Ενας serial killer στην Αθήνα. Ενας serial killer που αντιγράφει την πλοκή μυθιστορημάτων μεγάλων συγγραφέων της αστυνομικής και νουάρ λογοτεχνίας, από την Αγκαθα Κρίστι και τον Εντγκαρ Αλαν Πόε μέχρι τη Φρεντ Βαργκάς και τον Πέτρο Μάρκαρη. Και αυτός ο δολοφόνος θα βρεθεί στο διάβα του αστυνόμου Χριστόφορου Μάρκου, του λογοτεχνικού ήρωα που επινόησε ο Χρήστος Μαρκογιαννάκης, ο συγγραφέας ο οποίος πρώτα γοήτευσε το γαλλόφωνο κοινό και κατόπιν το ελληνικό. Η τέταρτη περιπέτεια του ήρωά του, του κάπως μοναχικού αστυνόμου Μάρκου, που αγαπά την όπερα, κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά υπό τον τίτλο «Ο δολοφόνος στις σελίδες» (εκδόσεις Μίνωας).

Ο Χρήστος Μαρκογιαννάκης, αγαπημένος πλέον του γαλλόφωνου κοινού, βρέθηκε στο Παρίσι το 2011 με αφορμή την έρευνα για το διδακτορικό του, αφήνοντας τελικά πίσω του μια πολλά υποσχόμενη καριέρα δικηγόρου στο Ηράκλειο Κρήτης. Αγαπήθηκε τόσο για τα criminartistic δοκίμιά του – είναι εμπνευστής μάλιστα του όρου «criminart» – αλλά και για τα αστυνομικά μυθιστορήματά του. Εχοντας κερδίσει το Prix Méditerranée du Ρolar 2023 (βραβείο Méditerranée αστυνομικού μυθιστορήματος 2023) για το βιβλίο του «Μυθιστόρημα με κλειδί» (εκδ. Μίνωας), δικαίως θεωρείται ένας από τους από τους σύγχρονους μετρ του είδους διεθνώς.

Κύριε Μαρκογιαννάκη, στο νέο σας μυθιστόρημα, «Ο δολοφόνος στις σελίδες», ο δράστης σκοτώνει μιμούμενος εγκλήματα εμπνευσμένα από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της αστυνομικής και νουάρ λογοτεχνίας, με την αλληλουχία των εγκλημάτων, μάλιστα, να ακολουθεί τη σειρά με την οποία είναι τοποθετημένα τα βιβλία στη βιβλιοθήκη του σταθερού ήρωά σας, του μοναχικού αστυνόμου Χριστόφορου Μάρκου. Είναι αυτό το βιβλίο ένας φόρος τιμής εν γένει στην αστυνομική λογοτεχνία;

«Είναι φόρος τιμής και ερωτική εξομολόγηση στο είδος που βρίσκεται στον πυρήνα της συγγραφικής μου δραστηριότητας και ταυτότητας. Δεν πρόκειται, ωστόσο, για εκδήλωση τυφλής αγάπης, αλλά για συζήτηση πάνω στα δυνατά σημεία της νουάρ λογοτεχνίας αλλά και στις αδυναμίες της, ή, τουλάχιστον, στις αδυναμίες κάποιων εκπροσώπων της. Εχουμε από τη μία τον θαυμασμό και από την άλλη την κριτική, την αποθέωση και την αμφισβήτηση σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο, για να αποπειραθούμε (συγγραφέας και αναγνώστες) να απαντήσουμε στην ερώτηση τι θα γινόταν αν τα αγαπημένα μας νουάρ αναγνώσματα έρχονταν στη ζωή».

