Μια μέρα, όταν ο Ζουζέπ Μαρία Μιρό ήταν έξι χρόνων, γύρισε σπίτι και οι γονείς του τον ρώτησαν σε ποια εξωσχολική δραστηριότητα θα μπορούσε να αφιερώσει χρόνο. Ο πιτσιρικάς δεν επέλεξε το ποδόσφαιρο, ούτε το μπάσκετ, αλλά προτίμησε το μπαλέτο. «Παραδόξως δεν αντιτάχθηκαν σε αυτό που τους είπα, πράγμα διόλου αυτονόητο για τα δεδομένα της καταλανικής επαρχίας στη δεκαετία του 1980. Υπάρχει μια φωτογραφία, από τότε, στην οποία είμαι εγώ και καμιά δεκαριά κοριτσάκια με τουτού φούστες και κάνουμε όλοι μαζί τις προβλεπόμενες χορευτικές κινήσεις. Τώρα, όποτε βλέπω τη συγκεκριμένη φωτογραφία, συναισθάνομαι πόσο ο πατέρας μου και η μητέρα μου ήθελαν, πάνω απ’ όλα, να γίνω ένας ελεύθερος άνθρωπος. Και τους ευγνωμονώ για αυτό» έλεγε τις προάλλες στο BHMAgazino ο διακεκριμένος θεατρικός συγγραφέας, δραματουργός και σκηνοθέτης.
Εν μέσω Πάσχα, για τους καθολικούς χριστιανούς, τον εντοπίσαμε εκεί ακριβώς όπου γεννήθηκε το 1977, στο Πρατς δε Λιουσανές της Καταλωνίας, και είχαμε την ευκαιρία να κουβεντιάσουμε μαζί του. «Με πετυχαίνετε στο σπίτι των γονιών μου, έχω έρθει να τους δω, έπειτα από μια πολύ έντονη περίοδο για εμένα. Προσπαθώ να ηρεμήσω, να αφεθώ στη σιωπή, να ανακτήσω τις δυνάμεις μου» εξήγησε ο ίδιος, από τους πλέον ατόφιους και καταξιωμένους δραματουργούς της σύγχρονης Ισπανίας.
Το πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος
Κατά το προηγούμενο διάστημα ο Μιρό έπρεπε, αφενός, να επιβλέψει την προετοιμασία μιας συγκεντρωτικής έκδοσης (2009-2022) των κειμένων του στα καστιλιάνικα και, αφετέρου, να ταξιδέψει στη Νέα Υόρκη και στην Πόλη του Μεξικού για την παρουσίαση και την προώθηση ενός πρόσφατου έργου του, σκοτεινού και λυτρωτικού συνάμα, υπό τον τίτλο «Το πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος», με το οποίο απέσπασε τόσο το Βραβείο Born 2020 (για τρίτη φορά) όσο και το Εθνικό Βραβείο Δραματουργίας 2022.
Η ιστορία, εν προκειμένω, αρχίζει με ένα 17χρονο αγόρι που κείτεται νεκρό στη μέση ενός χωραφιού. Αρχίζει, δηλαδή, με τον φρικτά δολοφονημένο Αλμπέρτ. Αυτός είναι που μιλάει, πέραν του κόσμου τούτου. Ωστόσο, το πού απευθύνεται παραμένει μυστήριο, ένα μυστήριο φορτισμένο όλο νόημα. «Γραμμένο για έναν ή μία ηθοποιό» διαβάζουμε στις οδηγίες του Μιρό σχετικά με το (πυκνό, ατμοσφαιρικό, γεμάτο διαπεραστικούς υπαινιγμούς) κείμενο. «Δεν ενδιαφέρει» επίσης ούτε το φύλο, ούτε η ηλικία, ούτε η σωματική διάπλαση του ατόμου που καλείται να ερμηνεύσει. Αυτό που ενδιαφέρει πολύ, πάντως, είναι το γεγονός ότι πρόκειται για έναν «μονόλογο» τον οποίο συναπαρτίζουν «επτά φωνές», διακριτές και διαδοχικές.
Αυτές τις ημέρες συνεχίζονται οι παραστάσεις του έργου και στην Ελλάδα, στου Ψυρρή, στο Θέατρο Θησείον. Ο έμπειρος ηθοποιός Αργύρης Ξάφης έχει αναλάβει αυτό το εξόχως απαιτητικό εγχείρημα, με τη σκηνοθετική καθοδήγηση της Ζωής Ξανθοπούλου. Ο διεθνώς αναγνωρισμένος Ζουζέπ Μαρία Μιρό, ο οποίος γράφει αποκλειστικά στην καταλανική γλώσσα, δεν είναι άγνωστος στο ελληνικό κοινό (κυρίως λόγω της «Αρχής του Αρχιμήδη») και, εν όψει της επικείμενης έλευσής του στην Αθήνα, συνομίλησε με το περιοδικό.
Αναρωτιέµαι, κύριε Μιρό, εσείς πώς συναντηθήκατε µε το θέατρο;
«Κατάγομαι από ένα χωριό της Καταλωνίας. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια αγροτών και κτηνοτρόφων. Από το περιβάλλον μου δεν είχα καμία καλλιτεχνική επιρροή. Εγινα μάλιστα ο πρώτος που, κατόπιν, πήγε στο πανεπιστήμιο, από τον στενό μου κύκλο τουλάχιστον. Σε κάθε περίπτωση, ένιωθα διαφορετικός ήδη από μικρό παιδί. Με τραβούσαν η ζωγραφική και η φωτογραφία. Ο δάσκαλός μου – και ιερέας του χωριού, κατά τα λοιπά – μου έλεγε ότι έχω «καλό μάτι». Στη γενέτειρά μου υπήρχε κάποτε ένα θέατρο, το γκρέμισαν όμως και έτσι δεν είχα κανένα σημείο αναφοράς. Με τους γονείς μου, βέβαια, είχα δει ορισμένα θεάματα σε γειτονικές επαρχιακές πόλεις.
Στα δεκάξι μου πια, στη Βαρκελώνη, παρακολούθησα κανονικές παραστάσεις και στα δεκαοκτώ μου, όταν έφτασα για να εγκατασταθώ και να σπουδάσω εκεί, μπήκα σε έναν άλλον κόσμο, διευρύνθηκε ο ορίζοντάς μου. Στη Βαρκελώνη μετατράπηκα σε παθιασμένο θεατή, έβλεπα δύο θεατρικές παραστάσεις την εβδομάδα. Ο θαυμασμός και η αγάπη μου για ό,τι συνέβαινε επάνω στη σκηνή μεγάλωνε. Ως δημοσιογράφος, πολιτιστικός συντάκτης, δεν προχώρησα τελικά. Τάχθηκα σταδιακά στο θέατρο, επικεντρωμένος πάντοτε στη γραφή περισσότερο. Αν ο δημοσιογράφος είναι χρονογράφος μιας πραγματικότητας, τότε ο δραματουργός είναι χρονογράφος της εποχής του».
Ο θάνατος του Ζουζέπ Μαρία Μπενέτι Ζουρνέτ και η γέννηση ενός έργου
Θα ήθελα να σταθούµε λίγο στον τίτλο του έργου σας. Εχω την αίσθηση ότι η λέξη «µέρος» είναι ίσως η πιο βαρυσήµαντη. Συµφωνείτε;
«Είναι η παρθενική φορά που ένα έργο μου εκτυλίσσεται ολόκληρο έξω από τον αστικό ιστό, σε ένα χωριό. Οχι όμως σε ένα οποιοδήποτε χωριό, αλλά στο δικό μου χωριό. Θα έλεγα ότι δημιούργησα μια γεωμυθοπλασία, πήρα δηλαδή ένα οικείο σε εμένα τοπίο, το τοπίο της παιδικής και εφηβικής μου ηλικίας, και πάνω εκεί κέντησα την επινοημένη ιστορία μου. Μπορείτε να θεωρήσετε τη γεωμυθοπλασία μου ένα παρακλάδι της λεγόμενης αυτομυθοπλασίας. Η λέξη «μέρος» παραπέμπει ευθέως σε μια μικρή και κλειστή κοινωνία, όπου οι διαφορές μεταξύ των ανθρώπων είναι ακόμα πιο αβυσσαλέες και οι συγκρούσεις τους ακόμα πιο γιγαντωμένες.
«Πιστεύω βαθιά ότι πρόκειται για ένα φωτεινό έργο, διότι στο μυαλό μου είναι απολύτως συνδεδεμένο με την ιδέα της αναγέννησης, της αναγέννησης της κοινότητας.»
Το κείμενο αυτό άρχισα να το γράφω τον Απρίλιο του 2020, μετά τον θάνατο του Ζουζέπ Μαρία Μπενέτι Ζουρνέτ, του «Παπίτου», ο οποίος, πέρα από κορυφαία προσωπικότητα του νεότερου καταλανικού θεάτρου, υπήρξε για εμένα ακριβός άνθρωπος, δάσκαλος και φίλος. Το κείμενο, λοιπόν, το διαπερνά αυτό το μεγάλο πένθος. Το έγραψα σαν υπνοβάτης, υπό την επήρειά του. Ωστόσο, πιστεύω βαθιά ότι πρόκειται για ένα φωτεινό έργο, διότι στο μυαλό μου είναι απολύτως συνδεδεμένο με την ιδέα της αναγέννησης, της αναγέννησης της κοινότητας. O θάνατος του Αλμπέρτ οδηγεί σε έναν παλαιότερο θάνατο, τον θάνατο του πατέρα του, του Ράμις. Οι δύο αυτοί θάνατοι έχουν κάτι το θυσιαστικό, αλλά και κάτι το εξαγνιστικό.
Ο θάνατος στο έργο μου δεν διευκολύνει την πλοκή ή το σασπένς, κάθε άλλο, κάτι τέτοιο θα ευτέλιζε και την ιερότητά του. Ο θάνατος εδώ, τολμώ να πω, εξαναγκάζει την εσωστρεφή κοινότητα να συλλογιστεί πώς έχει αποτύχει και πώς θα μπορούσε να διορθώσει κάποια πράγματα – ή πώς να τα κάνει πιο σωστά. Οταν ο πόθος είναι άνισα διαμοιρασμένος, όταν η επιθυμία είναι άνισα κατανεμημένη, προκύπτει μόνο πόνος, πόνος, πόνος».
Θα λέγατε ότι το συγκεκριµένο έργο σηµατοδότησε και κάτι καινούργιο, καλλιτεχνικά, στο πλαίσιο του έργου σας;
«Ναι, σηματοδότησε μια κρίσιμη καμπή, την αλλαγή φόρμας, διότι δεν είχα επιχειρήσει ποτέ ξανά να γράψω έναν μονόλογο. Αυτό συνέπεσε με μια φάση της ζωής μου κατά την οποία ένιωθα ότι κάνω ένα ηλικιακό άλμα και, παράλληλα, ότι επιστρέφω και πλησιάζω με πολύ ουσιαστικό τρόπο τις ρίζες μου, τον τόπο μου και τους γονείς μου, τους οποίους βλέπω σήμερα να γερνούν. Βίωσα μια επαναφορά στο φαντασιακό του χωριού μου, αν προτιμάτε. Πέρα όμως από το «μέρος», για να σχολιάσω το προηγούμενο ερώτημά σας, βαρυσήμαντη εξίσου είναι και η λέξη «ομορφιά» που υπάρχει στον τίτλο».
Ασφαλώς! Και επικαλούµαι ευθύς αµέσως την Τζούλια, µια ηρωίδα η οποία λέει ότι «δεν υπάρχει τίποτα πιο προκλητικό κι επαναστατικό από την οµορφιά»…
«Αυτή είναι μια φράση που, πράγματι, μένει στους θεατές. Διατρέχει σαν λάιτ μοτίφ το έργο. Πλην όμως, σε όλα τα έργα μου η ομορφιά διαδραματίζει κάποιον ρόλο. Δεν αναφέρομαι στην ηγεμονική ομορφιά, ωστόσο. Για εμένα ο Αλμπέρτ είναι ένας χαρακτήρας βγαλμένος από το «Θεώρημα» (1968) του Πιερ Πάολο Παζολίνι. Στην ταινία εκείνη, ένας νεαρός επισκέπτης, ακαταμάχητα όμορφος, εισέρχεται απροειδοποίητα στους κόλπους μιας μεγαλοαστικής οικογένειας και την κλονίζει με τη σεξουαλικότητά του, αποκαλύπτει και δυναμιτίζει αντιστοίχως αυτό το σύστημα με την ευρύτερη έννοια, τις διεφθαρμένες και εγκληματικές του διαστάσεις.
