Κυριακή 21 Ιανουαρίου, τελευταία παράσταση του έργου «Ευαγγελισμός, το μιούζικαλ» στο Εθνικό Θέατρο. Ο Χρήστος Λούλης μετά την τελευταία υπόκλιση ανοίγει το κινητό του. Κατακλυσμός μηνυμάτων: «Μπράβο», «Συγχαρητήρια», «Μας συγκινήσατε». Μόλις είχε κάνει πρεμιέρα η νέα υπερπαραγωγή του MEGA «Famagusta», σε σκηνοθεσία Αντρέα Γεωργίου, στην οποία και πρωταγωνιστεί. Μία σειρά όπου η μυθοπλασία δεν φοβάται να συναντήσει τη ζωντανή ιστορία της Κύπρου, γιατί πέρα από τους ήρωες που ξεπήδησαν από την πένα της Βάνας Δημητρίου, η οποία υπογράφει το σενάριο, στη μικρή οθόνη κάθε φορά ζωντανεύουν δραματοποιημένες και αληθινές ιστορίες ανθρώπων που έζησαν τη φρίκη της τουρκικής εισβολής το καλοκαίρι του 1974, ανθρώπων που ακόμα ελπίζουν να χτυπήσει η πόρτα και να γυρίσει πίσω ο γιος τους, ο αδελφός τους, ο σύζυγός τους.

Πρόκειται για μια σπάνια στιγμή μιας καλής τηλεόρασης, όχι μόνο γιατί ο Αντρέας Γεωργίου κατάφερε να συγκεντρώσει ένα εξαιρετικό καστ πρωταγωνιστών όπως o Χρήστος Λούλης, ο Γιάννης Μπέζος, η Κοραλία Καράντη, η Αιμιλία Υψηλάντη, ο Γρηγόρης Βαλτινός και ο Γιώργος Ζένιος, όχι μόνο γιατί η σειρά κατέγραψε θριαμβευτικά νούμερα στους πίνακες τηλεθέασης (και το δεύτερο επεισόδιο παρέμεινε αμετακίνητο στην πρώτη θέση της prime time ζώνης, με ποσοστό 30% στο γενικό σύνολο και 23,2% στο δυναμικό κοινό) και έγινε No 1 trend στο Χ (πρώην Τwitter), αλλά κυρίως γιατί κατάφερε να αγγίξει το συλλογικό ασυνείδητο χωρίς εθνικιστικές κορόνες. Γιατί τόλμησε να αναμετρηθεί με μία ανοιχτή πληγή όπως το Κυπριακό και να μιλήσει για τα βάσανα των ανθρώπων που παραμένουν ίδια όπου ο πόλεμος ρίχνει τη μαύρη σκιά του. Για άλλους η σειρά λειτούργησε ως βάλσαμο, για άλλους ως οδυνηρή υπενθύμιση της κυπριακής τραγωδίας 50 χρόνια μετά την εισβολή του «Αττίλα».

«Όταν έχεις μπροστά σου τη Δέσποινα Μπεμπεδέλη το μόνο που έχεις να κάνεις είναι απλά να την ακούς και να τη βλέπεις. Ήμουν τυχερός γιατί αυτό απαιτούσε άλλωστε και ο ρόλος μου. Και ήταν το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο….»

Κάπως έτσι οι σπαρακτικές εικόνες του βομβαρδισμού της Αμμοχώστου το καλοκαίρι του 1974 ζωντάνεψαν στη μικρή οθόνη δίνοντας το χέρι στη μυθοπλασία που έρχεται να ξετυλίξει το κουβάρι της Ιστορίας μέσα από τα βιώματα μιας οικογένειας και μιας μητέρας, η οποία χάνει από την αγκαλιά της τον τριών μηνών γιο της την ημέρα της εισβολής και 50 χρόνια μετά δεν σταματά να αναζητεί απαντήσεις για την τύχη αυτού του παιδιού, διατηρώντας την ελπίδα ότι είναι κάπου ζωντανό.

