Θέατρο Τέχνης: Ζώντας τη Δωδέκατη Νύχτα του Σαίξπηρ

Η Αμαλία Καβάλη, η Ηλιάνα Μαυρομάτη, ο Κωνσταντίνος Μπιμπής και ο Αλέξανδρος Σκουρλέτης, πρωταγωνιστές του αριστουργήματος του Σαίξπηρ που παρουσιάζεται στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν, μιλούν για την ονειρική αυτή κωμωδία που φωτίζει το ζήτημα της ταυτότητας αλλά και της ρευστότητας των φύλων που τόσο έντονα απασχολούν την εποχή μας.

Τους συναντώ στο αριστοκρατικό εστιατόριο Tudor Hall, στον 7ο όροφο του ξενοδοχείου King George στην πλατεία Συντάγματος. Η φωτογράφιση έχεις μόλις τελειώσει. Η Αμαλία Καβάλη, η Ηλιάνα Μαυρομάτη, ο Κωνσταντίνος Μπιμπής και ο Αλέξανδρος Σκουρλέτης συναντώνται στη «Δωδέκατη νύχτα ή ό,τι επιθυμείτε» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, ένα έργο που, 68 χρόνια μετά την πρώτη παρουσίασή του από τον Κάρολο Κουν, ζωντανεύει ξανά εφέτος στο ιστορικό Υπόγειο, σε μία συμπαραγωγή του Θεάτρου Τέχνης με την Panik Theater Productions.

Στο τιμόνι της σκηνοθεσίας βρίσκεται ο Γιάννης Κακλέας. Και εδώ κρύβεται μία ακόμη επιστροφή, καθώς ο πολύπειρος σκηνοθέτης επανέρχεται για πρώτη φορά στον χώρο όπου σπούδασε και ξεκίνησε τη δυναμική πορεία του στο θέατρο, για να σκηνοθετήσει μια φαντασμαγορική εκδοχή του αριστουργήματος του Σαίξπηρ, τοποθετώντας το όμως σε ένα θεατρικό τώρα.

Η υπόθεση λίγο-πολύ γνωστή. Δύο δίδυμα αδέλφια, η Βιόλα και ο Σεμπάστιαν, που μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό, μετά από ένα ναυάγιο βρίσκονται σε έναν άγνωστο τόπο χωρίς να ξέρει ο ένας την τύχη του άλλου. Η Βιόλα για λόγους επιβίωσης ντύνεται άνδρας. Και έτσι αρχίζει η περιπέτεια της «Δωδέκατης νύχτας».

Γυναίκες ντύνονται άνδρες, λοιπόν, και ερωτεύονται άλλους άνδρες, ενώ ταυτόχρονα οι ίδιες αποτελούν το αντικείμενο του πόθου άλλων γυναικών. Ενώ ερωτικό γαϊτανάκι παρεξηγήσεων πλέκεται και μοιάζει να είναι μόνο το πρόσχημα ώστε ο Σαίξπηρ να θέσει ερωτήματα ταυτότητας, να μιλήσει για την ακατανίκητη δύναμη της επιθυμίας και ίσως για να αποδείξει ότι ο έρωτας και η ερωτική έλξη δεν έχουν φύλο.

Αμαλία Καβάλη/ Φωτ.: Ολυμπία Κρασαγάκη

Γνωρίζοντας τη Βιόλα

Η Αµαλία Καβάλη, απόφοιτη του Θεάτρου Τέχνης, επιστρέφει στο ιστορικό Υπόγειο και ερµηνεύει τη Βιόλα. «Η Βιόλα, όπως ξέρετε, μαζί με τον δίδυμο αδελφό της ναυαγεί σε μια φανταστική χώρα, την Ιλλυρία, και ο καθένας πιστεύει τον άλλον για νεκρό. Για λόγους επιβίωσης ντύνεται άνδρας. Οι χαρακτήρες του έργου πέφτουν επάνω στους εορτασμούς της δωδέκατης νύχτας, που στη δική μας παράσταση είναι μια ξέφρενη γιορτή, ποτισμένη με αλκοόλ. Μια τεράστια νύχτα η οποία δεν ξέρεις πού θα εκβάλει: μπορεί στο τέλος να καταλήξεις παντρεμένος ή μπορεί να βρεθείς σφαγμένος, έχοντας μπλέξει σε καβγά που έχει ξεφύγει».

Οπως εξηγεί, οι αισθήσεις σε αυτή τη νυχτερινή γιορτή αφήνονται ελεύθερες και όλοι οι χαρακτήρες επιθυμούν κάποιον άλλον στο έπακρο. «Η επιθυμία του καθενός είναι διαφορετική. Αλλος επιθυμεί να λατρεύει από μακριά το αντικείμενο του πόθου του και να του αφιερώνει σονέτα και άλλος θέλει να το κατέχει ολοκληρωτικά στα όρια του δέσμιου. Αλλος πάλι δεν έχει ξανανιώσει σκίρτημα και ξαφνιάζεται από τον κατακλυσμό των αισθημάτων και άλλος πίστευε ότι είναι κλειστός στον έρωτα και όμως ο έρωτας αιφνίδια τον καταλαμβάνει. Αλλος αγαπάει κάτι που έχει φύγει και πνίγει τον πόνο της απώλειας με ουσίες και άλλος περιμένει ελπίζοντας ο έρωτας να του συμβεί. Ετσι, η Ολίβια ερωτεύεται τη Βιόλα ως Σεζάριο. Την ερωτεύεται για τον χαρακτήρα της και όχι για την ανδρική της υπόσταση, που είναι άλλωστε ψευδής. Και η Βιόλα αναπάντεχα ερωτεύεται τον Ορσίνο, ο οποίος είναι ερωτευμένος με την Ολίβια».

Οπως αναφέρει, στη Βιόλα τη γοητεύει το στοιχείο της απόκρυψης της ταυτότητας. «Προσποιείται ότι είναι κάτι που δεν είναι και μέσα σε αυτό πρέπει να ζήσει και να διεκδικήσει τον έρωτα και την ευτυχία. Επίσης χαίρομαι που επιτέλους ξανακάνω κωμωδία» λέει γελώντας. Οσο για τη συνεργασία της με τον Γιάννη Κακλέα: «Ο Γιάννης έχει πάθος, είναι performer στην πρόβα, μπαίνει μέσα σε αυτήν με την ψυχή του, είναι ζωτικής σημασίας για αυτόν ό,τι συμβαίνει και μου αρέσει αυτό, που όλα είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Ετσι αισθάνομαι κι εγώ ότι πρέπει να είναι το θέατρο».

Παράλληλα, η ίδια πρωταγωνιστεί στην πολυσυζητημένη σειρά του Μega «To Ναυάγιο», η οποία έχει καθηλώσει το τηλεοπτικό κοινό. «To «Ναυάγιο» πραγματεύεται ένα πολύνεκρο δυστύχημα. Eχει δύο χαρακτηριστικά: είναι πολλά τα θύματα, άρα επηρεάζει μεγάλο μέρος του πληθυσμού, και, δεύτερον, ο καθένας μας θα μπορούσε να ήταν θύμα αν είχε βρεθεί εκείνη τη στιγμή σε εκείνο το σημείο. Ολοι πάνω-κάτω έχουμε ταξιδέψει με πλοία, αεροπλάνα, τρένα, λεωφορεία, όλοι ξυπνάμε το πρωί αγνοώντας την πιθανότητα μιας σαρωτικής φωτιάς. Ετσι κάπως το τραύμα από προσωπικό γίνεται συλλογικό και καλείται η κοινωνία σύσσωμη να μετακινηθεί για να το επουλώσει. Εμείς παρατηρούμε τη ζωή των ανθρώπων που επηρεάζονται άμεσα, το πώς διαχειρίζονται το σοκ, την απώλεια, το πώς προσπαθούν να διεκδικήσουν την απονομή δικαιοσύνης, ενώ ταυτόχρονα η ζωή τους συνεχίζεται. Αυτή την προσέγγιση τη βρίσκω γοητευτική ως προϊόν μυθοπλασίας, γιατί νομίζω τείνουμε να κουκουλώνουμε τα πραγματικά μας τραύματα ως κοινωνία και όχι να τα αντιμετωπίζουμε. Σε τεχνικό επίπεδο τώρα γίνονται πράγματα που δεν έχουν ξαναγίνει στην ελληνική τηλεόραση, πόσω μάλλον σε καθημερινή σειρά που υπακούει στους πιο γρήγορους ρυθμούς παραγωγής. Είναι ένα τολμηρό εγχείρημα και χαίρομαι που είμαι μέρος του».

