξελέγη υποσχόμενος ελευθερία, ανατροπή του κατεστημένου, ιδιωτικοποιήσεις. Η αλήθεια είναι ότι ο πληθωρισμός που έφθασε στο 140% (η χειρότερη οικονομική κρίση της χώρας από το 1991) και το 40% των Αργεντινών που ζουν στο όριο της φτώχειας είναι συνθήκες που ευνόησαν την εκλογή του.
Αναλύοντας το αποτέλεσμα των εκλογών, ο αρθρογράφος Χουάν Αρίας έγραψε στην «El Pais» ότι στην Αργεντινή δεν νίκησε ο Μιλέι, αλλά τιμωρήθηκε η «κάστα» των πολιτικών που διαιωνίζεται, ωσάν η εξουσία να είναι κληρονομικό δικαίωμα, όπως η μοναρχία. Η «κάστα» έχει κουράσει τους ψηφοφόρους και ο Μιλέι εκμεταλλεύθηκε στο έπακρο αυτή την κόπωση. Οι νέοι της Αργεντινής τον ψήφισαν μαζικά, με στόχο να τιμωρήσουν την «κάστα», επειδή νιώθουν παραγκωνισμένοι από την παλαιότερη γενιά πολιτικών, που δεν τους λαμβάνει υπόψη. Οι νέοι, προσθέτει ο Αρίας, προτιμούν πάντα το καινούργιο, το διαφορετικό, είτε είναι καλό είτε κακό, και είναι από τη φύση τους εικονοκλάστες και εξτρεμιστές.
Επιπλέον, όπως κατέγραψαν οι δημοσκοπήσεις, όσο νεότεροι σε ηλικία ήταν οι ψηφοφόροι, τόσο μεγαλύτερη ήταν η υποστήριξή τους στον αντισυστημικό υποψήφιο. Τον Μιλέι ψήφισαν όμως επίσης τόσο οι δεξιοί ψηφοφόροι – αναμενόμενο -, όσο και οι κεντρώοι, οι οποίοι θεωρούν υπεύθυνους τον Μάσα, απερχόμενο υπουργό Οικονομίας, και τους περονιστές για την κακή κατάσταση της οικονομίας.
Ανατρέχοντας στην ιστορία του περονισμού, του πολιτικού κινήματος που δημιούργησε ο στρατηγός Χουάν Περόν (1945-1955), ενός κράματος εθνικισμού και σοσιαλισμού με στοιχεία λαϊκισμού, διαπιστώνει κανείς ότι είχε στόχο τον περιορισμό των κοινωνικών ανισοτήτων και την αναδιανομή του πλούτου.
Τη διακυβέρνηση του Περόν ακολούθησε μακρά περίοδος πολιτικής αστάθειας, την οποία επέτεινε η σκληρή δικτατορία του Βιδέλα (1976-1981). Το 2001, η Αργεντινή τελικώς χρεοκόπησε και την ανάταξή της ανέλαβαν εκ νέου οι περονιστές, ο πρόεδρος Νέστορ Κίρτσνερ, και κατόπιν η σύζυγός του Κριστίνα Φερνάντες, της οποίας η θητεία (2007-2015) κρίνεται αρνητική, καθώς επί των ημερών της ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε στο 25%.
Το «παράδοξο της Αργεντινής»
Ο Μιλέι δεν προϊδεάζει ότι με την πολιτική του θα ανατρέψει το αποκαλούμενο «παράδοξο της Αργεντινής», το φαινόμενο της χώρας η οποία μετατράπηκε από πλούσια και ανεπτυγμένη, στις αρχές του 20ού αιώνα, σε αναπτυσσόμενη.
Η κακοδαιμονία της Αργεντινής αρχίζει με τη δικτατορία του 1930, έναν χρόνο μετά το παγκόσμιο οικονομικό κραχ του 1929, όταν, όπως επισημαίνουν ιστορικοί, έπαψε να είναι αξιόπιστη για το κεφάλαιο. Μέχρι το 1945 τα διαδοχικά δικτατορικά καθεστώτα παρενέβαιναν στην οικονομία, δημιουργώντας νέες ομάδες συμφερόντων και συμβάλλοντας στη διαρροή κεφαλαίων στο εξωτερικό. Εκτοτε η φθίνουσα πορεία της χώρας, με κάποια φωτεινά διαλείμματα, δεν σταμάτησε ποτέ.