Είναι ένα από τα πιο σημαντικά επιχειρηματικά και οικονομικά κέντρα του πλανήτη λόγω της στρατηγικής του θέσης στην καρδιά της Ασίας και της συνδεσιμότητάς του με έτερους μεγάλους κόμβους – κατά βάση συνιστά μια θελκτική γέφυρα μεταξύ της Κίνας και του υπόλοιπου κόσμου.

Στη νοτιοανατολική ακτή της Κίνας, απέναντι από το λεγόμενο «Pearl River Delta», χαρακτηρίζεται από μια πολύ ιδιαίτερη γεωγραφία που περιλαμβάνει το Νησί του Χονγκ Κονγκ, τη Χερσόνησο Καουλούν και τα Νέα Εδάφη, μαζί με περισσότερα από 200 μικρότερα νησιά. Με πληθυσμό περίπου 7,5 εκατομμύρια κατοίκους, είναι μία από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές του κόσμου, όπου ομιλούνται επισήμως τα καντονέζικα και τα αγγλικά – ας όψεται το παρελθόν του ως βρετανικής αποικίας –, κάτι που ενισχύει τη διεθνή του διάσταση και την πολυπολιτισμικότητά του.

Είναι λοιπόν με το «καλημέρα σας» μια πόλη ιδανική για διεθνές εμπόριο, επενδύσεις και επιχειρηματικές δραστηριότητες, χώρια που διατηρεί έναν από τους πιο ανοιχτούς και ελεύθερους οικονομικούς μηχανισμούς στον κόσμο, με χαμηλή φορολογία, ελάχιστους εμπορικούς περιορισμούς και ένα φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον, το οποίο προσελκύει επενδυτές και πολυεθνικές εταιρείες από όλη την υφήλιο – τραπεζικούς κολοσσούς, ασφαλιστικές εταιρείες και επενδυτικά κεφάλαια.

Η παρουσία μεγάλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών και η σταθερότητα του νομικού συστήματος, βασισμένου στο βρετανικό δίκαιο, ενισχύουν τη θέση του Χονγκ Κονγκ ως παγκόσμιου χρηματοοικονομικού κέντρου. Η πόλη είναι επίσης ένας βασικός κόμβος για την εισαγωγή και εξαγωγή αγαθών χάρη στο ιδιαίτερα ανεπτυγμένο λιμάνι του, ένα από τα πιο πολυσύχναστα του κόσμου, ενώ αναπτύσσεται συνεχώς ως παγκόσμιο hub για την καινοτομία και την τεχνολογία, προσελκύοντας τεχνολογικούς γίγαντες στους τομείς της fintech, της τεχνητής νοημοσύνης και της έρευνας.

Το Χονγκ Κονγκ λειτουργεί υπό το πλαίσιο «μία χώρα, δύο συστήματα» από τότε που η κυριαρχία του μεταφέρθηκε από το Ηνωμένο Βασίλειο στην Κίνα τη δεκαετία του ’90. Αυτό το σύστημα προβλέπει ότι το Χονγκ Κονγκ απολαμβάνει υψηλό βαθμό αυτονομίας, δικό του νομικό σύστημα και προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως η ελευθερία του λόγου και του Τύπου. Ελευθερίες που έχουν δεχθεί μεγάλες πιέσεις τα τελευταία χρόνια, όπως για παράδειγμα με το προπέτασμα του νόμου περί Εθνικής Ασφάλειας (2020) που θεωρείται από πολλούς διεθνείς οργανισμούς ως σημείο καμπής για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην περιοχή.

Ο νόμος στοχεύει στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας, της απόσχισης, της υπονόμευσης της εξουσίας και της συνωμοσίας με ξένες δυνάμεις. Ωστόσο, έχει κατηγορηθεί ότι χρησιμοποιείται για τον περιορισμό της ελευθερίας του λόγου και τη σύλληψη ακτιβιστών και δημοσιογράφων. Συγκεκριμένα, η Διεθνής Αμνηστία κρούει τον κώδωνα ότι ο νόμος έχει συμβάλει στο να αποδεκατιστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Το κτίριο του HKMoA, ή αλλιώς το Μουσείο Τέχνης του Χονγκ Κονγκ.