Τον περασμένο Μάιο η ίδια τιμήθηκε με το βραβείο «Μελίνα Μερκούρη» για την ερμηνεία της στα έργα «Ο γιατρός της τιμής του» του Πέδρο Καλντερόν ντε λα Μπάρκα και «Πόσο κοστίζει να ζεις;» της Μαρτίνα Μάγιοκ, τα οποία σκηνοθέτησε ο Θωμάς Μοσχόπουλος στο Θέατρο Πόρτα. «Χαίρομαι που πήρα το βραβείο. Γιόρτασα. Πέρασα τέλεια. Θεωρώ σημαντικό ότι το ίδρυμα Μερκούρη μάς παρέχει αυτή τη γιορτή σε ένα επάγγελμα που μαστίζεται από δυσκολίες. Η γενιά μου έχει πολλές υπέροχες καλλιτέχνιδες, που όμως βρεθήκαμε να ψάχνουμε για δουλειά στην οικονομική κρίση, με τα μισά θέατρα να κλείνουν και τις ακροάσεις να τις ψάχνουμε με το δίκαννο. Θα άξιζε να ερευνήσει κανείς πόσες αντέξαμε στο επάγγελμα από το 2011-2018 και τι προνόμια – κοινωνικά ή οικονομικά – είχε, αν είχε, η κάθε μία. Πιθανολογώ πως οδηγήθηκαν στην παραίτηση μέσω της ανεργίας σημαντικά ταλέντα και ίσως χάσαμε από το πολιτιστικό προϊόν που δυνάμει είχαμε ως χώρα. Για να στηριχτεί η ίση πρόσβαση στην τέχνη χρειαζόμαστε περισσότερες πρωτοβουλίες ανάλογες του ιδρύματος Μερκούρη και μια σοβαρή πολιτιστική πολιτική που τουλάχιστον να μην εξισώνει τα πτυχία μας με απολυτήρια Λυκείου».

Ηλιάνα Μαυρομάτη/ Φωτ.: Ολυμπία Κρασαγάκη

Η αλλαγή της Ολίβια

Την ίδια στιγμή, η Ηλιάνα Μαυρομάτη ως Ολίβια ερωτεύεται την Αμαλία Καβάλη, δηλαδή τη Βιόλα, που όμως έχει μεταμφιεστεί σε άνδρα και της συστήνεται ως Σεζάριο. «Για εμένα η «Δωδέκατη νύχτα» είναι κάτι πολύ παραπάνω από μία κωμωδία παρεξηγήσεων. Θίγει βαθιά πυρηνικά ζητήματα» αναφέρει μιλώντας στο ΒΗΜΑgazino. «Ζητήματα που έχουν να κάνουν με την επιθυμία, με τον έρωτα, με το τι είναι τελικά αυτό που ερωτευόμαστε και το πώς είναι τελικά όταν μας αποκαλύπτεται η πραγματική του όψη. Φυσικά ένα σύγχρονο θέμα που διαπνέει ολόκληρο το έργο είναι το εάν ερωτευόμαστε το φύλο ή τον άνθρωπο, καθώς ο Σαίξπηρ παίζει με το κομμάτι της παρενδυσίας, όπως κάνει και σε άλλα έργα του. Πρόκειται για ένα πολύ προοδευτικό έργο για την εποχή του και δυστυχώς ακόμη και για τη δική μας εποχή» καταλήγει.

Οπως εξηγεί η ίδια, διαβλέπει να συνοδεύει την εποχή μας ένας γενικότερος συντηρητισμός. «Τα τελευταία χρόνια ο κόσμος απομακρύνεται, νομίζω, από την παιδεία, την καλλιέργεια. Η οικονομική κρίση έφερε τις πιο πρωτόγονες ανάγκες μπροστά και η πνευματικότητα κρύφτηκε. Νιώθω ότι οι γονείς μας έζησαν σε μια πιο προοδευτική εποχή. Υπήρχαν τα κινήματα, οι αγώνες. Βέβαια θεωρώ ότι όλα αυτά είναι οι ιστορικοί κύκλοι. Δεν μπορεί να είμαστε σε ένα στατικό αδιέξοδο. Οι προοδευτικές εποχές θα ξανάρθουν».