Και είναι και εκείνη η απέραντη, κοντράλτο φωνή της Μαρίας Φαραντούρη, τόσο δωρική αλλά και έμπλεη συναισθήματος, που ερμηνεύει το τραγούδι της σειράς «Δεν ξεχνώ». Αυτές τις δύο λέξεις που εμπνεύστηκε ο συγγραφέας Νίκος Δήμου το πρωί της 14ης Αυγούστου του 1974, την ημέρα που ο δεύτερος «Αττίλας» έκοψε την Κύπρο στα δύο. Πενήντα χρόνια μετά, κανείς δεν ξέχασε. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε;

Κύριε Λούλη, αναµένατε αυτή την καθολική αποδοχή της σειράς «Famagusta»;

Ναι, περίμενα ότι θα έχει θετικές αντιδράσεις. Το περίμενα γιατί πριν από την προβολή του πρώτου επεισοδίου είχα δει ήδη το υλικό και ήξερα ότι πρόκειται για μια πολύ προσεγμένη δουλειά. Μας είχε γίνει μία «ειδική» προβολή του πρώτου επεισοδίου στην τελευταία μου επίσκεψη στην Κύπρο και θυμάμαι ότι συγκινήθηκα από το πρώτο πλάνο. Είχα ανατριχιάσει με τον Γρηγόρη Βαλτινό να ερμηνεύει τον Μακάριο και ύστερα τα πλάνα από την Αμμόχωστο με τους πανικόβλητους ανθρώπους να τρέχουν.

Τι σας έκανε να πείτε το «ναι» στην πρόταση του Αντρέα Γεωργίου και του Κούλλη Νικολάου;

Το γεγονός ότι η σειρά «Famagusta» αναμετριέται με μια βαθιά πληγή, ένα θέμα πολύ λεπτό, το Κυπριακό. Ο Αντρέας και ο Κούλλης μού εξήγησαν ότι θέλουν να κάνουν κάτι ξεχωριστό, κάτι άλλο και όχι «ένα ακόμη». Προσωπικά, συνδέομαι και με έναν τρόπο με την Κύπρο. Ο πατέρας της συζύγου μου (σ.σ.: αναφέρεται στην επίσης ηθοποιό Εμιλυ Κολιανδρή) καταγόταν από τα Κατεχόμενα. Την ίδια στιγμή, το επίπεδο παραγωγής είναι παρά πολύ υψηλό, δηλαδή μόνο με τη σειρά «Maestro» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη μπορώ να το συγκρίνω. Τα παιδιά είναι επαγγελματίες. Γνωρίζουν τη δουλειά τους και νιώθω ότι σε αυτή τη σειρά δίνουν και κάτι παραπάνω από τον εαυτό τους, δίνουν την ψυχή τους, δημιουργώντας όλες τις απαραίτητες συνθήκες για να μπορείς και εσύ ως ηθοποιός να δημιουργήσεις. Δεν ένιωσα, για παράδειγμα, ότι τρέχουμε να κυνηγήσουμε τον χρόνο για να προλάβουμε να παραδώσουμε το επεισόδιο. Ένιωσα ότι είμαστε άρχοντες.

Σκιαγραφήστε µας τον χαρακτήρα που υποδύεστε, τον δηµοσιογράφο Μάικλ Κούρτη.

Είναι ένας άνθρωπος 50 χρόνων. Τον βλέπουμε να μην έχει οικογένεια, να μην έχει παιδιά. Μοιάζει με έναν 50άρη-έφηβο. Φοράει δαχτυλίδια, χαϊμαλιά στον λαιμό. Είχε σχέση με μια κοπέλα πριν από δύο χρόνια, τώρα είναι με μία άλλη, μετά θα χωρίσει. Το γεγονός λοιπόν ότι ενώ είναι 50 ετών ζει ως 25 με γοητεύει, καθώς με έναν τρόπο θέλω να το συνδέω με το κομβικό στοιχείο ότι ο ίδιος είναι το χαμένο παιδί της οικογένειας Σέκερη, κάτι που γίνεται εμφανές από το πρώτο άλλωστε επεισόδιο της σειράς. Ο ίδιος φυσικά έχει μεγαλώσει με μια μητέρα και έναν πατέρα στο Λονδίνο, δεν γνωρίζει καν ότι είναι υιοθετημένος, αλλά παρ’ όλα αυτά μέσα του μια ρίζα μοιάζει να του λέει ότι δεν ανήκει εκεί. Και κάπως όταν θα αποκαλυφθεί η αλήθεια, σαν να έρχεται η ηλικία του και τον συναντά. Δεν εννοώ ότι θα μεγαλώσει απότομα, αλλά σαν να ησυχάζει, σαν να ριζώνει.

Φωτό: Νικος Βαρδακαστάνης | Fashion Editor: Αριστείδης Ζώης | Ζιβάγκο και παντελόνι Corneliani (Incrocio). Ρολόι Breitling (Breitling Boutique).

Το θέµα της σειράς είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο ακριβώς γιατί ακουµπά ένα πρόσφατο τραύµα που παραµένει ανοιχτό. Σας φοβίζει αυτό το γεγονός;

Εμένα μου αρέσει το γεγονός ότι αυτή η σειρά παρακολουθεί την ιστορία μιας οικογένειας από το ’74 και έπειτα. Υπάρχουν μάλιστα και στιγμές που πηγαίνει ακόμα πιο πίσω. Βλέπεις λοιπόν πώς ήταν αυτοί οι άνθρωποι και βλέπεις πώς τελικά μεγάλωσαν και τελικά μέσα από εκείνους ξεδιπλώνεται και όλη η Ιστορία του νησιού. Τους συναντάμε πριν από την Εισβολή να τα κουτσοκαταφέρνουν, μετά έρχεται ο πόλεμος και τους διαλύει και ύστερα βλέπουμε πώς μπόρεσαν να γίνουν αυτοί που είναι σήμερα. Βλέπουμε τι έχουν κρατήσει ως μνήμη. Τι τους βαραίνει και τι τους ελαφραίνει. Τι τους δίνει ζωή και τι τους δίνει πόνο και βάρος. Πώς βλέπουν το εαυτό τους. Ποια είναι η κοινή τους μοίρα. Τι τους ενώνει, αλλά και τι τους χωρίζει. Ολα αυτά που συγκροτούν το αίσθημα ενός λαού προσπαθούμε να τα συμπυκνώσουμε σε μία οικογένεια. Και αυτό, ναι, είναι επικίνδυνο. Οπως όλα τα πράγματα, μπορεί να πετύχει, αλλά μπορεί και όχι. Αλλά μου αρέσει ότι το εγχείρημα αυτό είναι πολύ φιλόδοξο. Παράλληλα φυσικά υπάρχει και ένα στόρι που «τρέχει». Δεν κάνουμε ούτε ντοκιμαντέρ ούτε ιστορικό δράμα. Μέσα σε 24 επεισόδια πρέπει να κρατήσουμε το ενδιαφέρον του θεατή.

Ποιες είναι οι πιο δύσκολες σκηνές που έχετε γυρίσει µέχρι στιγµής;

Είναι οι σκηνές που έχω γυρίσει με τους ηθοποιούς που αφηγούνται την ιστορία ενός πραγματικού ανθρώπου και το πώς αυτός έζησε την Εισβολή, καθώς υποδύομαι έναν δημοσιογράφο που γυρίζει ένα ντοκιμαντέρ στην Κύπρο. Έτσι σε κάθε επεισόδιο παρουσιάζεται και μία τέτοια συνέντευξη. Έχουν υπάρξει σκηνές πολύ δυνατές, γιατί ακριβώς αυτές οι ιστορίες είναι πολύ δυνατές. Μάλιστα ο θεατής δεν παρακολουθεί μόνο την αφήγηση, αλλά γίνεται παράλληλα και οπτικοποίηση της ιστορίας, όπως παρακολουθήσατε, για παράδειγμα, στο πρώτο επεισόδιο, όπου η Δέσποινα Μπεμπεδέλη αφηγήθηκε τη συγκλονιστική ιστορία της Χαρίτας Μάντολες. Δόθηκε το πρώτο δείγμα γραφής ήδη από τα δύο πρώτα επεισόδια. Και έπονται εξίσου δυνατές ιστορίες.

Θα ήθελα να µας µεταφέρετε λίγο την ατµόσφαιρα του γυρίσµατος αυτών των συγκλονιστικών σκηνών µε τη Δέσποινα Μπεµπεδέλη.

Το ωραίο με τη Δέσποινα και όλους αυτούς δηλαδή τους μεγάλους ηθοποιούς είναι ότι δεν καταλαβαίνεις πότε παίζουν και πότε όχι. Θυμάμαι δηλαδή ότι εκεί που μιλούσαμε, που στήνονταν οι κάμερες, που κάναμε τις πρόβες και συζητάγαμε τις τελευταίες αλλαγές στο κείμενο, ξεκίνησε η Δέσποινα και ήταν σαν να μην σταμάτησε ποτέ να μιλά. Όταν έχεις μπροστά σου τη Δέσποινα Μπεμπεδέλη το μόνο που έχεις να κάνεις είναι απλά να την ακούς και να τη βλέπεις. Ήμουν τυχερός γιατί αυτό απαιτούσε άλλωστε και ο ρόλος μου. Και ήταν το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο….

«Οι άνθρωποι, είτε λειψοί είτε ολόκληροι, συνεχίζουν να ζουν για το καλύτερο, συνεχίζουν να ελπίζουν. Κάποιοι τα καταφέρνουν καλύτερα, κάποιοι άλλοι όχι».

Την Αµµόχωστο την επισκεφθήκατε;

Όχι ακόμη. Από τη μία έχω μια μεγάλη περιέργεια να δω την Αμμόχωστο, την Κερύνεια, τη Μόρφου και ταυτόχρονα έχω και μία άρνηση. Γιατί δηλαδή να επισκεφθώ το ψευδοκράτος; Με την έννοια ότι δεν έχω κάποιο σπίτι εκεί που θέλω να δω ξανά, δεν πέρασα εκεί τα παιδικά μου χρόνια. Έχω Κύπριους φίλους που έχουν πάει να δουν αυτά που άφησαν πίσω και άλλους που λένε «δεν θέλω να πάω ποτέ εκεί».

Η σύζυγός σας, η Εµιλυ Κολιανδρή, η οποία κατάγεται από την πλευρά του πατέρα της από την Κύπρο, αλήθεια τι σας είπε για τη σειρά;

Της άρεσε πολύ. Τη συγκίνησε το θέμα, οι ηθοποιοί. Θαύμασε την αρτιότητα της παραγωγής.

Προσωπικά τι σας έκανε τη µεγαλύτερη εντύπωση σε αυτό το µαύρο κεφάλαιο της Κύπρου;

Ότι στο τέλος ο άνθρωπος όλα τελικά τα υπομένει, ό,τι και να συμβεί. Αυτό μας δείχνει η Ιστορία. Οι άνθρωποι, είτε λειψοί είτε ολόκληροι, συνεχίζουν να ζουν για το καλύτερο, συνεχίζουν να ελπίζουν. Κάποιοι τα καταφέρνουν καλύτερα, κάποιοι άλλοι όχι. Κάποιοι το βλέπουν στωικά, λένε «σε εμάς συνέβη να είμαστε στη θέση του θύματος, πονάμε όπως πόνεσαν και άλλοι άνθρωποι στο παρελθόν». Άλλοι δεν το αντιμετωπίζουν έτσι. Κουβαλούν συνέχεια τον πόνο. Παρ’ όλα αυτά όμως ζουν. Και συνεχίζουν να δημιουργούν, να αναπνέουν, να εξελίσσονται. Ακόμα και με το πιο βαθύ τραύμα ο άνθρωπος συνεχίζει.

«Όταν ήμουν πιο μικρός τα πράγματα μου φαίνονταν πιο ωραία, πιο φαντεζί, πιο χρωματιστά. Παλιά έβλεπες έναν λόφο. Έλεγες «όσο μακριά και να είναι, θέλω να φτάσω εκεί πάνω, να δω τη θέα του κάμπου». Και ξεκινούσες».

Κύριε Λούλη, πόσα χρόνια κλείνετε στο θέατρο;

Ως επαγγελματίας συμπληρώνω 25. Αλλά είχα ανέβει στη σκηνή ήδη από τη σχολή, το ’97, οπότε κλείνω 27.

