Ενας δημιουργός, ιδιαίτερα αγαπητός στο ελληνικό κοινό, ο οποίος κατάφερε να διατηρήσει την καλλιτεχνική του ελευθερία και δεν δίστασε να αγκαλιάσει τις αποτυχίες του, «που είναι πάρα πολλές για να τις αναφέρω, μια και θα έπρεπε να γράψω ολόκληρο βιβλίο», όπως θα πει, έρχεται στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου στην Πειραιώς 260 με δύο παραστάσεις: Αφενός την «Jerôme Bel – Σταυρούλα Σιάμου» (11 Ιουλίου), μια αυτο-βιο-χορο-γραφία όπως θα την περιγράψει, η οποία ξεκίνησε το 1995 ως η μελέτη του αντικατοπτρισμού του γάλλου χορογράφου (στην Αθήνα θα δούμε την εξελιγμένη και εντελώς διαφορετική εκδοχή του 2021). Αφετέρου την «ωδή» στο φαινόμενο της χορεύτριας και χορογράφου «Ισιδώρας Ντάνκαν» (9-10 Ιουλίου), ένα αυτοτελές «επεισόδιο» από μια σειρά χορογραφημένων πορτρέτων που πρωτοξεκίνησε το 2004 έπειτα από αίτημα της Οπερας του Παρισιού, συγκεκριμένα για την μπαλαρίνα Βερονίκ Ντουανό.
Τι είναι αυτό που σας κινητοποιεί ώστε να θέλετε να χορογραφήσετε τα πορτρέτα χορευτών και χορογράφων;
«Είναι ένας τρόπος για να ξεφύγω από τον εαυτό μου. Συνήθως στη δουλειά μου αποτυπώνω ερεθίσματα που μου προκαλεί ο σύγχρονος κόσμος. Με τα πορτρέτα εστιάζω την προσοχή μου σε άλλα άτομα, άλλες πρακτικές και αισθητικές προσεγγίσεις, και μπορώ να πω ότι είναι μια ανακούφιση, σαν να κάνω διακοπές. Επισκέπτομαι άλλους κόσμους, άλλες περιοχές, άλλους χορούς».
Γιατί όμως επιλέξατε στη συγκεκριμένη περίπτωση να δημιουργήσετε το πορτρέτο μιας καλλιτέχνιδας που δεν συναντήσατε ποτέ, που δεν την είδατε να χορεύει;
«Διάβασα τα απομνημονεύματά της, το βιβλίο της «Η ζωή μου», και τη βρήκα τόσο έξυπνη και πολιτικοποιημένη που την ερωτεύτηκα. Μετά παρακολούθησα τις χορογραφίες της στο Διαδίκτυο και ανακάλυψα μια υπέροχη χορογράφο. Μου γεννήθηκε λοιπόν η ιδέα να δημιουργήσω ένα πορτρέτο της Ισιδώρας Ντάνκαν, η οποία μου φαινόταν ότι ήταν πολύ λίγο γνωστή. Καθώς έψαχνα στο Διαδίκτυο για χορευτές του ρεπερτορίου της συνάντησα την Ελίζαμπεθ Σβαρτς και σκέφτηκα ότι είναι μία από τις καλύτερες χορεύτριες του είδους της. Η Ελίζαμπεθ, που είναι 73 ετών, έχει ασχοληθεί με την Ντάνκαν για περισσότερο από 40 χρόνια, εντελώς μόνη, καθώς κανείς δεν ενδιαφερόταν για τη δουλειά της Ντάνκαν».
Με ποιους τρόπους είναι επίκαιρο το έργο της σήμερα; Χρειάζεται να είναι επίκαιρο το έργο μιας τόσο σημαντικής καλλιτέχνιδας για να ασχολείται κανείς μαζί του;
«Η Ντάνκαν με ενδιαφέρει γιατί ήταν μια πραγματική πρωτοπόρος που εφηύρε έναν νέο χορό επειδή ήταν πολύ επικριτική με τον κλασικό χορό. Είχε μεγάλη καλλιτεχνική φιλοδοξία: πίστευε ότι ο χορός της μπορούσε να σώσει τον κόσμο, που είναι και ο λόγος για τον οποίο δημιούργησε πολυάριθμες σχολές πιστεύοντας πως ο χορός είχε τη δυνατότητα να κάνει τους ανθρώπους καλύτερους. Νομίζω ότι αυτό που με εντυπωσίασε ήταν η απόλυτη αφοσίωσή της, η πίστη της στην αλλαγή όχι μόνο του ίδιου του χορού αλλά και της κοινωνίας. Ηταν μια αληθινά προοδευτική γυναίκα και καλλιτέχνις, πολύ μακριά από τον σύγχρονο κυνισμό μας. Οπότε, κατά κάποιον τρόπο, αντιπροσώπευε μια μορφή με θάρρος και αφοσίωση, ένα σπάνιο είδος που δεν μπορούσα να βρω γύρω μου στην παρούσα εποχή».