Μιλάει για την ηρωίδα της, την Ολίβια. «Είναι μία γυναίκα πλούσια, που δεν μπορεί να συμβιβαστεί με προξενιά και πρόχειρους έρωτες. Είναι μία γυναίκα προοδευτικών αντιλήψεων που δέχεται τη διαφορετικότητα και την αναζητά, θα έλεγα, μέσα από τη σχέση που αναπτύσσει με τον λεγόμενο τρελό της «Δωδέκατης νύχτας», τον Φέστε. Η ίδια πενθεί και από επιλογή της είναι μόνη. Και ύστερα έρχεται ο έρωτας και τη χτυπά κατακούτελα. Αυτό είναι και το γοητευτικό με αυτή την ηρωίδα, ότι ενώ ξεκινώ να παρουσιάζω μία δομημένη, στερεή προσωπικότητα, σιγά-σιγά έχω να εμφανίσω στη σκηνή μία γυναίκα που αποδομείται εξαιτίας του έρωτα. Τελικά όμως αυτή δεν είναι και η βασική του λειτουργία; Να αφήσεις αυτό που είσαι ή που νομίζεις ότι είσαι και να βουτήξεις στον άλλον;».

Η Ηλιάνα Μαυρομάτη συνεργάζεται για δεύτερη συνεχή χρονιά με τον Γιάννη Κακλέα μετά τη σύμπραξή τους πέρυσι στον «Ζορμπά». «Τολμώ να πω ότι αποτελεί την πιο δημιουργική μου συνεργασία στο θέατρο. Εξεπλάγην με τη μαστοριά, τη γνώση του. Σε αυτή την παράσταση είναι επαναστατικός, χαρούμενος. Είναι μάθημα να δουλεύεις μαζί του. Εάν κάτι τον χαρακτηρίζει; Το απύθμενο χιούμορ του. Η πρόβα με τον Γιάννη Κακλέα είναι χαρά και αυτός είναι ένας πολύ έξυπνος τρόπος να εμβαθύνει στα πράγματα».

Η ίδια όμως πώς αντιμετωπίζει σήμερα τον έρωτα; «Δεν ξέρω εάν μεγαλώνοντας καταλαγιάζει ο τρόπος που ερωτευόμαστε» αναφέρει. «Γίνεται, θα έλεγα, διαφορετικός. Γιατί υπάρχει πλέον η συνείδηση που σου φωτίζει και άλλες πλευρές. Υπάρχει η εμπειρία από τη ζωή, ίσως και κάποιοι φόβοι που μπορεί να μεγεθύνονται, αλλά η ένταση του έρωτα πιστεύω ωριμάζοντας μπορεί να είναι και μεγαλύτερη από αυτή που βιώνεις 20 ετών, γιατί το βάθος της σύνδεσης με τον άλλον γίνεται πιο ουσιώδες. Πλέον πιο δύσκολα ερωτεύεσαι την εικόνα που έχεις δημιουργήσει στο μυαλό σου για τον απέναντι, γιατί επιζητάς την πραγματική του. Ναι, αναζητώ, θα έλεγα, τον έρωτα που οδηγεί στην αγάπη. Αυτό ψάχνω, όχι με την έννοια της μετατροπής, να τελειώσει δηλαδή ο έρωτας για να έρθει η αγάπη, αλλά τον έρωτα που παραμένει ζωντανός και εξελίσσεται και σε αυτή».

