Τις ημέρες που η Ζωή Χατζηαντωνίου έγραφε το σκηνοθετικό της σημείωμα για την παράσταση «Η μέρα της φούστας», η οποία έκανε πρεμιέρα στις 28 Νοεμβρίου στο θέατρο Δίπυλον, η είδηση της σύλληψης της ιρανής φοιτήτριας Ahoo Daryaei, η οποία γδύθηκε δημοσίως στον δρόμο σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τον αυστηρό ισλαμικό ενδυματολογικό κώδικα της χώρας της, έκανε τον γύρο του κόσμου – ευτυχώς, σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες, αφέθηκε ελεύθερη.

«Ενώ εγώ έγραφα το σημείωμα, ο αλγόριθμος της Google με βομβάρδιζε με αυτή την είδηση. Ενιωσα ότι υπάρχει σύνδεση αυτής της απεγνωσμένης πράξης με τα ζητήματα που θίγει η δική μας παράσταση» αναφέρει όταν τη συναντώ. «Στο έργο όλα εκκινούν από την απόφαση μιας εκπαιδευτικού να μην συμμορφώνεται με τις υποδείξεις του διευθυντή της, ο οποίος απαιτεί να μην προσέρχεται στη δουλειά της φορώντας φούστα. Ηθελα να φωτιστεί αυτή η σύνδεση, αφιερώνοντας την παράσταση στην Ahoo Daryaei. Καμιά φορά πρέπει να κάνεις τα πράγματα πιο φανερά, να «δίνεις κλειδιά» στον θεατή για να αποκρυπτογραφεί. Παλιά ήμουν πιο «κρυψίνους»».

«Η μέρα της φούστας», λοιπόν, του Ζ. Π. Λίλιενφελντ. Ισως κάποιοι θυμούνται την ταινία του 2008 («La journée de la jupe») με την Ιζαμπέλ Ατζανί στον ρόλο μιας καθηγήτριας σε ένα σχολείο με πολλούς μουσουλμάνους μαθητές στη Γαλλία.

«Η ταινία, στην οποία βασίζεται το έργο, είναι πολύ «γαλλική». Η γερμανική μεταγραφή της είναι επίσης πολύ «γερμανική». Θίγεται συγκεκριμένα το ζήτημα των μουσουλμάνων που αντιτάσσονται με τα ήθη τους στις κατακτήσεις του δυτικού πολιτισμού» αναφέρει. «Στη δική μας μεταγραφή, τώρα, το στοιχείο που θέλουμε, κυρίως, να φωτιστεί είναι η στηριζόμενη σε βαθιά ριζωμένα στερεότυπα macho κουλτούρα που επιβάλλεται στις γυναίκες εν γένει. Στην Ελλάδα η κατάσταση είναι πιο ιδιότυπη. Εμείς οι ίδιοι πατάμε με το ένα πόδι στην Ανατολή και με το άλλο στη Δύση, από τη μία ο ευρωπαϊκός πολιτισμός και από την άλλη ο ανατολίτικος ανδρικός σοβινισμός, ο οποίος φωλιάζει στο γονίδιό μας. Ηθελα να ασχοληθώ με αυτή την «εσωτερική» σύγκρουση».

Η ίδια μιλάει για την κεντρική ηρωίδα της παράστασης, τη Σόνια, την οποία υποδύεται η Θεοδώρα Τζήμου. «Η εκκίνηση του δράματος είναι η απαγόρευση του διευθυντή να φορούν οι καθηγήτριες και οι μαθήτριες φούστα στο σχολείο. Η αντίσταση της Σόνιας στον ενδυματολογικό κώδικα που της τίθεται με το να φορά φούστα καθημερινά προκαλεί και δημιουργεί σύγκρουση. Οι ίδιοι οι μαθητές της τη χλευάζουν, την αποκαλούν π*****α».

Ωστόσο, οι ρόλοι θα αντιστραφούν. Μέσα από ένα τυχαίο γεγονός, η καθηγήτρια από θύμα θα γίνει θύτης. «Οταν βρει ένα όπλο στην τσάντα ενός μαθητή της, προσπαθώντας να το αποσπάσει τον πυροβολεί στο πόδι. Αυτό το γεγονός αλλάζει άρδην την κατάσταση, της γυρίζει κυριολεκτικά το μυαλό» αναφέρει. «Αποφασίζει να κρατήσει ομήρους τους μαθητές της. Τους κάνει μάθημα διά της βίας. Επιβάλλει τις απόψεις της. Και έτσι τα ερωτήματα τίθενται: Ποια είναι τα όρια της βία; Ποια είναι τα στερεότυπα της διαφωτισμένης Ευρώπης; Τι είναι τελικά ελευθερία λόγου και σκέψης;».

Οπως αναφέρει, για την ίδια, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της παράστασης είναι όταν έντρομη η δασκάλα συνειδητοποιεί την αποτελεσματικότητα της βίας που η ίδια πλέον χρησιμοποιεί. «Εκκινεί την παράσταση η σκέψη του Βάλτερ Μπένγιαμιν: «Κάθε μνημείο πολιτισμού είναι και ένα τεκμήριο βαρβαρότητας». Η ίδια η Γαλλική Επανάσταση, μια επανάσταση βαθιά εμπνευσμένη από τη φιλοσοφία του Διαφωτισμού, στηρίχθηκε στη βία και όχι μόνο στο ξέσπασμά της αλλά και στην εδραίωση της νέας κατάστασης την περίοδο της λεγόμενης «Βασιλείας του Τρόμου». Αρα, μπορεί χωρίς βία να εξευγενιστεί ή ακόμη και να επιβιώσει ο άνθρωπος;».

Το γυναικείο ζήτημα

Τη ρωτώ εάν τελικά αυτό που την κινητοποιεί είναι το γυναικείο ζήτημα, καθώς η ίδια έχει υπογράψει παραστάσεις, όπως η πολυσυζητημένη «Amalia melancholia, η βασίλισσα των φοινίκων», με έντονη φεμινιστική ματιά. «Δεν το σκέφτομαι έτσι» απαντά. «Ανακαλύπτω κείμενα ή ιστορίες και ίσως, επειδή είμαι γυναίκα, που μάλιστα ζει και εργάζεται στην Ελλάδα, είναι μάλλον ευκολότερο να αντιληφθώ τους κώδικες των γυναικών ηρωίδων ή δημιουργών».

Η ίδια βίωσε ποτέ εμπόδια λόγω του φύλου της; «Αναμφισβήτητα ναι. Καταλαβαίνω ότι πρέπει να ενστερνιστώ και να υιοθετήσω πρακτικές και συμπεριφορές που δεν ανήκουν στο φύλο μου για να «πετύχω», για να γίνω «brand name». Νομίζω ότι ο ανταγωνισμός του τύπου «ποιος θα βγει πρώτος», «ποιος θα τα καταφέρει καλύτερα» είναι περισσότερο «ανδρική» πρακτική. Οπως όλα, και το θέατρο έχει εμπορευματοποιηθεί, τους αρέσει το παιχνίδι των sold out, πραγματικών ή μη. Δεν γίνεται να προτείνω σε έναν παραγωγό ένα έργο επειδή το θεωρώ σημαντικό. Πρέπει να τον πείσω ότι θα βγάλει λεφτά από εμένα. Αυτό μού είναι βάρος. Αλλά αν θες να παίξεις, πρέπει να παίξεις το παιχνίδι «ως άνδρας»».

Η Θεοδώρα Τζήμου είναι η Σόνια στην παράσταση «Η μέρα της φούστας» που σκηνοθετεί η Ζωή Χατζηαντωνίου

Σκηνοθετώντας

Η ίδια ξεκίνησε ως χορογράφος. Τι την οδήγησε στη σκηνοθεσία; «Ξεκίνησα κάνοντας την κινησιολογία σε πολλές παραστάσεις. Περνούσα υπέροχα. Μου άρεσε η συνεργασία και η συνύπαρξη με ηθοποιούς και σκηνοθέτες, να μπαίνω σε κάθε δουλειά και να γίνομαι λίγο χαμαιλέοντας. Γι’ αυτό είχα συνεργάτες από διαφορετικά είδη θεάτρου. Σιγά-σιγά άρχισε να μη με καλύπτει μόνο αυτό. Ακόμη, για να είμαι ειλικρινής, λανθασμένα πίστευα ότι αν σκηνοθετούσα θα κέρδιζα και περισσότερα χρήματα. Κάτι που δεν ισχύει!» λέει γελώντας.

Πραγματοποίησε την πρώτη της σκηνοθεσία το 2010 πάνω στο έργο του Φραντς Ξάβερ Κρετς «Wunschkonzert», με πρωταγωνίστρια τη Δέσποινα Κούρτη. Η παράσταση γνώρισε μεγάλη επιτυχία. «Και αυτή η επιτυχία με τρόμαξε» παραδέχεται σήμερα. «Χρειάστηκε να περάσουν πέντε χρόνια για να κάνω τη δεύτερή μου σκηνοθεσία. Από το 2017 και έπειτα, μπορώ να πω ότι σκηνοθετώ λίγο πιο συχνά, μια παράσταση, δηλαδή, ανά σχεδόν ενάμιση χρόνο. Θα ήθελα ίσως να είμαι πιο παραγωγική ως σκηνοθέτρια. Βλέπω άλλους συναδέλφους που μπορούν να το κάνουν, αλλά κάπως έχω αποδεχθεί ότι ο δικός μου «επεξεργαστής» είναι πιο αργός, ίσως και παλαιότερης τεχνολογίας».

Αλήθεια, πώς είναι ως σκηνοθέτρια; Διαλλακτική ή πιο σκληρή με τους ηθοποιούς της; «Δεν έχω κατασταλάξει. Το ποια πτυχή του εαυτού σου θα προβάλεις εξαρτάται πολύ από τους ανθρώπους που έχεις απέναντι ή δίπλα σου, όπως συμβαίνει και σε μια προσωπική ή ερωτική σχέση. Η διαχείριση των ανθρώπων είναι πιο απαιτητική από την ίδια την πρόβα. Χρειάζεται αντανακλαστικά, κυρίως για να μην πεις κάτι που θα θίξει ή θα πληγώσει κάποιον και τον «χάσεις». Το μεγαλύτερο προσόν είναι να μπορείς να τους γοητεύσεις».

«Σας ενδιαφέρει, λοιπόν, να μην πληγώσετε κάποιον» παρατηρώ. «Ναι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τα καταφέρνω» απαντά.

«Πραγματοποιούμε πρόβες με τους ηθοποιούς για 2,5 μήνες. Δεν είναι εύκολο να ανακαλύψεις τι μπορεί να πληγώσει τον καθένα. Με δυσκολεύει το ζήτημα της διαχείρισης της εξουσίας. Προσωπικά, μου αρέσει να αφήνω χώρο, μου αρέσει ο ηθοποιός να μπορεί να δράσει και να σκεφτεί ελεύθερα μέσα στο πλαίσιο που του προτείνω. Πώς μπορεί κανείς να διαχειριστεί δημιουργικά την ελευθερία όταν αυτή τού δίνεται; Μιλώ και για τους ηθοποιούς και για τους σκηνοθέτες».

ΙΝFO

«Η μέρα της φούστας»: Θέατρο Δίπυλον (Καλογήρου Σαμουήλ 2 & Διπύλου), Πέμπτη έως Κυριακή.