Φτάσαµε σε ένα ορεινό χωριό, όµορφο αλλά παραµεληµένο, όπως τα περισσότερα χωριά στην ηπειρωτική Ελλάδα. Είχε πέτρινα σπίτια, λίγα ήταν αναπαλαιωµένα, τα άλλα σε άσχηµη κατάσταση. Συζητούσαµε πόσο πιο όµορφο θα ήταν αν το κράτος είχε δείξει λίγο περισσότερο ενδιαφέρον. Αν είχε σταθεί µε µεγαλύτερη έγνοια δίπλα στους κατοίκους του. Αν είχε βοηθήσει τους νέους να µείνουν στον τόπο τους και να µην αναγκαστούν να φύγουν για λόγους επιβίωσης, εγκαταλείποντας για πάντα τα σπίτια και τις περιουσίες των παππούδων τους. Μετρούσαµε, περπατώντας στα στενά δροµάκια, τέτοια σπίτια κλειδωµένα που κατέρρεαν. Συναντήσαµε µια γυναίκα που είχε βγει στην αυλή της και πότιζε µια θηριώδη ορτανσία. Μας χαιρέτησε µε τη λαχτάρα για επικοινωνία που ενίοτε έχουν οι άνθρωποι οι οποίοι ζουν µοναχικά. «Ωραία είστε εδώ πάνω!» της είπα και το εννοούσα. «Ωραία είµαστε, αλλά είµαστε παρατηµένοι» απάντησε, και άρχισε να απαριθµεί τις δυσκολίες που αντιµετωπίζουν οι κάτοικοι των µικρών χωριών. Που δεν έχουν γιατρούς ούτε φαρµακεία, που για να διεκπεραιώσουν κάποια εκκρεµότητα µε το Δηµόσιο πρέπει να κάνουν ολόκληρο ταξίδι, που το µπακάλικο το οποίο λειτουργούσε στην πλατεία έκλεισε και κανένας δεν πρόκειται να το ανοίξει ξανά. Τα γνωρίζω αυτά, τα έχω ακούσει χιλιάδες φορές από συγγενείς που µένουν σε χωριά. «Ξέρετε», συνέχισε η γυναίκα, «είχα τον άνδρα µου άρρωστο, πολύ άρρωστο για πολλά χρόνια. Κατάκοιτο». Τότε πρόσεξα πως ήταν ντυµένη από πάνω µέχρι κάτω στα µαύρα, και σκέφτηκα πως τώρα η µοναξιά της θα είχε γίνει ακόµα πιο µεγάλη. «Τον είχα άρρωστο, και όταν µας έκοβαν το ρεύµα – γιατί εδώ πάνω τον χειµώνα γίνονται συχνά διακοπές – έτρεχα στο καφενείο, στην πλατεία, που είχε µια γεννήτρια για να φορτίσω λίγο τον αναπνευστήρα του, γιατί αλλιώς δεν µπορούσε να πάρει ανάσα. Μέσα στη µαύρη νύχτα, µε βροχή και µε χιόνι, έτρεχα µόνη! Ενα θα σας πω για να καταλάβετε: Προχθές κόπηκε ξανά το ρεύµα για πολλές ώρες, σχεδόν για όλο το βράδυ. Και εγώ ένιωσα µέσα µου µια ευφορία! Μια ευφορία! Δεν ξέρω αν µε καταλαβαίνετε. Τέτοια µεγάλη ευφορία δεν έχω ξανανιώσει!». Ξέρω, στην πραγµατικότητα η σωστή λέξη για να περιγράψει αυτό που ένιωσε ήταν η λέξη ανακούφιση: ένιωσε ανακούφιση (συναίσθηµα το οποίο προφανώς τής προκάλεσε και τύψεις) που αυτή τη φορά ο άρρωστος δεν ήταν στο κρεβάτι του να βασανίζεται χωρίς ανάσα, και που εκείνη δεν έπρεπε να βγει µέσα στη νύχτα για να φορτίσει τον αναπνευστήρα του. Οµως, χρησιµοποιώντας τη λέξη «ευφορία», αισθάνθηκα πως εν αγνοία της απέδωσε ακόµα πιο γλαφυρά την αγωνία, τον τρόµο, το δράµα που επί χρόνια ζούσε. Το δράµα όλων αυτών των ηλικιωµένων (και όχι µόνο) ανθρώπων που εξακολουθούν να ζουν σε χωριά ξεχασµένα, µαραζωµένα και ρηµαγµένα. Πολίτες ενός κράτους που µε τη χρόνια αδιαφορία του τους κόβει καθηµερινά το οξυγόνο.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω