Hσασταν ένα ευτυχισµένο παιδί;
«Μάλλον ναι. Οι γονείς μου ήταν ηθοποιοί μπουλουκιών και βρίσκονταν συνεχώς σε περιοδεία. Η ζωή έμοιαζε με καθημερινή εκδρομή. Και το οικογενειακό μας περιβάλλον ήταν ευρύ. Θεωρούσα συγγενείς, αποκαλούσα «θείους – θείες», όλους τους συναδέλφους των γονιών μου. Υπήρχε στον κύκλο μας μια ταύτιση με οτιδήποτε το διαφορετικό. Για παράδειγμα, μεγάλωσα ανάμεσα σε ομόφυλα ζευγάρια, αυτοί ήταν οι «νταντάδες» μου. Και ήταν κάτι πολύ φυσικό».
Πότε καταλάβατε ότι διαθέτετε καλή φωνή;
«Από μικρή ηλικία αναπαρήγα σωστά τους ήχους που άκουγα. Τη χρονιά που είχαν κερδίσει οι Αbba στη Εurovision με το «Waterloo», κάποιος συμμαθητής μου το έπαιξε στην κιθάρα και άρχισα και εγώ να σιγοτραγουδώ. Και τελικά όλοι μού είπαν «τραγουδάς καλά». Αυτή ήταν η πρώτη αποδοχή».
Οι γονείς σας ήταν ενθαρρυντικοί;
«Οι γονείς μου δεν ήθελαν να ακολουθήσω αυτό το επάγγελμα. Οι ίδιοι, δύο κομπάρσοι ηθοποιοί, είχαν περάσει δύσκολα. Δεν υπήρχε κοινωνική αποδοχή. Χάρηκαν πολύ όταν τους ανακοίνωσα ότι αποφάσισα να πάω στην Ιταλία να σπουδάσω Φιλοσοφία. Για χρόνια είχα ξεχάσει τη μουσική. Hμουν ταγμένος σε μια ακαδημαϊκή καριέρα. Oταν βγήκε ο πρώτος μου δίσκος το 1995 με τους «Συνήθεις Υπόπτους», μόνο η μητέρα μου ήταν εν ζωή. Και πάλι δεν είχα την αποδοχή της».
Hταν εύκολα τα χρόνια στην Ιταλία;
«Ηταν γοητευτικά. Σπούδασα Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Στο πρώτο έτος, θυμάμαι, κάνοντας μια βόλτα στις αίθουσες είδα αναρτημένη μια ανακοίνωση για ένα σεμινάριο Σημειωτικής. Μπήκα μέσα. Μου άρεσε ο καθηγητής. Είχε τρομερό χιούμορ, μεταδοτικότητα. Ηταν ο Ουμπέρτο Εκο».
Είχατε ιδιαίτερη σχέση;
«Θυμάμαι στα πρώτα μαθήματα του είχα ζητήσει λεξικογραφική και βιβλιογραφική βοήθεια. Οσο να πεις, τα ιταλικά δεν ήταν η μητρική μου. «Είστε Ελληνας;» με ρώτησε. «Mεγάλη μας τιμή». Στο επόμενο μάθημα μπήκε στο αμφιθέατρο και είπε: «Μεταξύ μας βρίσκεται ένας έλληνας φοιτητής. Από εδώ και πέρα θα μιλάω πιο αργά. Αυτό δεν θα βοηθήσει μόνο τον Χρήστο αλλά και εσάς. Mα εμένα κυρίως. Μιλώντας πιο αργά θα καταλαβαίνω καλύτερα τι λέω»».
Πώς επιστρέψατε τελικά στη μουσική;
«Tην εποχή που συνέγραφα τη διδακτορική διατριβή μου έπεσα πάνω σε μια φράση του συγγραφέα Mίλοραντ Πάβιτς. Εγραφε: «Ο κάθε άνθρωπος έχει μπροστά του χιλιάδες δρόμους, αλλά ο πραγματικά δικός του είναι αυτός που αν αποφασίσει να τον ακολουθήσει ο φόβος του μεγαλώνει». Επέστρεψα στην Ελλάδα και στη μουσική».