Το ίδιο συμβαίνει με τον Αλμπέρτ στο χωριό. Μπαίνει μέσα στα σπίτια τους, κυριολεκτικά και μεταφορικά, αυτός ο εκπληκτικής ομορφιάς έφηβος και, δίχως αμφιβολία, προκαλεί την ταραχή, ανασύρει απωθημένα και επιφέρει συνέπειες. Η ομορφιά μπορεί να μην είναι αναγκαστικά φυσική, σωματική, μπορεί να είναι και ένα είδος γοητείας, μια σαγήνη που ασκεί ένας άνθρωπος σε άλλους ή σε μια κοινότητα. Μια τέτοια σαγήνη είναι προκλητική και επαναστατική επειδή είναι άναρχη και προσλαμβάνει ανατρεπτικά χαρακτηριστικά».
Πολυφωνία και μονόλογος
Το κείµενό σας δεν είναι απλώς ένας µονόλογος, είναι, όσο κι αν φαντάζει παράξενο, ένας πολυφωνικός µονόλογος. Τι θέλατε όµως να υποδείξετε µε αυτή τη σύνθετη επιλογή; Εικάζω ότι δεν θέλατε µόνο να ταλαιπωρήσετε ικανούς ηθοποιούς…
«Ο Ξαβιέρ Αλμπερτί, κοντινός μου άνθρωπος και συνεργάτης, από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες της Ισπανίας, με ρώτησε τι θα έκανα αν ένας παραγωγός, εγχώριος ή ξένος, μου ζητούσε να ανέβει αυτός ο μονόλογος με επτά διαφορετικούς ηθοποιούς. Του απάντησα ότι δεν θα παραχωρούσα τα δικαιώματα για κάτι τέτοιο. Εγώ είχα κατά νου, όσο το έγραφα, κάποιο άτομο σαν μέντιουμ, κάποιο άτομο να ενσαρκώνει μια ενδιάμεση λειτουργία ας πούμε, να διευθύνει τις πύλες εισόδου και εξόδου για τους επτά χαρακτήρες, οι οποίοι συναποτελούν το ενιαίο σώμα του κειμένου μου.
Το έργο αυτό μιλάει για ένα σώμα, όμορφο και διαφορετικό, σκοτωμένο και ακρωτηριασμένο, ένα σώμα που θα θέλαμε είτε να το κατέχουμε είτε να το έχουμε εμείς οι ίδιοι. Ωστόσο, το έργο μιλάει επίσης, σαν μανιφέστο, και για τον ηθοποιό στο θέατρο, για το σώμα του που δεν είναι παρά μια σύμβαση. Αυτό ήθελα να υποδείξω, την αξία της υποκριτικής, την ερμηνευτική δεινότητα, το άτομο εκείνο που, ενώ δεν συμπίπτει με καμία από τις επτά φωνές, καταφέρνει να γίνεται και οι επτά φωνές, να πείθει ως καθεμία ξεχωριστά και να πείθει συνολικά την ίδια στιγμή, το άτομο εκείνο που μπορεί να μεταμορφώνεται επί σκηνής σε ένα εξελιγμένο και πολυδιάστατο όργανο στην υπηρεσία της αλήθειας. Γιατί χωρίς την αλήθεια ομορφιά δεν υπάρχει».