Διατηρείτε ακόµα την ίδια λαχτάρα για το θέατρο;

Όχι. Όταν ήμουν πιο μικρός τα πράγματα μου φαίνονταν πιο ωραία, πιο φαντεζί, πιο χρωματιστά. Παλιά έβλεπες έναν λόφο. Έλεγες «όσο μακριά και να είναι, θέλω να φτάσω εκεί πάνω, να δω τη θέα του κάμπου». Και ξεκινούσες. Και έβλεπες ότι σπας τα πόδια σου, ότι κόβεις τα πέλματά σου, ότι βρωμίζεσαι, ότι ματώνεις, ότι χάνεις την ανάσα σου. Και δυστυχώς όταν έφτανες στον λόφο καταλάβαινες ότι ήταν τελικά πιο κοντός από όσο φανταζόσουν. Νόμιζες ότι ανεβαίνοντας εκεί θα έπαιρνες δύναμη, αλλά παρ’ όλα αυτά ανεβαίνοντας εκεί ένιωθες ότι έχανες δύναμη. Κουραζόσουν τόσο και στο τέλος η θέα από τον λόφο – μην παρεξηγηθώ, δεν θεωρώ ότι βρίσκομαι σε κάποιο ύψωμα, σχηματικά μιλάω πάντα – δεν ήταν κάτι φοβερό. Βέβαια πάντα υπάρχει και ο επόμενος λόφος που θέλεις να φτάσεις. Αλλά περνώντας τα χρόνια πλέον ξέρεις ότι κάθε φορά πρέπει να περάσεις μέσα από τη φωτιά για να τον «κατακτήσεις». Και έτσι αναρωτιέσαι: «Αξίζει;». Tην ίδια στιγμή, με τα χρόνια οι άνθρωποι που θαύμαζες κάποτε, μίκρυναν στα μάτια σου. Δεν θυμάμαι ποιος είχε πει «μακάρι να μη γνωρίσεις ποτέ τα ινδάλματά σου», γιατί άμα τους γνωρίσεις καταλαβαίνεις ότι είναι άνθρωποι και αυτοί σαν και εσένα, δεν είναι θεοί. Μεγαλώνοντας λοιπόν αυτή η δουλειά γίνεται πιο πεζή, λιγότερο μαγική και λιγότερο φανταχτερή. Έχει όμως τη δυνατότητα να γίνει πιο ζεστή και πιο προσωπική, γιατί πλέον «χωράει» στα ανθρώπινα μέτρα.

Αντιλαμβάνομαι τι λέτε. Για παράδειγμα, η αίσθηση της Επιδαύρου σήµερα, µετά από τόσες φορές που βρεθήκατε εκεί, δεν µπορεί να είναι η ίδια όπως όταν παίξατε στον «Ίωνα» το 2003, σε σκηνοθεσία Λυδίας Κονιόρδου…

Έχω πλέον παίξει αρκετές φορές στην Επίδαυρο. Έχω κάνει επιτυχίες. Έχω κάνει αποτυχίες. Έχω περάσει όμορφα. Έχω περάσει και άσχημα. Άλλωστε σήμερα ο καθένας μπορεί να πάει πλέον στην Επίδαυρο. Δεν είναι δα και κανένα άβατο. Δεν ζούμε στην εποχή της Παξινού και του Μινωτή. Δεν είναι ότι αποτελεί πλέον ένα μεγάλο επίτευγμα που σε προικίζει άμα τη εμφανίσει. Απλά, ξέρετε τι συμβαίνει; Όταν κάνεις σωστή δουλειά, όταν είσαι αρκετά ταπεινός, η Επίδαυρος μπορεί να σε ανταμείψει με μια στιγμή μεγαλειότητας. Αυτό μου συνέβη στον «Ίωνα» με τη Λυδία Κονιόρδου. Στους «Όρνιθες» που κάναμε με τον Νίκο Καραθάνο. Στην «Αλκηστη» με τον Θωμά Μοσχόπουλο, αλλά και στους «Πέρσες» που κάναμε το 2022 με τον Δημήτρη Καραντζά. Η Επίδαυρος θα σου προσφέρει εμπειρίες που δεν θα ζήσεις σε άλλα θέατρα. Αλλά για να τις ζήσεις πρέπει να παραμείνεις πολύ ταπεινός. Να μη θεωρήσεις ότι έφτασες κάπου».

Φωτό: Νίκος Βαρδακαστάνης | Fashion Editor: Αριστείδης Ζώης | Κοστούμι και T-shirt Armani (attica). Sneakers Ferragamo (Ferragamo Boutique).