Κωνσταντίνος Μπιμπής / Φωτ.: Ολυμπία Κρασαγάκη

Ο ερωτευμένος Ορσίνο

Ο Κωνσταντίνος Μπιμπής, νικητής του βραβείου Χορν το 2017, ερμηνεύει στην παράσταση τον δούκα Ορσίνο με τον οποίο είναι ερωτευμένη η Βιόλα, ενώ εκείνος αγαπά και διεκδικεί απεγνωσμένα την Ολίβια. «Ο ρόλος μου αντιπροσωπεύει με έναν τρόπο τον απόλυτο έρωτα» αναφέρει. «Αγαπώ την ανάγνωση που έχει κάνει ο Γιάννης Kακλέας σε αυτό το πρόσωπο, καταδεικνύοντας αυτή τη μανιασμένη, σχεδόν εμμονική διεκδίκηση του αντικειμένου του πόθου του, που φαντάζει βέβαια στα μάτια των έξω στα όρια του κωμικού, σχεδόν του γελοίου» καταλήγει.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ενσαρκώνει έναν ήρωα απόλυτα παραδομένο στο συναίσθημα. Μόλις πριν από μερικούς μήνες έδωσε ζωή τον Ρ.Α., έναν πανσέξουαλ insta-ποιητή που αυτοκτονούσε από αγάπη στην παράσταση «Πεταλούδες στο στομάχι», σε σύλληψη και σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Ρήγου. «Φαίνεται κάτι βλέπουν σε εμένα οι σκηνοθέτες!» λέει γελώντας. «Πέρα από την πλάκα, αγαπώ αυτή τη θεματολογία, καθώς ο έρωτας μου δίνει μέσα από έναν γνώριμο, βιωματικό τρόπο μία είσοδο σε κάθε έργο».

Τι του έχει μάθει λοιπόν η ζωή για τον έρωτα στα 34 του χρόνια; «Οι απαντήσεις μου ποικίλλουν αναλόγως την περίοδο» αναφέρει. «Υπάρχουν συνεντεύξεις που με πετυχαίνουν σε μία περίοδο απογοήτευσης και λέω ότι ο έρωτας δεν υπάρχει και άλλες που υποστηρίζω ότι είναι τα πάντα. Αυτή τη στιγμή βρίσκομαι μάλλον σε μία περίοδο της ζωής μου που αναρωτιέμαι πώς αποκωδικοποιείται. Οταν δηλαδή διαλύσεις τον έρωτα ποια είναι τα συστατικά που τον συνθέτουν; Είναι το στομάχι που γυρίζει ανάποδα; Είναι η ασφάλεια που νιώθεις; Η ανασφάλεια; Τι εννοούμε όταν λέμε «είμαι ερωτευμένος»;».

Στη «Δωδέκατη νύχτα» οι ήρωες παρασύρονται από το πάθος τους. «Οπως λέει και ο Γιάννης Κακλέας, είναι μια βαθιά νύχτα που όλα μπορούν να συμβούν» επισημαίνει. Και στην πραγματική ζωή, όμως, γιατί δεν υπάρχουν τέτοιες νύχτες; «Θα διαφωνήσω» απαντά. «Αισθάνομαι ότι πολλές νύχτες στην Αθήνα είναι έτσι».

Ο ίδιος περιγράφει μία δυνατή συνεργασία με τον Γιάννη Κακλέα: «Γνωρίζει πολύ καλά τον Σαίξπηρ και λόγω των σπουδών του στην Αγγλία. Στις πρόβες παρακολουθούσα πώς καθοδηγούσε τις σκηνές, πώς τις ανέλυε. Νομίζω ότι έμαθα πολλά. Σίγουρα η σκηνοθεσία του εστιάζει στο θέμα της μεταμόρφωσης, του gender fluidity, γιατί όλα είναι ρευστά σε αυτό το έργο σε μία συνεχή αναρώτηση σε σχέση με την ηδονιστική ηθική, την ηθική της απόλαυσης. Νομίζω ότι ο Σαίξπηρ σε αυτά τα έργα του, που φαίνονται εκ πρώτης όψεως λίγο ανάλαφρα, βρίσκει έναν τρόπο να μιλήσει για πολύ βαθιά ζητήματα. Εδώ νομίζω έχουμε να κάνουμε με ένα έργο ταυτότητας με άξονα τον έρωτα».

