Ο «Βέρθερος» είναι παλιός και ιδιαίτερα αγαπημένος φίλος για τον Ζακ Λακόμπ. Ο διάσημος καναδός μαέστρος έχει στο παρελθόν «συναντηθεί» με τον ρομαντικό, τρυφερό και θλιμμένο ήρωα του Μασνέ διευθύνοντας σημαντικές αναβιώσεις της όπερας στη Νίκαια, στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη (Μετροπόλιταν Οπερα), στο Βανκούβερ και αλλού. Τώρα ήρθε και η σειρά της Αθήνας, με τον Λακόμπ να διευθύνει τον «Βέρθερο» και για το ελληνικό κοινό, σε μια παράσταση που στηρίζει ως χορηγός η PRODEA Investments. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη εταιρεία επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα, η οποία, στο πλαίσιο του προγράμματος Εταιρικής Υπευθυνότητας «Δομές Ευθύνης», στέκεται πάντα αρωγός σε δρώμενα που προάγουν τις τέχνες. Ετσι και τώρα, σε συνεργασία με μία από τις σημαντικότερες «δομές» του πολιτισμού στη χώρα μας, την Εθνική Λυρική Σκηνή, μας χαρίζει την ευκαιρία να απολαύσουμε ένα «έργο σπουδαίο», όπως το χαρακτηρίζει και ο διάσημος μαέστρος της παραγωγής, «ένα έργο μεγάλο, που αν και το έχω κάνει πολλές φορές, αν και το κατέχω, κάθε φορά που το ξαναβρίσκω πάντα έχει κάτι καινούργιο να μου δώσει. Οπως όλα τα μεγάλα έργα». Τα μεγάλα έργα και οι μεγάλοι συνθέτες σαν τον Μασνέ, που συχνά βρίσκεται στον δρόμο του Ζακ Λακόμπ «και στον οποίο τρέφω ιδιαίτερη αδυναμία, καθώς έχω διευθύνει όχι μόνο δημοφιλείς όπερές του, όπως την «Ηρωδιάδα» και τον «Δον Κιχώτη», αλλά και σπανίως παιζόμενα έργα του, όπως τη «Σαπφώ»».

Οπότε είστε από τους καταλληλότερους για να µας πείτε τι είναι αυτό που κάνει τον «Βέρθερο» µια µεγάλη όπερα.

«Θα ξεκινήσω από τον Μασνέ, που είναι ένας από τους μεγαλύτερους συνθέτες στην ιστορία της όπερας. Γιατί; Για τις εκπληκτικές μελωδίες του (βρίσκουμε άφθονες και στον «Βέρθερο»), για τη θεατρικότητά του, για την ευαισθησία με την οποία χρησιμοποιεί τη γαλλική γλώσσα και συνταιριάζει τις λέξεις με τις νότες, με τη μελωδική γραμμή. Εχει ενίοτε μια τελειότητα που προκαλεί έκπληξη. Επιπλέον ήξερε να γράφει πολύ καλά για την ανθρώπινη φωνή, αγαπούσε τους τραγουδιστές. Ολα αυτά είναι στοιχεία που συναντούμε και στον «Βέρθερο» και που τον κάνουν εξαιρετικά σημαντική όπερα, από τις πιο χαρακτηριστικές του γαλλικού ρεπερτορίου».

Τι είναι εκείνο που περισσότερο σας συγκινεί στο έργο;