Mε την έπαρση δηλαδή δεν έχετε «φλερτάρει» ποτέ;

Όχι μόνο έχω «φλερτάρει», αλλά είχαμε «παντρευτεί» κιόλας κάποια στιγμή. Τώρα έχουμε χωρίσει, αλλά πού και πού μού κάνει καμιά επίσκεψη και πάλι φεύγει. Ναι, όταν ήμουν νέος την είχα «ακούσει» αρκετά και σε έναν βαθμό είναι και κάπου λογικό νομίζω. Όταν όμως έχεις την τύχη να συνεργάζεσαι με σπουδαίους ανθρώπους που θέλουν να κάνουν σημαντικά πράγματα τελικά αντιλαμβάνεσαι ότι όσο πιο ψηλός είναι ο στόχος τόσο πιο μικρός είσαι εσύ. Όταν βγήκα από τη σχολή θυμάμαι έκανα τον Έντμοντ στον «Βασιλιά Ληρ». Πίστευα ότι έκανα κάτι φοβερό, μία απίστευτη ερμηνεία. Τίποτα δεν έκανα, μία βλακεία έκανα, μία τρύπα στο νερό. Μετά ήρθε ο Λευτέρης Βογιατζής και ο πήχης ήταν τόσο μακριά. Η μανία του να εστιάσουμε στην ουσία της τέχνης προϋπέθετε από εμάς να ξεχάσουμε τον εαυτό μας. Μετά ακολούθησε ο «Ίων» με την Κονιόρδου. Aλλο ύψος εκεί. Ύστερα οι συνεργασίες με τον Θωμά Μοσχόπουλο, τον Γιάννη Χουβαρδά, τον Nίκο Καραθάνο. Θέλω να πω ότι κάθε φορά που ερχόταν μία συνεργασία έπρεπε να ξεμάθω ό,τι ήξερα και να μάθω από την αρχή. Να μάθω δηλαδή ξανά να περπατάω, να μιλάω, να εκφράζομαι».

Ο Βογιατζής ήταν τόσο «σκληρός» όσο ο µύθος που τον συνοδεύει;

Είχε μία φοβερή ικανότητα αυτός ο άνθρωπος να σε κλονίζει συθέμελα. Να ρουφάει όλο το ζουμί σου, προσφέροντάς σου βέβαια μεγάλα μαθήματα περί υποκριτικής, περί στάσης ζωής στην τέχνη, «κόβοντάς» σε όμως την ίδια στιγμή σε κομμάτια.

Του θυµώνατε;

Πολλές φορές είχαμε τσακωθεί. Και πολλές φορές επιβαλλόταν κιόλας να το κάνω για να επιβεβαιώσω ότι παραμένω κυρίαρχος του εαυτού μου. Όταν έχεις ένα πλάσμα και το «πατάς», το «στριμώχνεις» τόσο, κάποια στιγμή πρέπει να πάρει και αυτό μία ανάσα… Με τον Λευτέρη όμως δεν μπορούσες να παραμείνεις θυμωμένος. Στην τελευταία του παράσταση, τον «Αμφιτρύωνα» του Μολιέρου, ήμασταν αγαπημένοι. Ήρθε, θυμάμαι, μία ημέρα στο Θέατρο Δάσους στη Θεσσαλονίκη. Ήταν πολύ άρρωστος με καρκίνο. Εγώ βρισκόμουν στις ψηλές κερκίδες και κοίταζα το σκηνικό. Ανέβηκε μέχρι εκεί επάνω για να μου μιλήσει. «Γιατί δεν με φώναζες να κατέβω κάτω;» τον ρώτησα. «Δεν πειράζει» μου λέει. «Θέλω να σου κάνω ένα δώρο». «Tι δώρο;» τον ρώτησα. «Δεν θα σου πω ακόμη. Θα μάθεις σε λίγους μήνες» μου είπε. Ήθελε να μου πει να παίξω τον Οιδίποδα και να με σκηνοθετήσει ο ίδιος. Δεν πρόλαβε. Ήταν δύσκολη η σχέση με τον Λευτέρη. ‘Ήταν πολύ σκληρός όταν ήθελε και απίστευτα γλυκός πάλι όταν ήθελε. Σαν ένα παιδί. Και τα παιδιά, όπως ξέρετε, μπορεί να γίνουν πολύ σκληρά. Τα αγαπάς, αλλά ξέρεις πολλές φορές ότι εάν είχαν τη δύναμη θα σε διέλυαν. Αλλά ευτυχώς δεν την έχουν.