«Βόλτα στα Εξάρχεια» ονομάζεται η νέα παράσταση που παρουσιάζετε στη μουσική σκηνή Σφίγγα και στην οποία σάς συνοδεύουν οι ταλαντούχοι String Demons. Ποια είναι τα δικά σας Εξάρχεια;
«Μετακόμισα εκεί από το Μεταξουργείο στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν τελείωνα το Λύκειο. Είναι τα Εξάρχεια της Αρλέτας, με την οποία γίναμε φίλοι, τα Εξάρχεια του Παύλου Σιδηρόπουλου που συναντούσα στους δρόμους και μου έκανε εντύπωση η ευγενική μορφή του, της Κατερίνας Γώγου που είχε το μαγαζί της στην Ανδρέου Μεταξά και ήταν πλέον μια βαθιά, σκληρή ποιήτρια και του Νικόλα Ασιμου, αυτής της περίεργης μορφής που πότε κάναμε πολλή παρέα και ενίοτε μαλώναμε».
Tα Εξάρχεια που θυμάστε διαφέρουν από τα σημερινά;
«Τίποτα δεν έχει αλλάξει και τίποτα δεν είναι όπως παλιά. Πλέον υπάρχει μια άκρατη διακίνηση ναρκωτικών. Τότε δεν ήταν έτσι, άσχετα με το γεγονός ότι υπήρχαν χρήστες. Και σίγουρα η πολιτική έκφραση δεν γινόταν με τον ίδιο τρόπο. Θα μου πείτε, ίσως κάθε γενιά πρέπει να σκοτώσει τους πατέρες της για να προχωρήσει».
Υπάρχει έντεχνο και εμπορικό τραγούδι;
«Υπάρχει καλό και ευτελές. Για παράδειγμα, το τραγούδι «O δικός μου ο δρόμος» του Γιώργου Θεοφάνους που ερμηνεύει ο Πασχάλης Τερζής είναι ένα συγκλονιστικό τραγούδι. Οι ταμπέλες θεωρώ μπαίνουν όταν κάποιος δεν μπορεί να εξηγήσει τον εαυτό του και αντεκδικώντας εξηγεί αυτό που δεν είναι ο ίδιος. Είναι η ίωση της εποχής μας να κατασκευάζουμε εχθρούς για να ορίσουμε τη δική μας ταυτότητα».
Σήμερα περιμένετε λύσεις από τους πολιτικούς;
«Η πραγματική άσκηση της πολιτικής είναι νομίζω η καθημερινή πρακτική της αισθητικής του κάθε ανθρώπου».
Την πρώτη σας κιθάρα την έχετε ακόμη;
«Δυστυχώς όχι. Κρύβει μια όμορφη ιστορία. Ημουν 12 ετών. Ζήτησα από τον πατέρα μου να μου αγοράσει μία. Το αρνήθηκε. Μου βρήκε όμως δουλειά για να βγάλω τα χρήματα και να την αγοράσω μόνος μου. Ηταν το μεγαλύτερο δώρο που μου έκανε. Δούλεψα σε έναν φούρνο στο Μεταξουργείο. Ηταν ο φούρνος της οικογένειας του Πέτρου Φιλιππίδη. Μεγαλώσαμε μαζί με τον Πέτρο. Είχαμε κάνει και συγκρότημα. Εκείνος ήταν στα τύμπανα».
Ποια είναι η πιο γενναία πράξη της ζωής σας;
«Συμβαίνει τώρα. Βρίσκομαι σε απεξάρτηση από το αλκοόλ. Εδωσα μάχη και ακόμη δίνω. Υπάρχουν πολλών ειδών εξαρτήσεις και κάθε άνθρωπος μπορεί να καταφέρει να τις αφήσει πίσω του. Γιατί υπάρχει ένα καλύτερο σήμερα που τον περιμένει».
INFO
«Βόλτα στα Εξάρχεια», Σφίγγα (Ακαδημίας και Ζωοδόχου Πηγής – πεζόδρομος Κιάφας 13). Κάθε Σάββατο, έως τις 9/2.