«Η τραγωδία που βιώνουν οι ήρωές του. Ο «Βέρθερος» είναι μια μελέτη, μια «ελεγεία» πάνω στην τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο κεντρικός ήρωας είναι ένας βαθιά καταθλιπτικός άνθρωπος, που αντιμετωπίζει σχεδόν χωρίς μέτρο και τη χαρά και τη λύπη. Ζει σε έναν κόσμο ακραίων συναισθημάτων. Η Σαρλότ έλκεται από αυτόν τον κόσμο, αλλά δεν είναι ο κόσμος της. Επιπλέον, είναι εγκλωβισμένη σε έναν άλλον κόσμο, ιδιαίτερα καταπιεστικό για εκείνη, καθώς καλείται να μεγαλώσει τα μικρά αδέλφια της μετά τον θάνατο της μητέρας της. Η συνάντησή τους δεν μπορεί παρά να είναι δραματική. Θα μπορούσα να σας μιλώ με τις ώρες για όλους τους ήρωες. Είναι πολύ ενδιαφέροντες και οι δύο πρωταγωνιστές, και ο Αλμπέρ, ο αρραβωνιαστικός της Σαρλότ, και η Σοφί, η χαριτωμένη αδελφή της… Ολοι! Μην ξεχνάμε πως η όπερα βασίζεται στο έργο του Γκαίτε, οπότε ξεκινάμε ήδη από κάτι πολύ σπουδαίο. Και από μουσικής απόψεως, πραγματικά δεν υπάρχουν όρια στο τι μπορείς να ανακαλύψεις μέσα σε αυτή την παρτιτούρα».

Είναι µια δύσκολη όπερα για τον µαέστρο;

«Ολα είναι δύσκολα όταν θέλεις να τα κάνεις σωστά (σ.σ.: γελάει). Τίποτε δεν είναι εύκολο, όλα απαιτούν μελέτη, καλή συνεργασία και αφοσίωση. Και στην περίπτωση του «Βέρθερου» βλέπεις πράγματα στην παρτιτούρα που τα θεωρείς εύκολα και όταν αρχίσεις να ασχολείσαι πιο συστηματικά μαζί τους ανακαλύπτεις δυσκολίες που ούτε καν περνούσαν από το μυαλό σου. Θα έλεγα λοιπόν πως (και) ο «Βέρθερος» δεν είναι μια εύκολη όπερα, ούτε για τον μαέστρο και την ορχήστρα του ούτε για τους τραγουδιστές, ιδιαίτερα για τον τενόρο, που έχει τον πιο δύσκολο ρόλο».

Ποιο είναι το µυστικό για να διευθύνει ένας µαέστρος καλά µία όπερα;

«Πρέπει να γνωρίζει πού πρέπει να παρέμβει για να οδηγήσει τους τραγουδιστές και πού πρέπει να τους ακολουθήσει σε αυτό που κάνουν. Είναι σύνθετο (σ.σ.: γελάει). Πρέπει και να μπορείς να ανοίγεις δρόμους στους ερμηνευτές και να μπορείς να ακολουθείς τον δρόμο που χαράζουν εκείνοι, καθένας με τη φωνή και με την προσωπικότητά του. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και όταν διευθύνεις μπαλέτο, απλώς στην όπερα έχεις πιο άμεση επαφή με τον τραγουδιστή επάνω στη σκηνή, μπορείς να τον βλέπεις στα μάτια, ενώ στο μπαλέτο διευθύνεις ακούγοντας τα τάκα τάκα που κάνουν οι πουέντ. Αυτού του είδους οι προκλήσεις έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον και είναι και ο λόγος για τον οποίο ασχολούμαι τόσο πολύ με την όπερα. Μου αρέσει εξάλλου να συνεργάζομαι με τους τραγουδιστές, τους αγαπώ».

Διευθύνετε όµως πάντα και συµφωνικά έργα…

«Φυσικά! Δεν θα ήθελα να έχω την ταμπέλα του «μαέστρου για όπερα», με ενδιαφέρει να διερευνήσω και άλλες πτυχές του ρεπερτορίου. Νομίζω, και αυτή είναι μια δική μου θεωρία, πως ένας μαέστρος που διευθύνει μόνο όπερα κινδυνεύει να περιορίσει τους ορίζοντές του στην καθαρή συνοδεία τραγουδιστών. Oμως άλλη πρέπει να είναι η δουλειά του μαέστρου, και εγώ έγινα μαέστρος για να διευθύνω και όπερες και συμφωνικά έργα. Εξάλλου (σ.σ.: γελάει), όσο και αν σου αρέσει το σουβλάκι, δεν μπορείς να το τρως κάθε μέρα, θέλεις και την ποικιλία».