Άξιζε τελικά αυτή η «µέθοδος»;

Δεν ξέρω. Μπορεί να είμαι και από τους τελευταίους αυτής της γενιάς που μεγάλωσε θεωρώντας ότι το θέατρο γίνεται περνώντας άσχημα. Ο Λευτέρης είχε μία ολόκληρη θεωρία περί αυτού. «Άμα είσαι ευχαριστημένος, δεν κάνεις καλά τη δουλειά σου» πίστευε. Στριμώχνεις τόσο τον εαυτό σου ώστε να βγεις από αυτόν και να κάνεις δύο βήματα επάνω στον ρόλο. Ο Λευτέρης δεν ήξερε πώς να κάνει θέατρο με ανθρώπους ευτυχισμένους, χαρούμενους. Δεν ξέρω ακόμη εάν έχω φύγει από αυτό. Στην πρόβα ακόμη καταπιέζομαι. Αυτός είναι ο τρόπος που έχω μάθει να κάνω έναν ρόλο: να φεύγω από τον εαυτό μου».

«Εάν με ρωτάτε, πιστεύω σε ένα σύστημα που ωθεί τους ανθρώπους να πασχίσουν για τη συνύπαρξη».

Oπότε η πρόβα είναι πάντα κάτι ψυχοφθόρο;

Είναι μία επαναδιαπραγμάτευση του εαυτού μου, του ποιος είμαι. Μία προσπάθεια εκμηδένισης του εγώ μου.

Κύριε Λούλη, ιδεολογικά πού τοποθετείστε; Είστε αριστερός; Είστε δεξιός;

Τίποτα από τα δύο. Εμένα μου αρέσει γιατί με βρίζουν και οι δεξιοί και οι αριστεροί. Εάν με ρωτάτε, πιστεύω σε ένα σύστημα που ωθεί τους ανθρώπους να πασχίσουν για τη συνύπαρξη, με την έννοια ότι είναι μέρος ενός συνόλου, αλλά ταυτόχρονα να διατηρούν την ατομικότητά τους, να μπορούν δηλαδή να έχουν το δικαίωμα να διαμορφώνουν τις ζωές τους όπως αυτοί επιθυμούν. Την ίδια στιγμή, όμως, από το δικαίωμα αυτό πηγάζει μία μεγάλη ευθύνη: να φέρνεις αυτή την ατομικότητά σου στο σύνολο. Δεν ξέρω πώς να χαρακτηρίσω αυτό το σύστημα. Μάλλον είναι φιλελεύθερο.

Στην ενεργό πολιτική θα κατεβαίνατε;

Μάλλον όχι. Η πολιτική έχει να κάνει με τη διαχείριση του ευκταίου και δεν ξέρω σε ποιον βαθμό αυτό τελικά μπορεί να συνδυάζεται με την περιχαράκωση γύρω από ένα σχήμα, ιδεολογικό ή μη. Στην πολιτική πλέον, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παγκοσμίως, όποιον χώρο και να σκεφτώ με στριμώχνει. Κάθε φορά που ακούω έναν πολιτικό σκέφτομαι: «Φίλε, καλά τα λες, όμως υπάρχει και ένα αλλά». H αλήθεια είναι ότι αισθάνομαι πιο ελεύθερος όταν είμαι απέξω και μπορώ να επισημαίνω αυτό το «αλλά», παρά εάν ήμουν μέσα στα πράγματα και καλούμουν να το δικαιολογήσω.

Μία δηµόσια θέση στον χώρο του πολιτισµού θα σας ενδιέφερε; Για παράδειγµα, διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου;

Μακριά από εμένα! Δεν νομίζω ότι έχω ταλέντο στη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού. Θυμώνω εύκολα και κάποια στιγμή θα τα τίναζα όλα στον αέρα. Πιστεύω ότι αυτές οι θέσεις έχουν να κάνουν και με το κομμάτι της διπλωματίας, να τους κρατάς δηλαδή όλους σε ισορροπία.