Εχετε δείξει την παράσταση σε πολλές διαφορετικές σκηνές και θεατές. Ποια είναι η απόκριση των ανθρώπων που δεν είναι εξοικειωμένοι με το έργο της Ντάνκαν αλλά και εκείνων που γνωρίζουν καλύτερα τον σύγχρονο χορό;
«Στην πραγματικότητα η Ισιδώρα Ντάνκαν ήταν κάπως ξεχασμένη. Ακόμα κι εγώ, μέχρι να διαβάσω τα απομνημονεύματά της, είχα μια αόριστη ιδέα για το ποια ήταν. Οπότε μπορούμε να πούμε ότι εκτός από τους λίγους ειδικούς που έχουν προς το παρόν στηρίξει την παράσταση, η πλειονότητα των θεατών ανακαλύπτει από την αρχή το βάθος μιας καλλιτέχνιδας η οποία συχνά γίνεται συνώνυμη λίγων ανεκδότων που αφορούν τη ζωή της και κυρίως τον θεαματικό της θάνατο, για παράδειγμα».
Πιστεύετε ότι η παράσταση στην Αθήνα θα είναι κάπως πιο φορτισμένη εξαιτίας της σύνδεσης της Ντάνκαν με την Ελλάδα;
«Α, αυτό δεν το ξέρουμε και για να έχουμε την απάντηση θα πρέπει να κάνουμε το μακρύ ταξίδι με τρένο και πλοίο, όπως δηλαδή και η Ντάνκαν το 1903. Προφανώς ο ελληνικός πολιτισμός είναι απολύτως θεμελιώδης για την Ντάνκαν και ενδέχεται να είναι μια ξεχωριστή εμπειρία για την Ελίζαμπεθ. Θα το δούμε. Γι’ αυτό κάνουμε τις παραστάσεις, γιατί δεν γνωρίζουμε ποτέ τι αποτέλεσμα θα έχει η κάθε στιγμή τους».
Με ποιους τρόπους το παράδειγμα της Ντάνκαν εμπλούτισε τη δική σας δουλειά;
«Είμαι πεπεισμένος ότι η Ντάνκαν εμπλούτισε τη ζωή μου (και συνεπώς και τη δουλειά μου). Πράγματι, όταν δούλευα πάνω σε αυτό το έργο περνούσα μια βαθιά κρίση. Με είχε επηρεάσει βαθύτατα το πρόβλημα της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Εβλεπα ότι οι διεθνείς περιοδείες της ομάδας μου παρήγαν πολλές εκπομπές CO2, οπότε αποφάσισα ότι ούτε εγώ ούτε η ομάδα μου θα πετούσαμε ξανά με αεροπλάνο. Δεν νομίζω ότι θα είχα το κουράγιο να πάρω μια τέτοια απόφαση χωρίς το παράδειγμα μιας αφοσιωμένης γυναίκας όπως η Ισιδώρα Ντάνκαν. Φυσικά υπάρχει και η ακτιβίστρια Γκρέτα Τούνμπεργκ ή, ακόμα πιο κοντά σε εμένα, η βρετανίδα θεατρική σκηνοθέτρια Κέιτι Μίτσελ ή ο εικαστικός Τίνο Σεγκάλ αλλά και άλλοι, λιγότερο γνωστοί άνθρωποι που μου έδειξαν τον δρόμο».
Πώς έχει αλλάξει τη ζωή σας αυτή η επιλογή;
«Ριζικά. Είναι μια βαθιά, γνωσιολογική μετατόπιση. Τα τελευταία χρόνια έχω διαβάσει φιλοσόφους, όπως μεταξύ άλλων ο Μπρουνό Λατούρ, η Ντόνα Χάραγουεϊ, ο Αντρέας Βέμπερ, ανθρωπολόγους όπως ο Φιλίπ Ντεσκολά, η Αννα Τσινγκ, ο Εντουάρντο Κον, βιολόγους όπως η Λιν Μάργκουλις, ο Αντρέας Μαλμ, η Ιζαμπέλ Φρεμό. Ολα αυτά τα διαβάσματα έχουν αλλάξει βαθιά τη σχέση μου με τον κόσμο, με τη δική μου ύπαρξη και με άλλα είδη που δεν ανήκουν στο ανθρώπινο είδος: φυτά, ζώα, φυσικά στοιχεία. Εχω αλλάξει τους ανθρώπους που με περιβάλλουν. Πολλοί άνθρωποι της γενιάς μου δεν θέλουν να αλλάξουν τις συνήθειές τους και συμπεριφέρονται σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Συνεχίζουν να ρυπαίνουν και να συμβάλλουν στην υπερθέρμανση του πλανήτη. Αλλαξα λοιπόν φίλους, σταμάτησα να συνεργάζομαι με επιμελητές ή καλλιτέχνες της γενιάς μου και στράφηκα σε νεότερους που μοιράζονται τις πολιτικές και φιλοσοφικές μου αγωνίες και επιλογές. Και ενώ σας μίλησα πιο πριν για την κρίση που βίωσα, σήμερα αισθάνομαι πολύ καλά, έχω την αίσθηση ότι καταλαβαίνω την πραγματικότητα του κόσμου που ζούμε (ακόμα και αν έχει τραγική χροιά) και μου δίνει την αίσθηση ότι ποτέ μέχρι τώρα δεν είχα βιώσει πώς να διάγω μια «καλή ζωή», για να μνημονεύσω και τη φιλόσοφο Τζούντιθ Μπάτλερ».
Ποια πιστεύετε ότι είναι η συμβολή σας στην εξέλιξη του σύγχρονου χορού;
«Δεν έχω ιδέα. Αυτό που γνωρίζω είναι ότι άρχισα να δουλεύω με την έννοια του «πεδίου», όπως το ανέλυσε θεωρητικά ο κοινωνιολόγος Πιερ Μπουρντιέ. Eβαλα τον εαυτό μου στα όρια αυτού του «χορογραφικού πεδίου». Η ιδέα ήταν να διευρυνθεί αυτό το πεδίο και το modus operandi ήταν ο πειραματισμός, όχι η επανάληψη της ίδιας παλιάς συνταγής που δεν με ενδιέφερε καθόλου, καθώς η τεχνογνωσία μού φαίνεται το πιο βαρετό πράγμα στον κόσμο. Οπότε αναζήτησα τα τυφλά σημεία του χορού. Για να το κάνω αυτό έπρεπε να κοιτάξω διεξοδικά την ιστορία του, να αποδομήσω όσα είχα μάθει, με άλλα λόγια να αμφισβητήσω τον θεσμό, να αναλύσω όλες τις δυνάμεις που εμπλέκονται και να τις κάνω να μετακινηθούν. Επρεπε να επινοήσω τη δική μου μεθοδολογία, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα παραστάσεις πολύ διαφορετικές από άλλες σύγχρονές τους. Ενα από τα εργαλεία μου ήταν η διαλογικότητα: έβαλα τους χορευτές να μιλήσουν για τις δικές τους πρακτικές και αυτή ήταν μια διαδικασία που απέφερε πολύ «πλούτο». Προσπάθησα να ανατρέψω την καθιερωμένη τάξη, την ιεραρχία και την άνιση τάξη του χορού με το να βάζω να χορεύουν άτομα αποστερημένα από αυτό το δικαίωμα: ερασιτέχνες, άτομα με αναπηρία, κακούς χορευτές… Γιατί αυτό που με ενδιαφέρει στον χορό δεν είναι αυτό που είναι «καλό» αλλά εκείνο που μόνο αυτή η μορφή τέχνης μπορεί να εκφράσει. Οπότε ακόμα και όταν ένας χορός δεν θεωρείται «καλός» μπορεί να είναι ιδιαίτερα εύγλωττος. Η δουλειά μου είναι αναλυτική, κριτική και πάνω απ’ όλα πολιτική. Και πλέον είναι και οικολογική».