Καλλιτεχνικό hub

Ομως το χρήμα ρέει, και ως γνωστόν η τέχνη και η αγορά της ανθούν όταν υπάρχει το κατάλληλο υπόβαθρο. Η φιλοδοξία της πόλης να καταστεί πολιτιστικός κόμβος είναι ιδιαίτερα εμφανής από τη δημιουργία του West Kowloon Cultural District, ενός στρατηγικού εγχειρήματος της κυβέρνησης του Χονγκ Κονγκ.

Στόχος ήταν και είναι να δημιουργηθεί ένας ζωντανός χώρος τέχνης και πολιτισμού με υψηλών προδιαγραφών εγκαταστάσεις. Εκεί φιλοξενείται λοιπόν το Xiqu Centre και το Freespace, δύο εντυπωσιακά Κέντρα Παραστατικών Τεχνών που άνοιξαν το 2019, καθώς και το Art Park, ένας αστικός χώρος αναψυχής.

Εκεί άνοιξε τις πύλες του και το Hong Kong Palace Museum που φιλοξενεί πολύτιμους θησαυρούς από το Αυτοκρατορικό Παλάτι του Πεκίνου, γνωστό και ως «Απαγορευμένη Πόλη», και ξεκίνησε τη λειτουργία του το 2022 ενισχύοντας περαιτέρω τη θέση της ασιατικής μητρόπολης ως διεθνώς αναγνωρισμένου πολιτιστικού προορισμού.

Το Χονγκ Κονγκ έχει αναδειχθεί και σε έναν από τους μεγαλύτερους κόμβους εμπορίου τέχνης παγκοσμίως. Η δε άνθηση της αγοράς της τέχνης στην πόλη έχει ενισχυθεί από την ολοένα ανερχόμενη και πιο εύρωστη «τάξη» των πολυάριθμων συλλεκτών της Κίνας, σχεδόν καθένας τους με ένα ιδιωτικό μουσείο στην κατοχή του.

Ωστόσο, τα μικρά σύννεφα στην οικονομία της ηπειρωτικής Κίνας εξαιτίας και των «επίμονων προκλήσεων που προκαλεί ο τομέας των ακινήτων» επηρεάζουν τη ρευστότητα και συνακόλουθα τη διάθεση για επενδύσεις στην τέχνη, όπως αναφέρει η εφημερίδα «The Art Newspaper».

Σύμφωνα με την τελευταία Art Basel & UBS Global Art Market Report, μπορεί η Κίνα (συμπεριλαμβανομένου του Χονγκ Κονγκ) να ξεπέρασε το Ηνωμένο Βασίλειο ως η δεύτερη μεγαλύτερη αγορά τέχνης για το 2023, με το 19% των παγκόσμιων πωλήσεων σε αξία (12,2 δισ. δολάρια) το δεύτερο μισό του έτους, ωστόσο παρουσίασε σημαντική επιβράδυνση.

Οι mega συλλέκτες

Aυτό βέβαια δεν σημαίνει και κάτι για την ώρα. Το Χονγκ Κονγκ προσφέρει το κατάλληλο έδαφος για πολυτέλειες κάθε είδους, ενώ βρίθει συλλεκτών που διαθέτουν τα μέσα να αποκτούν σύγχρονα έργα από τοπικούς χώρους τέχνης και από τα παραρτήματα διεθνών γκαλερί και οίκων δημοπρασιών (όπως οι Sotheby’s και Christie’s). Από τη Hauser & Wirth, που εκπροσωπεί καλλιτέχνες όπως ο Γουίλιαμ Κέντριτζ και η Λουίζ Μπουρζουά, στην Pace Gallery και στη White Cube, κορυφαίες γκαλερί με παρουσία στη Νέα Υόρκη ή και στην Ευρώπη, για να μην πούμε βέβαια για τη φουάρ Art Basel Hong Kong, προωθούν τη δουλειά των αγαπημένων εικαστικών της αγοράς της τέχνης.