Θα σας κάνω µία προσωπική ερώτηση. Είναι δύσκολο δύο καλλιτέχνες να ζουν στο ίδιο σπίτι;

Ναι, γιατί πρόκειται για μία δουλειά που έχει να κάνει με το ψυχικό φορτίο του καθενός. Δημιουργείς. Όχι μόνο έναν ρόλο, αλλά την προσωπικότητά σου, την καλλιτεχνική. Πρόκειται για μία δουλειά που είναι τόσο εξωστρεφής όσο και εσωστρεφής: όσο μοιράζεσαι για να συνεργαστείς τόσο βυθίζεσαι μέσα σου για να πάρεις υλικό. Πασχίζεις να καταργήσεις το εγώ σου και παράλληλα να το διαφυλάξεις. Αυτό δεν είναι εύκολο για τον άλλον. Αλλά χρειάζεται. Αλλιώς με ποια φλόγα στα μάτια θα βγεις στην Επίδαυρο να παίξεις την Ελένη, όπως έκανε η Έμιλυ με τον Παπαβασιλείου;

«Σήμερα, επειδή έχουμε στο μυαλό μας και τις αποτυχίες μας, θα ήθελα να μπορούσα να δω ξανά την Έμιλυ για πρώτη φορά. Για να ξαναδώ αυτό που είχα δει τότε σε εκείνη και αυτή αυτό που έχει δει σε εμένα».

Κάνατε υποχωρήσεις ο ένας για τον άλλον;

Ναι. Και η Έμιλυ έκανε πιο πολλά βήματα πίσω για χάρη μου. Πολλές φορές το καταλάβαινα, άλλες όχι. Κάποιες φορές συμπεριφερόμουν σαν «ένας σκληρός πατέρας». Εγώ πήρα μπρος, εάν θέλετε, στη δουλειά, πιο πριν από την Έμιλυ. Ποτέ όμως δεν είπα σε κανέναν «πάρε την κοπέλα μου για τον τάδε ρόλο». Θα μου πεις, δεν θα μπορούσες να πεις το πιο απλό, δηλαδή ένα: «Δείτε τη και την Έμιλυ». Aλλά δεν το έκανα ποτέ. Το θεωρούσα μίζερο. Μια ημέρα αφού και εκείνη έκανε όλα αυτά τα σημαντικά που έκανε τής εξομολογήθηκα: «Δεν είπα ποτέ τίποτα για εσένα σε κανέναν. ‘Ολα αυτά που έχεις πετύχει τα έκανες ολομόναχη. Είναι όλο δικό σου». «Tην καταλαβαίνω τη στάση σου» μου απάντησε. «Aλλά αυτό που έκανες τότε μού φάνταζε σκληρό».

Υπάρχει µία ηµέρα της ζωής σας που θα θέλατε να ζήσετε από την αρχή;

Την ημέρα που γνώρισα την Έμιλυ. Είμαστε πλέον 22 χρόνια μαζί.

Πόσο δύσκολο είναι αυτό;

Είναι πολύ. Βλέποντάς τη σήμερα, μετά από 22 χρόνια, δεν βλέπω απλά την Έμιλυ, βλέπω τη ζωή μου μαζί της. Αυτά που καταφέραμε και αυτά στα οποία δεν τα καταφέραμε. Όταν βλέπεις κάποια για πρώτη φορά και την ερωτεύεσαι βλέπεις τον καλύτερο εαυτό που θα μπορούσε να γίνει. Και αντίστοιχα αυτή βλέπει σε εσένα τον καλύτερο εαυτό που θα μπορούσες να γίνεις εσύ. Και κάπως εξ αντανακλάσεως βλέπει ο καθένας αυτό που θα μπορούσε να είναι ιδανικά. Σήμερα, επειδή έχουμε στο μυαλό μας και τις αποτυχίες μας, θα ήθελα να μπορούσα να δω ξανά την Έμιλυ για πρώτη φορά. Για να ξαναδώ αυτό που είχα δει τότε σε εκείνη και αυτή αυτό που έχει δει σε εμένα. Ξέρω ότι δεν θα γίνει ποτέ, αλλά το λέω έτσι… σαν φαντασίωση.

ΙΝFO

«Famagusta»: Κάθε Κυριακή βράδυ,
στις 21.00, στο MEGA.