Η Χριστίνα Παπαδοπούλου με υποδέχεται στο μικρό, λιτό, αλλά ιδιαίτερα κομψό γραφείο της στον πρώτο όροφο της γκαλερί Gagosian στο Κολωνάκι, όσο τα έργα νέον του Ντάγκλας Γκόρντον στέλνουν τα φωτεινά μηνύματά τους μέσα από την έκθεση «Neon Ark» (έως τις 20 Μαΐου) στις αίθουσες του ισογείου. Το πρόγραμμά της είναι έντονο, καθώς συνάδει με εκείνο του αθηναϊκού παραρτήματος της διεθνούς γκαλερί το οποίο διευθύνει από τον Νοέμβριο του 2019, αφότου επέστρεψε από το Λονδίνο όπου διηύθυνε την γκαλερί Gagosian του Grosvenor Hill στο Μέιφερ και από όταν ο εκθεσιακός χώρος μετακόμισε στο πανέμορφο art deco κτίριο της οδού Αναπήρων Πολέμου δίπλα στο πάρκο της Δεινοκράτους, έπειτα από την αισθητική και αρχιτεκτονική αναβάθμιση των εσωτερικών χώρων του από τον αρχιτέκτονα Στέλιο Κόη. Για παράδειγμα, στις αρχές Ιουνίου αναμένεται η έκθεση του Αμερικανού Ρικ Λόου – γνωστού και ιδιαίτερα αγαπητού στην αθηναϊκή εικαστική σκηνή από την documenta 14 και το Victoria Square Project στην πλατεία Βικτωρίας -, που θα πραγματοποιηθεί σε συνεργασία με το Μουσείο Μπενάκη, ενώ από Σεπτέμβριο θα διοργανωθεί η παρουσίαση των έργων της Ελεν Μάρντεν, συζύγου του Μπράις Μάρντεν, χάρη στην οποία το ζευγάρι ήρθε και ρίζωσε στην Ελλάδα και στην Υδρα. Δεν είναι λίγα από όποια πλευρά και αν το δεις, παρ’ όλα αυτά η Χριστίνα Παπαδοπούλου αποπνέει μια χαλαρότητα, μια γλυκύτητα, ενδεχομένως μια εσωτερική γαλήνη. «Πιστεύω πως μέσα σε λίγο χρόνο, από τον Σεπτέμβριο του 2020 που εγκαινιάσαμε τον νέο χώρο της Gagosian, και παρά τους αρχικούς περιορισμούς που επέβαλε η πανδημία, η γκαλερί απέκτησε μια πολύ δυναμική θέση στην αθηναϊκή εικαστική σκηνή. Είναι ένας χώρος και από τους πολύ λίγους στην πόλη που το κοινό μπορεί να δει σημαντικές εκθέσεις κάποιων εκ των μεγαλύτερων διεθνών εικαστικών, όπως ο Μπράις Μάρντεν, η Σάρα Ζε, ο Αλμπερτ Ελεν, ο Στέρλινγκ Ρούμπι. Επίσης, είχαμε σημαντικές συνεργασίες με μουσεία και ιδρύματα και υποστηρίξαμε σημαντικές εκθέσεις καλλιτεχνών που εκπροσωπούμε. Παράλληλα, ανοίξαμε έναν διάλογο με την ελληνική καλλιτεχνική σκηνή. Συγκεκριμένα, τον Ιανουάριο του 2022 παρουσιάσαμε την ομαδική έκθεση «Ruins and Fragments», την οποία και συνεπιμελήθηκα. Στην έκθεση συμμετείχαν καλλιτέχνες της ελληνικής, κυπριακής και περιφερειακής σκηνής σε διάλογο με διεθνείς εικαστικούς που εκπροσωπεί η γκαλερί (σ.σ.: μεταξύ άλλων, Kαταρίνα Γκρόσε, Τζουζέπε Πενόνε, Εντ Ρούσα, Μαρία Λοϊζίδου, Ρένα Παπασπύρου, Χριστόδουλος Παναγιώτου κ.ά.) και είχε μεγάλη απήχηση».