Η έννοια της διαφορετικότητας, κύριε Μιρό, πώς προσδιορίζει τα κείµενά σας;
«Είναι μια σταθερά στο έργο μου και νομίζω ότι συνδέεται πιο πολύ με τον μοντερνισμό των αρχών του προηγούμενου αιώνα, αφορά το άτομο εκείνο που είναι διαφορετικό – σεξουαλικά, ταυτοτικά, πολιτισμικά – και αντιπαλεύει με μια ομοιογενή κοινωνία η οποία δεν το αποδέχεται. Αυτός ο αγώνας, αυτή η υπερασπιστική πάλη, συνεχίζεται μέχρι τις δικές μας μέρες. Δείτε τι συμβαίνει τώρα σε ολόκληρο τον κόσμο, δείτε την απειλητική άνοδο της Ακροδεξιάς και του νεοφασισμού. Υφίσταται πόλεμο η διαφορετικότητα παντού, αλλά και οι μειοψηφικές κουλτούρες, το ξέρω γιατί ανήκω στην καταλανική. Υπάρχει ακόμα ο φόβος να εκδηλώνουν οι άνθρωποι τη διαφορετικότητά τους και οι μειοψηφικές κουλτούρες τον ιδιαίτερο πολιτισμό τους.
Από την άλλη μεριά, επειδή ακριβώς η διαφορετικότητα «πουλάει», γίνεται συχνά αντικείμενο εργαλειοποίησης, ακόμα και ψηφοθηρίας. Με ανησυχούν και ενίοτε με σέρνουν προς τη γραφή αυτά τα θέματα, μου προκαλούν αγωνία ορισμένα φαινόμενα της επικαιρότητας, διότι σε αυτόν τον καιρό μού έλαχε να ζήσω. Χαιρέτισα, πάντως, με ενθουσιασμό την ταιριαστή πρωτοβουλία της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ να αφιερώσει την ελληνική μετάφραση του έργου μου στη μνήμη του Ζακ Κωστόπουλου/Zackie Oh».
«Το θέατρο είναι εκείνος ο χώρος όπου συγκεντρωνόμαστε, ατομικά και συλλογικά, προκειμένου να ανανεώσουμε το συμβόλαιο της κοινωνικής μας συμβίωσης.»
Το θέατρο οφείλει να είναι ακραιφνώς πολιτικό;
«Κατά τη γνώμη μου, το θέατρο είτε είναι πολιτικό είτε δεν είναι θέατρο. Το θέατρο είναι εκείνος ο χώρος όπου συγκεντρωνόμαστε, ατομικά και συλλογικά, προκειμένου να ανανεώσουμε το συμβόλαιο της κοινωνικής μας συμβίωσης. Το θέατρο είναι μια πράξη ζωντανής τελετουργίας που επικυρώνει τους δεσμούς μας και φρεσκάρει τη συνύπαρξή μας. Μοιραζόμαστε όλοι ένα είδος συγκίνησης στο θέατρο και αυτή η συγκίνηση έχει κάτι το ιδεολογικό, ακριβώς επειδή συγχρωτίζονται εκεί μέσα διαφορετικοί τρόποι ζωής και σκέψης.
Αν βγούμε από μια παράσταση και δεν υπάρχει συζήτηση και διαφωνία, σίγουρα κάτι δεν πήγε καλά. Επιπροσθέτως, πολιτική είναι και η απόφαση για το είδος του θεάτρου που κάποιος κάνει, αν είναι ένα επιφανειακό και εύπεπτο θέατρο ή ένα «θέατρο αναισθησίας», όπως συνηθίζω εγώ να αποκαλώ τη συνθήκη εκείνη όπου οι θεατές δεν νιώθουν τίποτα και δεν συμμετέχουν πουθενά. Η σχέση της ανθρώπινης εγγύτητας που δημιουργεί το θέατρο είναι μοναδική, κάτι που στοχάστηκα πολύ στη διάρκεια της πρόσφατης «ασώματης» πανδημίας. Για εμένα, δεν υπάρχει κάτι πιο συγκινητικό από το να κάθομαι δίπλα σε έναν εντελώς άγνωστο άνθρωπο και, την ώρα που παρακολουθούμε και προσλαμβάνουμε κάτι μαζί, να ακούω το γέλιο, το κλάμα, τα συναισθήματά του, ενίοτε και τους παλμούς της καρδιάς του».