Tην περασμένη εβδομάδα είδα στο θέατρο Αλσος την επιθεώρηση «Τι ζούμε, ρε;» σε κείμενα της Δήμητρας Παπαδοπούλου. Η παράσταση είναι μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της χρονιάς. Το σουξέ προέκυψε διότι δούλεψε αυτό που οι θεατράνθρωποι αποκαλούν «διαφήμιση στόμα με στόμα». Οποιος την έβλεπε ήταν και ο καλύτερος υποστηρικτής της. Ολο το καλοκαίρι φίλοι και γνωστοί που την είδαν μου πρότειναν να περάσω από εκεί, αλλά εγώ όλο το ανέβαλλα. Γιατί; Γιατί έφταιγε η βεβαιότητά μου ότι η επιθεώρηση έχει πεθάνει, σαν τη Μεταπολίτευση π.χ. ή σαν τις διακοπές στη Μύκονο και στη Σαντορίνη – νησιά στα οποία «απαγορεύεται» να πατήσει το πόδι Ελληνας.
Γιατί πίστευα πως η επιθεώρηση πέθανε; Πρώτα από όλα, γιατί πιστεύω πως εδώ και χρόνια η πραγματικότητα ξεπερνά τη φαντασία: όσα έχουν συμβεί την τελευταία δεκαετία, από το δημοψήφισμα μέχρι το σκάνδαλο των υποκλοπών, είναι τόσο τραγικοκωμικά (εν τέλει…) ώστε κανένας κειμενογράφος δεν θα μπορούσε να φανταστεί τις λεπτομέρειές τους. Αν τα παρακολουθείς τσιμπιέσαι, αλλά με τα τσιμπήματα δεν γελάς. Πονάς.
Η επιθεώρηση είχε πάντα ένα βασικό θέμα και έναν βασικό πρωταγωνιστή. Το βασικό θέμα ήταν η πολιτική και οι ήρωές της, τους οποίους πάντα διακωμωδούσε. Και ο βασικός πρωταγωνιστής ήταν ο απλός λαϊκός άνθρωπος που βασανίζεται – αν ήταν άνδρας, ήταν ένας κακόμοιρος που το κράτος τον ταλαιπωρούσε, αν ήταν γυναίκα, ήταν κάτι σαν τη Μαίρη Παναγιωταρά, μια εργαζόμενη μητέρα, μια καλή νοικοκυρά, που περνούσε τα πάνδεινα. Ολα αυτά είναι δυσεύρετα σήμερα ώστε να στηριχθεί επάνω τους μια επιθεώρηση. Στην περίπτωση της πολιτικής, το πρόβλημα είναι και η ταχύτητα του χρόνου που είναι καταστρεπτική. Κάποτε η Ελεύθερη Σκηνή π.χ. έκανε πλάκα με το ΠαΣοΚ. Το ΠαΣοΚ ήταν ένα και το ίδιο για χρόνια – ακόμα και οι αλλαγές του βοηθούσαν στην κατανόησή του. Σήμερα τέτοια θέματα δεν υπάρχουν: οτιδήποτε σήμερα στο θερμοκήπιο της πολιτικής μοιάζει σημαντικό, αύριο δεν υπάρχει. Λόγου χάριν ο Προκόπης Παυλόπουλος.
Τα θέματα της επιθεώρησης ήταν πάντα μεγάλα, όπως μεγάλοι ήταν και οι πολιτικοί τους οποίους οι κειμενογράφοι διακωμωδούσαν. Σήμερα η επικαιρότητα αλλάζει διαρκώς: προτού προλάβεις να κάνεις πλάκα, ως σωστός επιθεωρησιογράφος, με το σκάνδαλο Novartis, προκύπτει το σκάνδαλο των υποκλοπών. Προτού σατιρίσεις τον Πάνο Καμμένο ή τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη, τους έχουν όλοι ξεχάσει. Προτού προλάβεις να καταδείξεις πόσο διασκεδαστικές είναι οι αλλαγές στις θέσεις του Αλέξη Τσίπρα, αυτές πάλι αλλάζουν. Και υπάρχουν και πολλά που δύσκολα σηκώνουν σάτιρα. Ποιος μπορεί να γελάσει με το Μεταναστευτικό; Ποιος με τον πόλεμο στην Ουκρανία; Ποιος με τον κορωνοϊό, όταν ακόμα πεθαίνουν άνθρωποι; Από τα χρόνια του Αριστοφάνη, βέβαια, όλα μπορεί να είναι αντικείμενο σάτιρας, όμως η μαστοριά που χρειάζεται είναι τεράστια.
Η επιθεώρηση πίστευα πως πέθανε γιατί ακολούθησε τον δρόμο της ευκολίας. Κάποτε είχα δει μια παράσταση στην οποία θα έπρεπε να σατιρίζονται οι ατέλειες στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος». Ομως το αεροδρόμιο σε χρόνο-ρεκόρ ατέλειες έπαψε να έχει. Και οι κειμενογράφοι, αντί να διορθώσουν αστεία που δεν είχαν νόημα, βάφτισαν την παράσταση «Τι βρακί θα παραδώσεις, μωρή;» – το trash του θεάματος ήταν ανυπόφορο.
