Ενώνουν πολλά τη Μάρθα Φριντζήλα και τη Χριστίνα Μαξούρη, δύο γυναίκες που προέρχονται από το θέατρο αλλά οι περισσότεροι τις γνωρίσαµε χάρη στη δύναµη και στην αµεσότητα του τραγουδιού. Η Μαξούρη έχει µάλιστα υπάρξει, τρόπον τινά, µαθήτρια της Φριντζήλα, µέλος της οµάδας της «Δρόµος µε Δέντρα» για κάποια χρόνια, εξ ου και αποκτά περισσότερο ενδιαφέρον η παράλληλη διαδροµή που έχουν ακολουθήσει τις τελευταίες εβδοµάδες σε µουσικές σκηνές της Αθήνας, όπως διαπιστώσαµε και από κοντά πριν από µερικές βραδιές.
Ας ξεκινήσουμε με τη Μάρθα Φριντζήλα, σκηνοθέτρια και πολυσχιδή καλλιτέχνιδα, που συνεχίζει, ξανθιά πλέον, τις εμφανίσεις της στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο Upstage, κάθε Σάββατο έως και την 1η Δεκεμβρίου. Ξαφνιάζεσαι που κάνει έναρξη με το «Ελα πάρε μου τη λύπη», δεν αργεί να διευκρινίσει ότι είναι το πιο χαρούμενο τραγούδι που θα ακουστεί στο πρόγραμμά της και δεν λέει ψέματα. Οι πρόζες της, ωστόσο, είναι ξεκαρδιστικές. Εξομολογήσεις από τα χρόνια του σχολείου, παραδείγματα παιδικής σκληρότητας ή ζήλιας που όλοι έχουμε επιδείξει κάποια στιγμή στη ζωή μας, και μια μονίμως εξωστρεφής επικοινωνία με το κοινό που σε αφήνει να απορείς με τη δυνατότητά της να αλλάζει προσωπείο τόσο γρήγορα και να ερμηνεύει με σπάνια εσωτερικότητα τραγούδια όπως η «Εκδρομή» των Χατζιδάκι – Χρονά, ή η πανέμορφη ρώσικη μπαλάντα «Gori Gori moya zvezda». Σε κάτι τέτοιες εναλλαγές ωφελεί η θεατρική εμπειρία, η ίδια που της δίνει τη δυνατότητα να περνά από τον Μητσάκη στον Λοΐζο και από τον Θανάση Παπακωνσταντίνου σε κάποια δικά της κομμάτια, όπως ο υπέροχος «Ερωτευμένος», σαν να ακολουθεί μια αδιάσπαστη αλυσίδα με ετερογενείς κρίκους που τους ενώνει η φωνή της.
Η Χριστίνα Μαξούρη ολοκλήρωσε την περασμένη Δευτέρα τις παραστάσεις της με τίτλο «Tραγούδια του πόθου και του έρωτα» στον Σταυρό του Νότου Club, όπου παρουσίασε για πρώτη φορά ζωντανά τον πρώτο προσωπικό δίσκο της «Το Ασπρο Μαμά Νοσταλγώ» (σε μουσική Αγγελου Τριανταφύλλου και στίχους Ελένης Φωτάκη), που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τη Μικρή Αρκτο. Το «ψήσιμό» της πάνω στη σκηνή τα τελευταία χρόνια την έχει βοηθήσει να εξελιχθεί: δεν είναι πια μια ηθοποιός που παρεμπιπτόντως τραγουδάει πολύ ωραία, αλλά μια ολοκληρωμένη, εκφραστική τραγουδίστρια που τη χαρακτηρίζει θεατρικότητα. Επειδή πιθανώς δεν διαθέτει το ίδιο επικοινωνιακό χάρισμα με τη Φριντζήλα, έχει φροντίσει να ακολουθήσει ένα σκηνοθετημένο, δομημένο θέαμα που συνδέει τα περισσότερα τραγούδια με σύντομες ρήσεις και αποσπάσματα από ποιήματα. Οι ενορχηστρώσεις είναι εξαιρετικές. Ξεχωριστές στιγμές το… εμβατηριακό «Τριανταφυλλάκι» του Μπρέγκοβιτς, το «Μαύρο Κυπαρίσσι» από «Τα Κορμιά και τα Μαχαίρια» της Αρβανιτάκη, αλλά και δύο δικά της, έξοχα κομμάτια: το επιτακτικό «Αιρετικό για παιδιά» και το σπαραξικάρδιο «Κάθε Κυριακή». Εκλεισε τη βραδιά άδοντας a capella, υπενθυμίζοντάς μας το αντίστοιχο επιτυχημένο εγχείρημά της που λεγόταν «Δανεικά Παπούτσια». Η φλέβα που διαγράφεται έντονα στο μέτωπό της φανερώνει τη συγκίνησή της.
Δεν νομίζω ότι αποτελεί σύμπτωση που και οι δύο ερμηνεύτριες έχουν εντάξει στο setlist τους το παραδοσιακό τραγούδι «Από τα μπεντένια πέφτω» – πιθανώς να το έχει αγαπήσει η Μαξούρη από τη φωνή της Φριντζήλα, όπως είχε συμβεί και πιο παλιά με το αριστούργημα του Δημήτρη Λάγιου «Θα με δικάσει». Χαρακτηριστικά παραδείγματα μιας «διακειμενικότητας» που χαρακτηρίζει συχνά τα αθηναϊκά μουσικά πράγματα. Κακό χωριό τα λίγα σπίτια, λέει ο λαός, όμως να που μερικές φορές γίνεται η ανατροπή.