Οι αριθμοί δυστυχώς μιλούν από μόνοι τους για ακόμη μία φορά. Σχεδόν ένα εκατομμύριο είδη πανίδας και χλωρίδας είναι πιθανό να εξαφανιστούν μέσα στις επόμενες δεκαετίες σύμφωνα με την IPBES, τη Διακυβερνητική Πλατφόρμα Επιστήμης-Πολιτικής για τη Βιοποικιλότητα και τις Υπηρεσίες Οικοσυστημάτων. O κύριος υπαίτιος φυσικά είναι ο άνθρωπος. Οι λόγοι; Οι αλλαγές στη χρήση γης (π.χ. αποψίλωση, εντατική μονοκαλλιέργεια, αστικοποίηση), η άμεση εκμετάλλευση, όπως το κυνήγι και η υπεραλίευση, το παράνομο εμπόριο άγριων ζώων και φυσικά η κλιματική αλλαγή, η ρύπανση και η βιομηχανία εξορύξεων. Σημειώνεται πάντως ότι οι επιστήμονες αναμένουν πως η κλιματική αλλαγή τα επόμενα χρόνια θα είναι η κυρίαρχη αιτία που θα οδηγήσει στην εξαφάνιση ειδών, καθώς θα επηρεάσει ανεπανόρθωτα τα οικοσυστήματα.
Υφαρπάζοντας τη γη
Οι δραστηριότητες του πληθυσμού της Γης συνεχώς αυξάνονται. Ο «άπληστος» άνθρωπος καταλαμβάνει όλο και περισσότερο χώρο στερώντας πολύτιμους οικοτόπους από τους άλλους οργανισμούς. Μάλιστα σε πολλά μέρη του κόσμου η φτώχεια, τα ισχυρά συμφέροντα και η απουσία επιβολής του νόμου καθιστούν ιδιαίτερα δύσκολη την αντιμετώπιση αυτής της απώλειας, ενώ σε πολλές περιπτώσεις η απόγνωση ωθεί τους ανθρώπους να βρουν απομακρυσμένες περιοχές χωρίς την παρουσία των Αρχών, όπου μπορούν απλώς να εκμεταλλευθούν τη γη για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Στην Κεντρική Αμερική, για παράδειγμα, η παράνομη κτηνοτροφία βοοειδών οδηγεί στην αποψίλωση των δασών, ενώ και η Βραζιλία και η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό είναι γνωστές για την καταστροφή των δασών τους. Στη Μαδαγασκάρη – μία από τις φτωχότερες χώρες στον κόσμο – το 98% των λεμούριων (αποτελούν ενδημικό είδος) απειλείται, ενώ το 1/3 του πληθυσμού τους βρίσκεται ήδη στο χείλος της εξαφάνισης. Είναι εμφανές λοιπόν ότι η αντιμετώπιση της απώλειας της βιοποικιλότητας συνδέεται και με την αντιμετώπιση των αναγκών των τοπικών κοινοτήτων.
Συναγερμός στην Ανταρκτική
Οι προβλέψεις είναι δυσοίωνες και για τη μακρινή Ανταρκτική. Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό «PLOS Biology», αν η ανθρωπότητα συνεχίσει την καταστροφική πορεία της και δεν καταφέρει να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και να αντιμετωπίσει την υπερθέρμανση του πλανήτη, το 65% των ιθαγενών ειδών της Ανταρκτικής θα μπορούσε να εξαφανιστεί μέχρι το τέλος αυτού του αιώνα.
Μπορεί αυτή η κατάσταση να αντιστραφεί; Η έρευνα προτείνει μια δέσμη κοστολογημένων μέτρων ύψους 1,92 δισ. για τα επόμενα 83 χρόνια – περίπου 23 εκατ. δολάρια ετησίως δηλαδή. Οι οικονομικά αποδοτικές αυτές στρατηγικές περιλαμβάνουν την ελαχιστοποίηση και τη διαχείριση της ανθρώπινης δραστηριότητας, των μεταφορών και της δημιουργίας νέων υποδομών στην Ανταρκτική, καθώς και την προστασία των ειδών της, με παράλληλo έλεγχο της εισαγωγής αλλoχθόνων ειδών και ασθενειών. Περιλαμβάνει επίσης εστίαση σε εξωτερικές πολιτικές, όπως η επίτευξη των ευρύτερων διεθνών στόχων για το κλίμα στο πλαίσιο της Συμφωνίας του Παρισιού του 2015, οι οποίοι επιτάσσουν τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και τον έλεγχο της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
Είναι αναγκαία αυτά τα μέτρα; Φυσικά. Πρόσφατα δεδομένα δείχνουν ότι ο όγκος του θαλάσσιου πάγου της Ανταρκτικής μειώνεται γρηγορότερα σήμερα σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες. Το γεγονός αυτό αποτελεί για παράδειγμα μία τεράστια απειλή για θαλάσσια είδη πτηνών, όπως ο αυτοκρατορικός πιγκουίνος και o πιγκουίνος της Αδελίας (το πιο πολυπληθές είδος πιγκουίνου στην Ανταρκτική), οι οποίοι χρειάζονται τους πάγους από τον Απρίλιο έως τον Δεκέμβριο για να φωλιάσουν με τα μικρά τους, ολοκληρώνοντας έτσι τον αναπαραγωγικό τους κύκλο.