Ως µαέστρος φτάνετε στις πρόβες µελετηµένος, µε τις δικές σας απόψεις για το εκάστοτε έργο. Το ίδιο και οι µουσικοί µε τους οποίους θα συνεργαστείτε. Αν οι απόψεις σας δεν συµπίπτουν;

«Oταν ξεκινούσα ήμουν πιο απόλυτος, σχεδόν με ενοχλούσαν αυτές οι αντιθέσεις και οι διαφορές, θεωρούσα πως έπρεπε να επικρατήσει η άποψή μου. Μεγαλώνοντας άλλαξα. Θυμάμαι και μία συνέντευξη του σπουδαίου Γκέοργκ Σόλτι. Eλεγε: «Eγώ έχω συγκεκριμένη άποψη για το πώς πρέπει να παιχτεί αυτό το σόλο για τσέλο, θα ήθελα όμως να ακούσω και την άποψη του τσελίστα που θα το παίξει, γιατί μπορεί τελικά αυτός να έχει δίκιο». Επομένως, πρέπει να έχεις την άποψή σου αλλά και να είσαι ανοιχτός και στις απόψεις των άλλων. Να δίνεις χώρο για διάλογο. Θυμάμαι σε μία «Κάρμεν», πιο παλιά, με την Ανίτα Ρατσβελισβίλι, που τώρα τραγουδά τη Σαρλότ στον «Βέρθερό» μας, εγώ ήθελα να ακούγεται η «Χαμπανέρα» πιο γρήγορα, εκείνη ήθελε να την πει πιο αργά. Μπορούσε να το κάνει, να το υποστηρίξει, οπότε την ακολούθησα».

Πώς και επιλέξατε τη διεύθυνση ορχήστρας ως επάγγελµα;

«Oταν ξεκίνησα ήμουν οργανίστας. Μου άρεσε, ένιωθα όμως μεγάλη μοναξιά. Hθελα να κάνω μουσική μαζί με άλλους. Eτσι προέκυψε η διεύθυνση ορχήστρας. Για τη χαρά της συνεργασίας».

Λένε πως ο µαέστρος πρέπει να είναι δικτάτορας για να επιβάλλεται στην ορχήστρα και για να οδηγεί το αποτέλεσµα εκεί που πρέπει…

«Oταν θέλεις να κάνεις μουσική με τους άλλους, δεν θέλεις να καταπιέζεις τους άλλους, αλλά να επικοινωνείς μαζί τους, να δημιουργείς μαζί τους, να χαίρεσαι μαζί τους. Καταλαβαίνω πως όταν αναφέρονται σε μαέστρους-δικτάτορες υπογραμμίζουν την ανάγκη να επιβάλλεται ο μαέστρος ως ο επικεφαλής μιας ομάδας. Eτσι ναι, μόνο έτσι έχει ένα νόημα. Παλαιότερα, την εποχή του Τοσκανίνι (υπάρχουν πολλές τρελές ιστορίες πάνω στις συμπεριφορές του), τα πράγματα ήταν αλλιώς. Σήμερα νομίζω το ζητούμενο είναι μια καλή συνεργασία. Είναι προτιμότερο να γοητεύεις τους ανθρώπους με το όραμά σου, να τους εμπνέεις και να τους καλείς να το μοιραστούν μαζί σου, παρά να τους το επιβάλλεις, να τους αναγκάζεις να κάνουν αυτό που εσύ θέλεις. Πάντα προσπαθώ να εξηγώ στους μουσικούς μου το γιατί: Γιατί πρέπει να κάνουμε αυτό το κομμάτι έτσι, γιατί πρέπει να το κάνουμε αλλιώς… Eτσι δουλεύω».