Ορισμένοι από τους συλλέκτες είναι και χορηγοί σημαντικών εκθέσεων, όπως το ζεύγος Σεσίλια και CK Τσανγκ, μεγιστάνες του real estate, που βρίσκονται πίσω από την υλοποίηση μιας μεγάλης έκθεσης αφιερωμένης στο έργο του Κλοντ Mονέ στο Μουσείο Πολιτιστικής Κληρονομιάς (Hong Kong Heritage Museum) της πόλης το 2016 – οι συνεργασίες πολιτιστικών φορέων του Χονγκ Κονγκ με τα πιο σημαντικά μουσεία της Δύσης είναι πολύ συνηθισμένη πρακτική.

Υπάρχει και ο έτερος μεγιστάνας του real estate, Αντριαν Τσενγκ, και ιδιαίτερα διάσημος για τη συμβολή του στη σύνδεση μεταξύ τέχνης, πολιτισμού και επιχειρηματικότητας. Είναι διευθύνων σύμβουλος της New World Development, ενός κολοσσού του real estate και επικεφαλής της Chow Tai Fook, μίας από τις μεγαλύτερες αλυσίδες κοσμηματοπωλείων παγκοσμίως. Η οικογένειά του είναι από τις πλουσιότερες στην Ασία, με περιουσία που εκτιμάται στα 22,1 δισ. δολάρια. Ο Τσενγκ βρίσκεται πίσω από το Κ11 Αrt Mall, ένα εμπορικό κέντρο που συνδυάζει την τέχνη και την πολυτέλεια, καθώς και από το Victoria Dockside, μια πολυδιάστατη περιοχή πολιτιστικής ανάπτυξης στη μεγαλούπολη.

Ο ουρανοξύστης The Henderson.

Το Μουσείο Τέχνης του Χονγκ Κονγκ

Το μουσείο M+ έχει κλέψει την παράσταση στην πόλη, και όχι άδικα. Η αρχιτεκτονική του, έργο των διάσημων Herzog & de Meuron, έχει καθορίσει την αισθητική του, προσελκύοντας την προσοχή σε διεθνές επίπεδο. Ωστόσο, το Χονγκ Κονγκ δεν εντυπωσιάζει μόνο με το νέο του «κόσμημα» που εγκαινιάστηκε το 2021, αλλά και με το all time classic Μουσείο Τέχνης του Χονγκ Κονγκ (Hong Kong Museum of Art-HKMoA). Πρόκειται για το πρώτο μουσείο τέχνης που δημιουργήθηκε στην πόλη και παραμένει ως σήμερα ένας από τους πιο εμβληματικούς πυλώνες πολιτισμού στην πόλη μαζί με το Hong Kong Arts Centre.