Ως μεγαλύτερη επιτυχία της η Χριστίνα Παπαδοπούλου θεωρεί τον προγραμματισμό των εκθέσεων στην γκαλερί, γιατί «το ελληνικό κοινό μπορεί να δει εκθέσεις κάποιων εκ των σημαντικότερων δημιουργών της διεθνούς εικαστικής σκηνής, που αντίστοιχα θα είχε την ευκαιρία να δει μόνο σε καλλιτεχνικές μητροπόλεις, όπως η Νέα Υόρκη, το Λονδίνο, το Χονγκ Κονγκ». Η ύπαρξη βέβαια μιας γκαλερί σαν την Gagosian στην Αθήνα αλλά και αλλού στον κόσμο έχει κατ’ αρχήν εμπορικό σκοπό και εξαρτάται από τη δυναμική της αγοράς και τα σκαμπανεβάσματά της εξαιτίας αστάθμητων παραγόντων όπως μια πανδημία. Ωστόσο, όπως θα πει η Παπαδοπούλου: «Πλέον η αγορά έχει μια ωραία, σταθερή ανοδική πορεία. Νομίζω ότι είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα στιγμή για την Αθήνα, διότι ήρθαν επαγγελματίες του χώρου που ζούσαν στο εξωτερικό, έβαλαν την ενέργειά τους εδώ και έχτισαν πράγματα. Δουλέψαμε κι εμείς με τους τοπικούς συλλέκτες, οπότε αναπτύχθηκαν και ενισχύθηκαν πολλές δυναμικές λόγω της συγκέντρωσης στα τοπικά στοιχεία. Yπάρχει μια ωραία δυναμική. Πιστεύω, επειδή αυτό συνεχίζεται και εξελίσσεται και έχει αρχίσει και η εξωστρέφεια, υπάρχει δηλαδή κόσμος που μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ δύο πόλεων, έχουν ενισχυθεί η επικοινωνία και ο διάλογος. Εχω και εγώ μια σκέψη να κάνω κάτι αντίστοιχο. Εδώ και καιρό σκεπτόμουν ότι θέλω να ζήσω λίγο σε μια άλλη χώρα, πιο κεντρική, για να μοιράσω τον χρόνο μου. Είχα στο μυαλό μου πόλεις όπως το Λονδίνο, το Παρίσι, η Νέα Υόρκη και το Λος Αντζελες για να είμαι σε επαφή με κεντρικότερα παραρτήματα της Gagosian. Τελευταία, περνάω αρκετό χρόνο στο Λος Αντζελες και μάλιστα προετοιμάζω μια έκθεση με τίτλο «Νόστος» με δύο νέες καλλιτέχνιδες που ζουν και εργάζονται εκεί, τις Χίλαρι Πέτσις και Λίλι Στόκμαν».
Λος Αντζελες καλεί Αθήνα
Δεν είναι τυχαίο ότι συναντηθήκαμε λίγο προτού ταξιδέψει για την Πόλη των Αγγέλων προκειμένου να έρθει σε επαφή με την ομάδα της γκαλερί Gagosian στη μεγαλούπολη με την ανθηρή εικαστική σκηνή, αλλά και με τους φίλους της, ορισμένοι από αυτούς Ελληνες. Παραδόξως ή ίσως τελικά όχι και τόσο, η πόλη που βρίσκεται στην άλλη άκρη της Αμερικής, στο δυτικό άκρο της που την απομακρύνει δραματικά από την Ελλάδα, έχει καταστεί ένας δημοφιλής προορισμός και για ορισμένους Ελληνες και Ελληνίδες που συνδέονται με την εικαστική σκηνή. Γιατί άραγε;
«Το Λος Αντζελες είναι καθαρή Αμερική, δεν είναι μια εξευρωπαϊσμένη πόλη όπως η Νέα Υόρκη. Εχει πολλά κοινά με την Ελλάδα και την Αθήνα γιατί, όπως και να το κάνουμε, παίζουν ρόλο και ο καιρός και η θάλασσα, το Λος Αντζελες έχει ένα κλίμα πιο κοντινό στο δικό μας. Επίσης οι ρυθμοί είναι πιο ανθρώπινοι, οι σχέσεις είναι πιο εύκολες, γιατί ο ανθρώπινος παράγοντας είναι πολύ σημαντικός. Και βέβαια εκεί ζουν πάρα πολλοί καλλιτέχνες. Γιατί είναι μια μεγάλη, απλωμένη πόλη και έχει πολύ περισσότερο χώρο για εργαστήρια, ενώ το υπέροχο φυσικό φως της ευνοεί τη δημιουργία. Πολλοί καλλιτέχνες που εκπροσωπεί η Gagosian μένουν εκεί. Ο Στέρλινγκ Ρούμπι, ο Ουρς Φίσερ, ο οποίος πλέον μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στο Λος Αντζελες και στη Νέα Υόρκη. Δεν λέω ότι τώρα την ανακάλυψαν οι καλλιτέχνες, όμως τα τελευταία 5-6 χρόνια έχει γίνει προορισμός, ένα κέντρο για την τέχνη, διεξάγεται και η Frieze εκεί, οπότε αποτελεί ακόμα μεγαλύτερο πόλο έλξης. Παλαιότερα ήταν περισσότερο απομονωμένη. Η «άνοδος» της πόλης είναι ένα φαινόμενο που οφείλεται στο ότι χάθηκε η μεθυστική ενέργεια της Νέας Υόρκης από την 11η Σεπτεμβρίου και μετά. Επίσης, η Νέα Υόρκη είναι πλέον πολύ ακριβή και είναι σχεδόν αδύνατον για έναν καλλιτέχνη να βρει τον χώρο που χρειάζεται σε τιμή που να μπορεί να ανταποκριθεί οικονομικά. Ενας άλλος παράγοντας που απομακρύνει καλλιτέχνες από εκεί είναι ότι το lifestyle είναι ασφυκτικό, όλα γίνονται υπό μεγάλη πίεση. Με τους περισσότερους γνωστούς μου που μιλάω στη Νέα Υόρκη μου λένε ότι «πνίγονται». Η πόλη εξακολουθεί να είναι το καλλιτεχνικό κέντρο της χώρας, εκεί χτυπάει ο παλμός της αγοράς της τέχνης, εκεί βρίσκονται όλες οι γκαλερί, όμως οι ρυθμοί είναι ιδιαίτερα έντονοι».