Πράγματι, γιατί το βιβλίο πέρα από ένα συναρπαστικό whodunnit μοιάζει να αποτελεί και μια ελεγεία για την αστυνομική λογοτεχνία. Για παράδειγμα, από τον/τη δολοφόνο ήρωα/ίδα σας ασκείται κριτική στους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας που αποκαλύπτουν μόνο στο τέλος το κρίσιμο στοιχείο, το οποίο εάν γνώριζε ο αναγνώστης εξαρχής θα μπορούσε να λύσει το μυστήριο. Ασπάζεστε αυτή την άποψη;

«Απόλυτα! Πριν από συγγραφέας είμαι αναγνώστης. Οπως δεν ανέχομαι να με κοροϊδεύει ο δημιουργός αποκρύπτοντας κρίσιμα στοιχεία ή εμφανίζοντας από μηχανής θεούς για να κόψει γόρδιους δεσμούς της πλοκής, έτσι και εγώ παρέχω όλα τα απαραίτητα στοιχεία (συχνά περισσότερα από όσα έχει στη διάθεσή του ο αστυνόμος Μάρκου) προκειμένου ο αναγνώστης να μπορεί να βρει την απάντηση. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά πως δεν μπλοφάρω, ότι δεν αποπροσανατολίζω για να κάνω τη διαδρομή προς τη λύση δυσκολότερη. Οταν όμως ο αναγνώστης κλείσει το βιβλίο, ανεξάρτητα αν του άρεσε ή όχι, φροντίζω να μην έχουν μείνει αναπάντητα ερωτήματα».

Αλήθεια, γιατί οι συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων έχετε την ανάγκη να επινοείτε τον δικό σας ντετέκτιβ, ο οποίος σας ακολουθεί πιστά στα βιβλία σας;

«Και οι συγγραφείς έχουμε (τη βαθιά ανθρώπινη) ανάγκη για σχέσεις με διάρκεια. Ο Μάρκου έχει πια εξελιχθεί σε φίλο. Με κάθε του περιπέτεια, με κάθε δυσκολία, σκέψη, δράση ή αντίδραση, και εγώ ο ίδιος τον μαθαίνω καλύτερα. Με τον καιρό, όσο περισσότερο χρόνο περνάμε με τον πρωταγωνιστή μας, τόσο αποκτά υπόσταση και χώρο στη ζωή μας. Παράλληλα, οι αναγνώστες με κάθε βιβλίο αισθάνονται τον ήρωα πιο οικείο, αγωνιούν, χαίρονται και συμπάσχουν μαζί του, ανυπομονούν να τον ξαναβρούν. Καλύπτεται έτσι και η εμπορική πλευρά του εγχειρήματος, καθώς οι σειρές με τον ίδιο ήρωα έχουν μεγαλύτερη επιτυχία. Σας υπενθυμίζω, ωστόσο, πως κάποιες φορές η σχέση αυτή βαραίνει τον/τη δημιουργό: ο Αρθουρ Κόναν Ντόιλ, κουρασμένος από τον Σέρλοκ Χολμς, τον σκότωσε και αναγκάστηκε υπό την πίεση των αναγνωστών να τον αναστήσει, ενώ η Αγκαθα Κρίστι έλεγε πως είχε απαυδήσει με τον Πουαρό. Προς το παρόν, δεν μου έχει συμβεί κάτι αντίστοιχο με τον Μάρκου».

Τα μυθιστορήματά σας είναι πολύ δημοφιλή στη Γαλλία, όπου διαμένετε μόνιμα. Για την ακρίβεια, πρώτα κυκλοφορούν στη Γαλλία και έπειτα στη χώρα μας. Γιατί νιώσατε λοιπόν την ανάγκη να επινοήσετε έναν ήρωα αστυνόμο που ζει στην Ελλάδα και όχι στο Παρίσι;