Ιδρύθηκε το 1962 και αποτέλεσε την πρώτη προσπάθεια να αναδειχθούν η τέχνη και η ιστορία μέσω ενός δημόσιου φορέα. Οι καταβολές του είναι «ταπεινές», από την άποψη ότι όταν ξεκίνησε τη λειτουργία του ως City Hall Museum and Art Gallery στεγαζόταν στο Δημοτικό Μέγαρο της περιοχής Central. Η διττή του αποστολή, να παρουσιάζει καλλιτεχνικά έργα αλλά και ιστορικά εκθέματα, εξελίχθηκε με την πάροδο του χρόνου. Σύντομα τα δύο τμήματά του χωρίστηκαν: το Μουσείο Ιστορίας και το Μουσείο Τέχνης απέκτησαν ξεχωριστές ταυτότητες, με στόχο την εξειδίκευση και την αποτελεσματικότερη διαχείριση.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 το HKMoA μεταφέρθηκε στην παραλιακή περιοχή Tsim Sha Tsui με θέα στο λιμάνι Victoria, μια τοποθεσία-σταυροδρόμι για ντόπιους και επισκέπτες – μερικά μόλις βήματα από το μυθικό ξενοδοχείο Peninsula. Εκεί βρίσκεται κοντά σε άλλα πολιτιστικά αξιοθέατα, όπως το Μουσείο Διαστήματος (Hong Kong Space Museum), με εκθέσεις και διαδραστικές εγκαταστάσεις που αφορούν την αστρονομία και τη διαστημική επιστήμη του Χονγκ Κονγκ. Η παρουσία του σε μια τόσο κεντρική περιοχή το καθιστά σημαντικό πόλο έλξης για όσους ενδιαφέρονται για την τέχνη και τον πολιτισμό.

Μεταξύ 2015 και 2019 το μουσείο προχώρησε σε εκτεταμένη ανακαίνιση, κόστους 400 εκατομμυρίων δολαρίων Χονγκ Κονγκ (περί τα 50 εκατ. ευρώ). Οι εργασίες αυτές έφεραν νέες αίθουσες και χώρους, αυξάνοντας τη διαθέσιμη εκθεσιακή επιφάνεια σε 10.000 τ.μ. Ο αριθμός των ορόφων από τέσσερις αυξήθηκε σε πέντε, ενώ οι προσόψεις του κτιρίου σχεδιάστηκαν με τρόπο που να παραπέμπει σε κύματα, αναδεικνύοντας τη γειτνίασή του με το υδάτινο στοιχείο. Αυτή η ανανέωση εξασφάλισε τη δυνατότητα φιλοξενίας της τεράστιας συλλογής του μουσείου, η οποία περιλαμβάνει πλέον περισσότερα από 19.500 έργα τέχνης.

Μια συλλογή που αντικατοπτρίζει την πολιτιστική κληρονομιά τόσο του Χονγκ Κονγκ όσο και της Κίνας, καθώς και τις τάσεις της σύγχρονης τέχνης στην πόλη. Περιλαμβάνει, ενδεικτικά, έργα παραδοσιακής ζωγραφικής και καλλιγραφίας και κεραμικά από αρχαίες κινεζικές δυναστείες όπως οι Σονγκ (960-1279), οι Μινγκ (1368-1644) και οι Τσινγκ (1644-1912), αλλά και έργα καλλιτεχνών που ζουν και εργάζονται στο Χονγκ Κονγκ.

Το μουσείο φιλοξενεί επίσης περιοδικές εκθέσεις σε συνεργασία με κορυφαίους θεσμούς όπως το Βρετανικό Μουσείο και το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης. Είναι μια προσέγγιση που ακολουθήθηκε από την εποχή που πρωτοάνοιξε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν για παράδειγμα διοργανώθηκε η έκθεση «Hong Kong Art Today», η οποία λειτούργησε ως καταλύτης για την καλλιτεχνική δημιουργία στην περιοχή.

Από το 1975 το HKMoA διοργανώνει την Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης του Χονγκ Κονγκ, μια σημαντική πλατφόρμα για την προβολή του έργου σύγχρονων εικαστικών, η οποία το 2009 μετονομάστηκε σε Hong Kong Contemporary Art Biennial Awards, δίνοντας έμφαση στη βράβευση ταλαντούχων δημιουργών.

Kάποια στιγμή απέκτησε και ένα ξεχωριστό παράρτημα, το Flagstaff House Museum of Tea Ware, στο Hong Kong Park, ένα μουσείο αφιερωμένο στην τέχνη του τσαγιού. Εκεί παρουσιάζονται σπάνια εκθέματα, όπως σκεύη και αντικείμενα, ορισμένα από τα οποία χρονολογούνται από τη δυναστεία Τανγκ (618-907).