Την ίδια στιγμή, η ανθρώπινη παρουσία αυξάνεται στην Ανταρκτική, με δραματικές επιπτώσεις για το εύθραυστο οικοσύστημα. Η μελέτη καταδεικνύει ότι οι επιστημονικές αποστολές και οι υποδομές επεκτείνονται, ενώ ο ετήσιος αριθμός τουριστών έχει αυξηθεί περισσότερο από οκτώ φορές σε σχέση με τη δεκαετία του 1990. Και αυτό είναι ιδιαιτέρως ανησυχητικό. Μελέτη που δημοσιεύθηκε τον περασμένο Φεβρουάριο στο επιστημονικό περιοδικό «Nature Communications» κατέδειξε ότι η ανθρώπινη παρουσία στην Ανταρκτική προκαλεί μεγαλύτερη τήξη του πάγου.
Ζητείται ελπίς
Είναι η ώρα η ανθρωπότητα να περάσει σε πράξεις. Πριν από μερικές ημέρες επετεύχθη στο Μόντρεαλ του Καναδά, στη 15η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για τη Βιοποικιλότητα (COP15), μία νέα συμφωνία που υπεγράφη από 190 χώρες και η οποία ουσιαστικά προβλέπει την εκπόνηση 23 προγραμμάτων-στόχων για την προστασία της παγκόσμιας χλωρίδας και πανίδας. Το σημαντικότερο από αυτά, γνωστό με την κωδική ονομασία 30×30, θέτει το 30% της συνολικής έκτασης ξηράς και θάλασσας σε καθεστώς προστασίας. Σήμερα προστατεύονται περίπου το 17% της ξηράς και το 8% των ωκεανών του πλανήτη, με την απαγόρευση δραστηριοτήτων όπως η αλιεία, η γεωργία και οι εξορύξεις. Οι συμβαλλόμενες χώρες συμφώνησαν επίσης να λάβουν μέτρα προστασίας και για το υπολειπόμενο 70% του πλανήτη ώστε να αποτραπεί η απώλεια εκτάσεων υψηλής σημασίας για τη βιοποικιλότητα και να διασφαλιστεί ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις θα αποκαλύπτουν τους κινδύνους και τις επιπτώσεις των δραστηριοτήτων τους που θα επηρεάζουν τη βιοποικιλότητα. Το πρόγραμμα-στόχος 17, παραδείγματος χάριν, δεσμεύεται να μειώσει κατά το ήμισυ τον συνολικό κίνδυνο από τα φυτοφάρμακα και τα τοξικά χημικά, ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίζει και τα προβλήματα που δημιουργεί η απορροή των λιπασμάτων.
H συμφωνία σχεδόν διπλασιάζει τις χρηματοδοτήσεις για την προστασία της βιοποικιλότητας σε περίπου 200 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, προερχόμενα από όλες τις πήγες: κυβερνήσεις, ιδιωτικό τομέα, φιλανθρωπία. Μάλιστα, τουλάχιστον 30 δισεκατομμύρια κάθε χρόνο αναμένεται να διοχετεύονται από τα πιο εύπορα στα φτωχότερα κράτη. Αξίζει, όμως, να σημειωθεί ότι μελέτη που εκπονήθηκε από το ερευνητικό Ινστιτούτο Πόλσον υποδεικνύει ότι για την αντιστροφή της επικρατούσας κατάστασης απαιτούνται δαπάνες ύψους 700 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως μέχρι το έτος 2030.
Και πράγματι πολλοί επιστήμονες και ακτιβιστές πίεσαν για ακόμη πιο ενισχυμένα μέτρα. Κάτι που βέβαια δεν σημαίνει ότι η νέα αυτή συμφωνία δεν σηματοδοτεί μια πρόοδο πάνω στο θέμα. Το σημαντικό; Περιλαμβάνει μετρήσιμους στόχους αλλά και μηχανισμούς ελέγχου και παρακολούθησης που δεν είχαν προβλέψει οι προηγούμενες συμφωνίες. Το θέμα βέβαια είναι για ακόμη μία φορά να μη μείνουμε σε ασκήσεις επί χάρτου. Είναι ενδεικτικό ότι η προηγούμενη δεκαετής συμφωνία δεν κατάφερε να πετύχει πλήρως ούτε έναν από τους στόχους που είχαν τεθεί. Μακάρι αυτή τη φορά να μάθαμε από τα λάθη μας.