Τι θα συµβουλεύατε έναν νέο µουσικό, έναν νέο µαέστρο;

«Το μυαλό του μαέστρου την ώρα της εργασίας πρέπει να δουλεύει σε τρία στάδια ταυτοχρόνως: Να σκέφτεται τι πρέπει να κάνει την εκάστοτε στιγμή, να επεξεργάζεται αστραπιαία τις αντιδράσεις των μουσικών της ορχήστρας και των τραγουδιστών, και να σκέφτεται και τι πρέπει να κάνει αμέσως μετά, την επόμενη κίνησή του. Είναι πολύπλοκο (σ.σ.: γελάει). Με αυτά τα δεδομένα, έναν νέο μαέστρο θα τον συμβούλευα να επικοινωνεί με τους μουσικούς του. Στη δουλειά μας το 80% είναι να μπορείς να ακούς και να αντιλαμβάνεσαι και το 20% να αναλαμβάνεις εσύ δράση και να δημιουργείς. Για να γίνεις καλός μαέστρος πρέπει να μαθαίνεις να ακούς και να αναπνέεις με τη μουσική. Πρέπει να είσαι ανοιχτόμυαλος, να δέχεσαι όλα τα ερεθίσματα και να τα επεξεργάζεσαι. Oλα αυτά τα έλεγα και όταν δίδασκα διεύθυνση ορχήστρας στο Μόντρεαλ, κάτι που μου άρεσε πολύ (δίδασκα για περίπου επτά χρόνια), αλλά το έχω διακόψει γιατί δεν προφταίνω να του αφοσιωθώ με τα ταξίδια που κάνω».

Σας αρέσει να ταξιδεύετε ή είναι αναγκαίο κακό;

«Είναι, απλώς, ο τρόπος ζωής μου. Υπήρξαν περίοδοι που πηγαινοερχόμουν κάθε εβδομάδα μεταξύ Καναδά και Ευρώπης. Για κάποιον άλλον κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατον. Ευτυχώς εγώ κοιμάμαι εύκολα στα αεροπλάνα. Πολλές φορές είχα ήδη κοιμηθεί πριν από την απογείωση, οπότε ξεκουραζόμουν την ώρα της πτήσης».

Μετά τον «Βέρθερο» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, τι σχέδια έχετε;

«Με περιμένουν διάφορες συναυλίες στον Καναδά και αλλού, ηχογραφήσεις και παραστάσεις, ανάμεσά τους η «Λακμέ» του Ντελίμπ στη Νίκαια, ο «Ντον Πασκουάλε» του Ντονιτσέτι στο Βανκούβερ, η «Τουραντότ» του Πουτσίνι… Προηγουμένως όμως λέω να πάω για μερικές ημέρες στη Σαντορίνη, να ξεκουραστώ και να δω κι εγώ πώς είναι αυτό το μέρος. Είναι νομίζω η κατάλληλη εποχή, πριν αρχίσει να γεμίζει τουρίστες. Και αμέσως μετά, πίσω στη δουλειά, όπως πάντα!».

«Βέρθερος»: Χορηγός PRODEA Investments.

INFO

«Βέρθερος»: Εθνική Λυρική Σκηνή, Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος» (ΚΠΙΣΝ), 26, 28 & 31 Μαρτίου και 2 & 4 Απριλίου. Την παράσταση χορηγεί η PRODEA Investments, ενισχύοντας έµπρακτα την καλλιτεχνική εξωστρέφεια της ΕΛΣ και υποστηρίζοντας πως η αριστεία που πρεσβεύει ο οργανισµός συγκλίνει απόλυτα µε τις αξίες και τη συνεχή καινοτόµα πορεία της εταιρείας στο αντικείµενό της, δηλαδή τις αειφόρες επενδύσεις σε υψηλής ποιότητας ακίνητα.