«Πράγματι, το γαλλικό αναγνωστικό κοινό με τιμά με την αγάπη του και πολλά από τα βιβλία μου κυκλοφορούν πρώτα (ή και αποκλειστικά) στη Γαλλία. Η Ελλάδα, η ελληνική κοινωνία και οι πρωταγωνιστές αποτέλεσαν εξ αρχής παράγοντα που διαφοροποίησε το έργο μου από την πληθώρα αστυνομικών που κυκλοφορούν κάθε χρόνο στα γαλλικά. Η Ελλάδα «πουλάει», ειδικά σε μια χώρα τόσο φιλελληνική. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει πως γράφω τουριστικούς οδηγούς ή ότι οι αναγνώστες με διαβάζουν μόνο γι’ αυτόν τον λόγο. Hταν μια καλή αφορμή πρώτης γνωριμίας, μια πρόσκληση να μπουν στο σύμπαν μου, στο οποίο, όμως, παραμένουν, θέλω να πιστεύω, για την ποιότητα της δουλειάς μου».

Πέρα από τα αστυνομικά μυθιστορήματα, έχετε συγγράψει και δοκιμιακά βιβλία για το έγκλημα, τα οποία όμως δεν έχουν κυκλοφορήσει στην Ελλάδα, όπως δεν έχει κυκλοφορήσει και το βιβλίο σας «Omero, le fils caché» («Ομηρος, ο κρυφός γιος»), το οποίο αναμειγνύει μυθοπλασία και πραγματικότητα, όντας ένα μυθιστόρημα για ένα υποτιθέμενο παιδί της Μαρίας Κάλλας και του Αριστοτέλη Ωνάση. Εσείς δεν επιθυμείτε αυτά τα βιβλία να κυκλοφορήσουν στην Ελλάδα;

«Τα δοκιμιακά βιβλία για «το έγκλημα στην τέχνη και ως μία εκ των καλών τεχνών» που αναλύουν έργα από τα δύο εμβληματικά παριζιάνικα μουσεία, το Λούβρο και το Ορσέ, κυκλοφορούν στα αγγλικά και στα γαλλικά. Δεν είχα κρούση από κάποιον εκδοτικό οίκο για μεταφορά τους στα ελληνικά, κάτι που ενδεχομένως σημαίνει πως θεωρούν ότι δεν θα είχαν ανάλογη απήχηση εδώ. Οσον αφορά το «Omero, le fils caché”, ήταν επιθυμία μου να κυκλοφορήσει πρώτα στη Γαλλία, στο πλαίσιο της εκατονταετηρίδας από τη γέννηση της Κάλλας. Hταν ένδειξη ευγνωμοσύνης για τη χώρα όπου ζω, τη χώρα που μου παρείχε την ελευθερία να γίνω αυτός που είμαι, και την οποία η «Divina» είχε επιλέξει ως βάση τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Υπάρχουν ήδη συζητήσεις για μεταφράσεις σε άλλες γλώσσες, και δεν αποκλείεται να εκδοθεί και στην Ελλάδα».

«Οταν ο αναγνώστης κλείσει το βιβλίο, ανεξάρτητα αν του άρεσε ή όχι, φροντίζω να μην έχουν μείνει αναπάντητα ερωτήματα».

Σπουδάσατε στη Νομική, εργαστήκατε ως δικηγόρος στην Κρήτη και παράλληλα κάνατε μεταπτυχιακές σπουδές στην Εγκληματολογία, πρώτα στην Αθήνα και έπειτα στο Παρίσι. Η σχέση σας με τη συγγραφή πώς ξεκίνησε;

«Αν και πάντα μου άρεσε να πλάθω και να διηγούμαι ιστορίες, δεν είχα σκεφτεί (ή ονειρευτεί) πως θα γινόμουν συγγραφέας και μάλιστα όχι ως χόμπι αλλά ως επάγγελμα. Η συγγραφή ήρθε οργανικά, αβίαστα, ίσως και τυχαία. Ευρισκόμενος στο Παρίσι για την έρευνα του διδακτορικού μου και έχοντας ελεύθερο χρόνο, έγραψα ένα αστυνομικό μυθιστόρημα για εμένα, όπως θα το απολάμβανα ως εγκληματολόγος και φανατικός αναγνώστης του είδους. Χάρη στον φίλο και εξαιρετικό συγγραφέα πρ. Michel de Grèce, το χειρόγραφο βρήκε τον δρόμο του προς έναν μεγάλο εκδοτικό οίκο στη Γαλλία κι έτσι ξεκίνησε μια διαδρομή την οποία απολαμβάνω έκτοτε. Στον «λογοτεχνικό μου νονό», ο οποίος έφυγε από τη ζωή πρόσφατα, χρωστάω την ευκαιρία για τη νέα καριέρα, τη νέα ζωή».