Η κακογουστιά οδηγούσε την επιθεώρηση στο τέλος της, πόσω μάλλον όταν οι φιγούρες των πρωταγωνιστών της έμοιαζαν να έχουν εξαφανιστεί μαζί με τους σταρ ηθοποιούς της. Χωρίς τον Θύμιο Καρακατσάνη ή τον Κώστα Βουτσά, πού να βρεις ηθοποιούς να παίξουν με τρόπο διασκεδαστικό τον καταπιεσμένο Ελληνα που δύσκολα τα φέρνει βόλτα; Τον τελευταίο τέτοιον τον χάσαμε μαζί με τον Λάκη Λαζόπουλο, ο οποίος προτίμησε την πολιτική ντουντούκα από το να δίνει υπόσταση σε εκείνον τον αξέχαστο ανθρωπάκο που σε έκανε να γελάς μόνο και μόνο γιατί σου διηγούνταν την ιστορία της αγοράς του παλτό που φορούσε. Το είδος έμοιαζε νεκρό. Ή, τουλάχιστον, έτσι πίστευα. Μέχρι που βρέθηκα στο Αλσος.
Αυτό που πέτυχαν εφέτος η Δήμητρα Παπαδοπούλου με τα κείμενά της και ο Θοδωρής Αθερίδης με τη μαεστρική σκηνοθεσία του δεν ήταν να μας δώσουν μια ωραία παράσταση – ήταν η απόδειξη πως κανένα θεατρικό είδος δεν κινδυνεύει με εξαφάνιση, αρκεί όποιος ασχοληθεί μαζί του να το γνωρίζει καλά. Η γιγάντια επιτυχία της παράστασης έχει να κάνει με αυτή τη γνώση: αποτελεί μια υποδειγματική δουλειά με φροντισμένες λεπτομέρειες – το μπαλέτο π.χ. κλέβει την παράσταση με τη λειτουργικότητά του. Εχω τη βεβαιότητα πως αν κάποιοι μεγάλοι που έγραψαν την ιστορία της επιθεώρησης ήταν ακόμα εν ζωή, το τεράστιο αυτό πανηγύρι στο Αλσος θα το ζήλευαν. Ο Βουτσάς σίγουρα θα ήθελε να παίξει τον ιερωμένο που υποδύεται ο Κώστας Κόκλας. Ο Γιάννης Γκιωνάκης σίγουρα θα ήθελε να είναι στη θέση του Λευτέρη Ελευθερίου όταν αυτός παριστάνει τον αγρότη που δεν καταλαβαίνει την κλιματική αλλαγή. Η Ρένα Βλαχοπούλου θα πλήρωνε για να υποδυθεί την Κύπρια που παντρεύτηκε έναν «καλαμαρά». Ομως το ωραίο στην παράσταση αυτή είναι ότι δεν αποτελεί κάποιον φόρο τιμής στα παλιά – δεν είναι ένα ακόμα καλλιτεχνικό μνημόσυνο για τις μεγάλες μέρες που έφυγαν. Είναι, αντιθέτως, μια παράσταση γεμάτη φρεσκάδα που θα τη ζήλευαν οι μάστορες του είδους βλέποντας σε αυτή μια εξέλιξη σχεδόν απροσδόκητη. Οι δύο παρλάτες του Θανάση Αλευρά, για παράδειγμα, ο οποίος εμφανίζεται στην πρώτη ως παιδί της εποχής μας που ψάχνει απαντήσεις στο ζεν και στα άστρα και στη δεύτερη ως ένα είδος γέροντα Παΐσιου, είναι κείμενα τόσο μοντέρνα που είκοσι χρόνια πριν δεν θα μπορούσαν να είναι μέρος καμίας επιθεώρησης. Φυσικά δεν λείπει και η πολιτική σάτιρα, αλλά είναι σάτιρα που υπερβαίνει την άνεση της βωμολοχίας ή την ευκολία της κλάψας: ακόμα και οι εύκολες ατάκες (πολλές από τις οποίες, πιστεύω, προστέθηκαν από τους ηθοποιούς στο αρχικό σενάριο) έχουν δόσεις βιτριολικού χιούμορ που είναι ανελέητο, αλλά όχι και καιροσκοπικό. Με τον Αντώνη Λουδάρο ως Κιμ Γιονγκ θα γελούσαμε και δέκα χρόνια αργότερα.
Ποιο είναι το μυστικό; Νομίζω η έλλειψη του φόβου να διακωμωδηθεί η τρέχουσα πραγματικότητα στην οποία ζούμε – η δική μας, η προσωπική. Δεν υπάρχουν «ιερά και όσια», δεν υπάρχουν όρια, δεν υπάρχουν ενοχικά συμπλέγματα. Υπάρχει μόνο η επιθυμία να κάνεις τον κόσμο να γελάσει με την καρδιά του. Η επιθυμία, είπα; Λάθος μου. Η αποστολή. Μια αποστολή που χαρακτήριζε πάντα την επιθεώρηση. Μια άγια αποστολή.