Ο Κωνσταντίνος Μπιμπής είναι απόφοιτος της δραματικής σχολής του Θεάτρου Τέχνης. «Ημασταν μάλιστα συμμαθητές με την Αμαλία Καβάλη. Παίξαμε μαζί και στην πρώτη μας επαγγελματική παράσταση το 2011. Τώρα συναντιόμαστε ξανά. Η Αμαλία είναι φίλη αγαπημένη. Είναι η πρώτη φορά που δουλεύω στο Θέατρο Τέχνης μετά την αποφοίτησή μου. Οταν τις πρώτες ημέρες κατέβηκα ξανά τα σκαλιά που οδηγούν στο Yπόγειο ήρθαν πίσω όλες αυτές οι ευχάριστες αναμνήσεις που έχω ζήσει εδώ ως σπουδαστής. Πρόκειται για έναν ιστορικό χώρο, μία σημαντική ψηφίδα της ιστορίας της Ελλάδας. Το αισθάνεσαι αυτό όταν φοιτάς στη δραματική του σχολή. Νιώθεις αυτή την αύρα για την οποία σου μιλούν οι δάσκαλοί σου, το «φάντασμα» του Καρόλου Κουν βρίσκεται, με έναν τρόπο, παντού».

Ο ίδιος στην παράσταση παίζει πιάνο και τραγουδάει. «Ναι, η μουσική παίζει κυρίαρχο ρόλο στην παράσταση. Δεν σταματά σχεδόν ποτέ, είτε ως τραγούδι από εμένα, είτε από τον Πωλ Ζαχαριάδη, που είναι λυρικός τραγουδιστής, είτε μέσα από τις συνθέσεις του Γρηγόρη Ελευθερίου. Μάλιστα με τον Γρηγόρη, που υπογράφει τη μουσική της παράστασης, έχουμε δημιουργήσει και μία μπάντα, τους D/αλκ/ance, και θα εμφανιστούμε και εφέτος, στις 25 Οκτωβρίου και στις 15 και 22 Νοεμβρίου, στο Faust».

Oσο για την αγαπημένη του φράση από το έργο: «Θα πω κάτι κλισέ, μία από τις πιο γνωστές φράσεις του Σαίξπηρ γενικά που στο έργο τη λέει ο χαρακτήρας μου. «Εάν η μουσική είναι τρoφή του έρωτα, ναι, παίξτε κι άλλο»».

Αλέξανδρος Σκουρλέτης/ Φωτ.: Ολυμπία Κρασαγάκη

Η αναζήτηση του Αντόνιο

Ο Αλέξανδρος Σκουρλέτης επίσης αποφοίτησε από τη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης, το 2019. Είχε ήδη προλάβει να παίξει στην παράσταση «Eroica» στο θρυλικό Υπόγειο του Κουν. Υστερα ήρθε η COVID-19 και τα γυρίσματα της σειράς του Μega «Η γη της ελιάς», όποτε σήμερα βλέπει την επιστροφή του στο Θέατρο Τέχνης ως ένα reunion. «Γνωρίζω τους ανθρώπους του, γνωρίζω το Υπόγειο, παράλληλα με τη σχολή, ως σπουδαστής δούλευα στο φροντιστήριο του θεάτρου, όποτε για εμένα αυτό που βιώνω σήμερα είναι μία επανασύνδεση» αναφέρει μιλώντας στο ΒΗΜΑgazino.

Στη «Δωδέκατη νύχτα», λοιπόν, εκείνος υποδύεται τον Αντόνιο, έναν πειρατή που σώζει τον δίδυμο αδελφό της Βιόλα, τον Σεμπάστιαν. «Ο Αντόνιο είναι ένας ρόλος που προσπαθεί να υπάρξει και αυτός στο γαϊτανάκι των παρεξηγήσεων που στήνει ο Σαίξπηρ» αναφέρει. «Σώζει τον Σεμπάστιαν, δένεται μαζί του και τον θέλει στη ζωή του. Οταν αυτός όμως φεύγει για να αναζητήσει την αδελφή του Βιόλα, τον ακολουθεί και πέφτει ακριβώς πάνω σε εκείνη, που είναι όμως ντυμένη άνδρας. Ετσι ο Αντόνιο θεωρεί ότι έχει μπροστά του τον Σεμπάστιαν, ενώ στην πραγματικότητα έχει τη Βιόλα, και μία ακόμη παρεξήγηση ξεκινά. Για εμένα λοιπόν ο Σαίξπηρ σε αυτό το έργο θέτει το θέμα της ρευστότητας των φύλων και καταδεικνύει το γεγονός ότι στην πραγματικότητα δεν έχουν καμία σημασία ώστε να αναπτυχθεί ο έρωτας, η αγάπη. Γιατί ένα δυνατό αίσθημα μπορεί να προκύψει ανάμεσα σε δύο πλάσματα ανεξάρτητα από το φύλο τους».

Τη συνεργασία με τον Γιάννη Κακλέα στην παράσταση τη χαρακτηρίζει ως ευτυχή. «Είναι ένας σκηνοθέτης που γνωρίζει πάντα τι θέλει. Δεν το λέω με την έννοια ότι έχει προκαθορισμένα τα πράγματα στο μυαλό του» αναφέρει. «Η εμπειρία όμως που κουβαλά του δίνει τη δυνατότητα να παρέχει στον ηθοποιό μια σιγουριά, αλλά και τους απαραίτητους «ελιγμούς» που θα τον βοηθήσουν στη σκηνή».

Ο ίδιος παράλληλα βρίσκεται εφέτος και σε μία σειρά, «Το προξενιό της Ιουλίας», που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Γιάννη Πολίτη. «Αγαπώ την υποκριτική μπροστά στην κάμερα» ομολογεί. «Δεν το λέω συγκριτικά με το θέατρο. Μου αρέσει όμως η διαδικασία του γυρίσματος. Μπήκα εύκολα σε αυτό ίσως γιατί είναι κάτι που το έχω ακόμη πρόσφατα μέσα μου εξαιτίας της προηγούμενης δουλειάς μου στη «Γη της ελιάς». To μεγάλο μου όνειρο, βέβαια, παραμένει ο κινηματογράφος».

Γιος του καταξιωμένου σκηνοθέτη Γιάννη Σκουρλέτη, βρίσκεται στο θέατρο από παιδί. «Μαζί με τον αδελφό μου βοηθούσαμε από μικροί. Μεγαλώνοντας ήμασταν στο στήσιμο των παραστάσεων. Μπορεί να ήμουν στην κονσόλα για τα φώτα, τον ήχο. Γνωρίζω καλά τη διαδικασία του θεάτρου. Μην παρεξηγηθώ. Δεν εννοώ ότι είμαι καλός ηθοποιός, αλλά γνωρίζω την «κουζίνα» του θεάτρου, το παρασκήνιο. Τον πατέρα μου πάντα τον συμβουλεύομαι. Μόλις αισθανθώ ότι υπάρχει ανάγκη θα τρέξω να του τηλεφωνήσω. Την παράστασή μας ακόμη δεν έχει έρθει να τη δει, γιατί είχε τη δική του πρεμιέρα. Τον περιμένω όμως τις επόμενες ημέρες».

Οπως αναφέρει, πάντως, δεν ονειρευόταν από μικρός να γίνει ηθοποιός. «Εάν δεν ήμουν γεννημένος μέσα στο θέατρο, αν δεν είχα δει παραστάσεις, αν δεν είχα θαυμάσει ηθοποιούς, ίσως και να μην περνούσε καν από το μυαλό μου να δώσω σε μια δραματική σχολή. Αρχικά μάλιστα δεν το σκεφτόμουν καθόλου. Πέρασα στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών. Δεν μπορούσα να μπω στη διαδικασία να φοιτήσω, δεν με ενδιέφερε καθόλου και έτσι αποφάσισα με μεγάλη αμφιβολία να δώσω εξετάσεις στο Θέατρο Τέχνης. Ακόμη και όταν πέρασα, η ανασφάλεια για το τι θέλω να κάνω υπήρχε μέσα μου για καιρό. Πάνω σε μια αμφιβολία εγώ συνάντησα το θέατρο, το οποίο τελικά με μάγεψε».

ΙΝFO

«Δωδέκατη νύχτα ή ό,τι επιθυμείτε»: Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν – Υπόγειο (Πεσμαζόγλου 5), από Τετάρτη έως Κυριακή.

Η φωτογράφιση πραγματοποιήθηκε στο ξενοδοχείο Κing George, A Luxury Collection Hotel (Βασιλέως Γεωργίου Α’ 3, Πλατεία Συντάγματος).

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.