Αλήθεια, γιατί διαβάζουμε αστυνομικά και θρίλερ; Γιατί απολαμβάνουμε τις σειρές με εγκλήματα και serial killers;

«Η απάντηση είναι διττή: παρακολουθώντας ή διαβάζοντας τις περιπέτειες άλλων από τη βολή του καναπέ μας επιβεβαιώνουμε το αίσθημα της δικής μας ασφάλειας σε έναν βίαιο κόσμο. Σε αυτό συμβάλλει και το «αίσιο τέλος», η λύση και η κάθαρση που μας παρέχουν συνήθως τα αστυνομικά αναγνώσματα και που στην πραγματική ζωή δεν είναι δεδομένα. Αντίστροφα, με το περιγραφόμενο ή εικονιζόμενο έρεβος ικανοποιούμε τα πιο βίαια ένστικτά μας διά αντιπροσώπου και χωρίς συνέπειες (ως αναγνώστες παθητικά, κι εμείς οι συγγραφείς ενεργητικά, με αυτά στα οποία υποβάλλουμε τους ήρωές μας). Η απόλαυση των μαρτυρίων άλλων δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο, σας θυμίζω τις ρωμαϊκές αρένες, αλλά και τα περί αισθητικής του εγκλήματος των Σίλερ και Nτε Κουίνσι».

Υπάρχει ποτέ αυτό που ονομάζουμε το «τέλειο έγκλημα»;

«Το τέλειο έγκλημα κατ’ εμέ είναι αυτό του οποίου την τέλεση δεν θα μάθουμε ποτέ, ανήκει δηλαδή στον λεγόμενο «σκοτεινό αριθμό της εγκληματικότητας». Oταν έχουμε μια εξαφάνιση ή όταν ένας θάνατος καταγράφεται ως φυσικός ή από ατύχημα ενώ πρόκειται για αποτέλεσμα εγκληματικής ενέργειας (1%-5% των θανάτων, σύμφωνα με μια πρόσφατη γερμανική έρευνα), δεν θα αναζητήσουμε τον δράστη, δεν θα βρούμε την αλήθεια. Ιδού, λοιπόν, το τέλειο έγκλημα: το αόρατο».

Πόσο δύσκολο είναι να ζει κανείς στη Γαλλία σήμερα; Πώς εξηγείτε την άνοδο της Ακροδεξιάς;

«Η άνοδος των άκρων σε περιόδους κρίσης δεν είναι άγνωστο φαινόμενο, το ζήσαμε και στην Ελλάδα. Το θέμα είναι πως κανείς δεν σκύβει πάνω από τον (γάλλο) πολίτη που καταφεύγει σε μη-républicain λύσεις για να τον ρωτήσει για τα προβλήματά του, να τον ακούσει και να προσπαθήσει να βρει λύσεις, προτού καταφύγει σε ταμπέλες και αφορισμούς. Αυτή τη στιγμή η γαλλική κοινωνία είναι πολωμένη. Ο μεγάλος μου φόβος είναι τι θα γίνει αν τα άκρα φτάσουν τελικά στην εξουσία: μεταξύ άλλων, ακρωτηριάζουν και τον πολιτισμό, καθώς δεν θέλουν σκεπτόμενους πολίτες. Και η Γαλλία χωρίς τη στήριξη στις τέχνες και τα γράμματα δεν θα είναι η Γαλλία που ξέρουμε».